Χορήγηση διεθνούς προστασίας σε Παλαιστίνιους που τελούν ήδη υπό την προστασία οργάνωσης του ΟΗΕ και δίκαιο της ΕΕ
Με τη δημοσιευθείσα στις 25-07-2018 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφαίνεται ότι Παλαιστίνιος στον οποίο έχει αναγνωρισθεί από την UNRWA καθεστώς πρόσφυγα δεν μπορεί να αποκτήσει καθεστώς πρόσφυγα εντός της Ένωσης, δυνάμει της οδηγίας 2013/32/ΕΕ, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, για όσο διάστημα χαίρει αποτελεσματικής προστασίας ή συνδρομής από την εν λόγω οργάνωση των Ηνωμένων Εθνών.
Επιπλέον, δεδομένου ότι πρόκειται για αιτούντα άσυλο ο οποίος έχει εγκαταλείψει τη Λωρίδα της Γάζας, το Δικαστήριο διευκρινίζει τα ειδικά κριτήρια που ισχύουν για την εξέταση αιτήσεων ασύλου υποβαλλόμενων από Παλαιστινίους.
Ιστορικό της υπόθεσης
Η Serin Alheto, Παλαιστίνια με συνήθη διαμονή στη Λωρίδα της Γάζας, εγκατέλειψε την περιοχή αυτή και μετέβη στην Ιορδανία, όπου διέμεινε για σύντομο διάστημα, προτού ταξιδέψει στη Βουλγαρία και καταθέσει στη χώρα αυτή αίτηση ασύλου και επικουρικής προστασίας. Η αίτησή της απορρίφθηκε από τις βουλγαρικές διοικητικές αρχές και η S. Alheto προσέφυγε ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου Σόφιας (Βουλγαρία). Το δικαστήριο αυτό ζητεί από το Δικαστήριο διευκρινίσεις ως προς το ζήτημα κατά πόσον και βάσει ποιων κριτηρίων μπορεί να αναγνωρισθεί καθεστώς πρόσφυγα στην S. Alheto βάσει του δικαίου της Ένωσης.
Η εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας (ασύλου και επικουρικής προστασίας) που υποβάλλονται στα κράτη μέλη της Ένωσης διέπεται από κοινούς κανόνες, οι οποίοι περιλαμβάνονται στην οδηγία 2013/32/ΕΕ. Η οδηγία αυτή προβλέπει ότι κάθε αίτηση διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος εξετάζεται από τη διοικητική ή οιονεί δικαστική αρχή που έχει ορισθεί από το εν λόγω κράτος μέλος και ότι η απόφαση που εκδίδεται από την αρχή αυτή μπορεί να προσβληθεί ενώπιον δικαστηρίου.
Απόφαση του Δικαστηρίου
Με αυτή την απόφασή του, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι, όταν ασκείται προσφυγή ενώπιον δικαστηρίου κατά απόφασης που εκδίδει η διοικητική ή οιονεί δικαστική αρχή επί αιτήσεως ασύλου ή επικουρικής προστασίας, το δικαστήριο που κρίνει την προσφυγή οφείλει να εξετάζει τον φάκελο πλήρως επικαιροποιημένο, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που ασκούν επιρροή, περιλαμβανομένων των στοιχείων που δεν υπήρχαν ακόμη κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης της εν λόγω αρχής.
Το Δικαστήριο στηρίζει την ερμηνεία αυτή, αφενός, στον κανόνα που θεσπίζεται με την ανωτέρω οδηγία κατά τον οποίο το δικαστήριο που κρίνει πρωτοδίκως προσφυγή κατά απόφασης της εν λόγω αρχής οφείλει να προβαίνει σε «πλήρη και ex nunc» εξέταση του φακέλου και, αφετέρου, στον σκοπό που υπηρετεί η οδηγία, ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση της ταχύτερης δυνατής εξέτασης των αιτήσεων ασύλου και επικουρικής προστασίας. Λαμβανομένου υπόψη του σκοπού αυτού, ο δικαστής πρέπει να εξετάζει την αίτηση κατά τρόπο αναλυτικό και επικαιροποιημένο, χωρίς να απαιτείται, προτού αποφανθεί επί της υποθέσεως, να αναπέμψει τον φάκελο στη διοικητική ή οιονεί δικαστική αρχή.
Το Δικαστήριο προσθέτει ότι κάθε κράτος μέλος που δεσμεύεται από την οδηγία οφείλει να διαμορφώσει την εθνική του νομοθεσία κατά τέτοιον τρόπο ώστε, όταν ο δικαστής ακυρώνει την απόφαση της διοικητικής ή οιονεί δικαστικής αρχής και απαιτείται η αρχή αυτή να εκδώσει νέα απόφαση, η νέα αυτή απόφαση επί της αιτήσεως ασύλου ή επικουρικής προστασίας να εκδίδεται εντός σύντομου χρόνου και να είναι σύμφωνη προς την εκτίμηση που περιλαμβάνεται στην ακυρωτική δικαστική απόφαση.
Με την απόφασή του αυτή, δεδομένου ότι πρόκειται για υπόθεση υποβολής αίτησης ασύλου και επικουρικής προστασίας υποβληθείσα από Παλαιστίνια, το Δικαστήριο διευκρινίζει επίσης τα ειδικότερα κριτήρια που απορρέουν από τη νομοθεσία της Ένωσης για τις αιτήσεις διεθνούς προστασίας που υποβάλλονται από Παλαιστινίους.
Το Δικαστήριο υπενθυμίζει, επ’ αυτού, ότι όταν Παλαιστίνιος, όπως η αιτούσα στην υπό κρίση υπόθεση, έχει εγγραφεί στην Υπηρεσία Αρωγής και Έργων των Ηνωμένων Εθνών για τους Παλαιστίνιους πρόσφυγες στην Εγγύς Ανατολή (UNRWA) (οργάνωση των Ηνωμένων Εθνών που δημιουργήθηκε για να παρέχει, στη Λωρίδα της Γάζας, στη Δυτική Όχθη, στην Ιορδανία, στον Λίβανο και στη Συρία, προστασία και αρωγή στους Παλαιστινίους υπό την ιδιότητά τους ως «Παλαιστινίων προσφύγων»), στο πρόσωπο αυτό δεν μπορεί να χορηγηθεί άσυλο εντός της Ένωσης για όσο διάστημα χαίρει αποτελεσματικής προστασίας ή συνδρομής από την εν λόγω οργάνωση των Ηνωμένων Εθνών. Μπορεί να του χορηγηθεί άσυλο στην Ένωση μόνον εφόσον βρίσκεται σε προσωπική κατάσταση σοβαρής ανασφάλειας, έχει ζητήσει ματαίως τη βοήθεια της UNRWA και, λόγω καταστάσεων ανεξαρτήτων από τη θέλησή του, έχει υποχρεωθεί να εγκαταλείψει τη ζώνη επιχειρήσεων της UNRWA
Όταν, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, πρόσωπο παλαιστινιακής καταγωγής που έχει εγγραφεί στην UNRWA εγκαταλείπει τον τόπο διαμονής του στη Λωρίδα της Γάζας, μεταβαίνει στην Ιορδανία, όπου διαμένει για σύντομο διάστημα, και στη συνέχεια ταξιδεύει σε κράτος μέλος της Ένωσης στο οποίο υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, τότε τόσο η διοικητική ή οιονεί δικαστική αρχή που έχει οριστεί από το εν λόγω κράτος μέλος για την εξέταση τέτοιων αιτήσεων όσο και το δικαστήριο που κρίνει προσφυγή κατά της απόφασης που εκδίδει η αρχή αυτή οφείλουν να εξετάζουν, μεταξύ άλλων, αν το πρόσωπο αυτό έχαιρε αποτελεσματικής προστασίας ή συνδρομής από την UNRWA στην Ιορδανία. Σε καταφατική περίπτωση, δεν μπορεί να χορηγηθεί άσυλο στο πρόσωπο αυτό εντός της Ένωσης. Δεν μπορεί να του χορηγηθεί ούτε επικουρική προστασία εντός της Ένωσης, αν δεν αποδεικνύεται ότι το πρόσωπο αυτό τελεί σε προσωπική κατάσταση σοβαρής ανασφάλειας στην περιοχή του τόπου διαμονής του (εν προκειμένω, στη Λωρίδα της Γάζας) ή, σε αντίθετη περίπτωση, αν η Ιορδανία είναι διατεθειμένη να αποδεχθεί την επανεισδοχή του στην επικράτειά της και να του αναγνωρίσει το δικαίωμα να διαμένει εκεί υπό αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης για όσο διάστημα απαιτηθεί λόγω των κινδύνων που αντιμετωπίζει στη Λωρίδα της Γάζας.
Γίνεται υπόμνηση ότι η προδικαστική παραπομπή παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, να υποβάλουν στο Δικαστήριο ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, κατά τον ίδιο τρόπο, τα άλλα εθνικά δικαστήρια που επιλαμβάνονται παρόμοιου προβλήματος.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA