Αγωγή που ασκήθηκε κατά του Ελληνικού Δημοσίου από ιδιώτη κάτοχο ελληνικών κρατικών ομολόγων
Με τις προτάσεις που δημοσιεύθηκαν χθες, 4 Ιουλίου 2018, ο γενικός εισαγγελέας του Δικαστηρίου της ΕΕ, Y. Bot, προτείνει στο Δικαστήριο να κρίνει ότι ο κανονισμός «Βρυξέλλες Ια» δεν έχει εφαρμογή για τον καθορισμό του κράτους μέλους τα δικαστήρια του οποίου έχουν διεθνή δικαιοδοσία όσον αφορά την αγωγή που ασκήθηκε κατά του Ελληνικού Δημοσίου από ιδιώτη κάτοχο ελληνικών κρατικών ομολόγων κατόπιν της αναγκαστικής ανταλλαγής τους υπό συνθήκες και περιστάσεις εξαιρετικής φύσεως.
Ειδικότερα, ο Εισαγγελέας επισημαίνει ότι δεν πρόκειται για διαφορά που εμπίπτει στις «αστικές ή εμπορικές υποθέσεις» κατά την έννοια του κανονισμού αυτού.
Ιστορικό
Ο Leo Kuhn, κάτοικος Βιέννης (Αυστρία), απέκτησε, μέσω αυστριακής τράπεζας-θεματοφύλακα, ελληνικά κρατικά ομόλογα ονομαστικής αξίας 35 000 ευρώ . Πρόκειται για τίτλους στον κομιστή οι οποίοι παρέχουν το δικαίωμα να επιστραφεί το κεφάλαιο κατά τη λήξη τους και να εισπραχθούν τόκοι. Στο πλαίσιο της υποχρεωτικής ανταλλαγής στην οποία η Ελλάδα προέβη τον Μάρτιο του 2012, τα ομόλογα που κατείχε ο L. Kuhn αντικαταστάθηκαν με νέα ομόλογα μικρότερης ονομαστικής αξίας .
Κατόπιν αυτού, ο L. Kuhn άσκησε ενώπιον των αυστριακών δικαστηρίων αγωγή κατά της Ελλάδας, με αίτημα την τήρηση των αρχικών όρων δανεισμού ή την επιδίκαση αποζημίωσης. Η Ελλάδα προέβαλε ότι τα αυστριακά δικαστήρια δεν έχουν διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση τέτοιων διαφορών.
Το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο, Αυστρία) ζητεί, στο πλαίσιο αυτό, από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει τον κανονισμό «Βρυξέλλες Ια» για τη διεθνή δικαιοδοσία σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις . Ο κανονισμός αυτός θέτει ως γενικό κανόνα ότι διεθνή δικαιοδοσία έχουν τα δικαστήρια του κράτους μέλους της κατοικίας του εναγομένου. Ωστόσο, όσον αφορά τις διαφορές εκ συμβάσεως, ο εν λόγω κανονισμός προβλέπει έναν κανόνα ειδικής βάσης διεθνούς δικαιοδοσίας, κατά τον οποίο διεθνή δικαιοδοσία έχει επίσης το δικαστήριο του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή πρέπει να εκπληρωθεί η παροχή. Ο L. Kuhn εξέθεσε συναφώς ότι, μέχρι την ημέρα της αναγκαστικής ανταλλαγής, η Ελλάδα κατέβαλλε τους τόκους σε λογαριασμό του που τηρούνταν σε τράπεζα στην Αυστρία.
Κατά συνέπεια, το Oberster Gerichtshof επιθυμεί να διευκρινιστεί αν ο τόπος εκπλήρωσης της παροχής καθορίζεται από τους όρους δανεισμού κατά την έκδοση των εν λόγω ομολόγων, παρά τις μεταγενέστερες μεταβιβάσεις τους, ή από τον τόπο πραγματικής τήρησης των όρων δανεισμού, όπως η καταβολή των τόκων.
Προτάσεις
Στις σημερινές προτάσεις του, ο γενικός εισαγγελέας Yves Bot εκτιμά ότι η επίδικη διαφορά δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού «Βρυξέλλες Ια» διότι δεν εμπίπτει στις «αστικές ή εμπορικές υποθέσεις» .
Συγκεκριμένα, η επίδικη διαφορά απορρέει στην ουσία από πράξη άσκησης κρατικής εξουσίας με την οποία επιβλήθηκαν αναδρομικά, υπό συνθήκες και περιστάσεις εξαιρετικής φύσεως, η μετατροπή των τίτλων και η τροποποίηση των αρχικών όρων δανεισμού, με σκοπό τόσο να αποφευχθεί να περιέλθει το Ελληνικό Δημόσιο σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών όσο και να διασφαλιστεί η σταθερότητα της ευρωζώνης.
Συνεπώς, ο γενικός εισαγγελέας προτείνει στο Δικαστήριο να δώσει στο Oberster Gerichtshof την απάντηση ότι δεν εμπίπτει στις «αστικές ή εμπορικές υποθέσεις», κατά την έννοια του κανονισμού «Βρυξέλλες Ια», αγωγή η οποία ασκήθηκε κατά κράτους μέλους από φυσικό πρόσωπο που είχε αποκτήσει ομόλογα εκδοθέντα από το εν λόγω κράτος, όταν με την αγωγή αυτή το συγκεκριμένο φυσικό πρόσωπο αποσκοπεί στην τήρηση των αρχικών όρων δανεισμού ή στην καταβολή αποζημίωσης για τη μη τήρησή τους, λόγω της ανταλλαγής των ομολόγων του με ομόλογα μικρότερης αξίας, η οποία του επιβλήθηκε διά νόμου ο οποίος εκδόθηκε από τον εθνικό νομοθέτη υπό εξαιρετικές περιστάσεις και ο οποίος τροποποίησε μονομερώς και αναδρομικά τους όρους δανεισμού, προσθέτοντας ρήτρα συλλογικής δράσης η οποία παρέχει σε μια ειδική πλειοψηφία των κατόχων των ομολόγων τη δυνατότητα να επιβάλει μια τέτοια ανταλλαγή στη μειοψηφία .
Για την περίπτωση που το Δικαστήριο δεν υιοθετήσει την ανάλυση αυτή και κρίνει ότι η διαφορά όντως εμπίπτει στις «αστικές ή εμπορικές υποθέσεις» κατά την έννοια του κανονισμού «Βρυξέλλες Ια», ο γενικός εισαγγελέας συνεχίζει την ανάλυσή του και συνάγει ότι εμπίπτει στις «διαφορές εκ συμβάσεως» κατά την έννοια του προαναφερθέντος κανόνα ειδικής βάσης διεθνούς δικαιοδοσίας η αγωγή με την οποία ο αγοραστής ομολόγων εκδοθέντων σε κράτος μέλος προβάλλει κατά του εν λόγω κράτους δικαιώματα που απορρέουν από τους τίτλους αυτούς (ειδικά κατόπιν της μονομερούς και αναδρομικής τροποποίησης των όρων δανεισμού από το εν λόγω κράτος).
Ωστόσο, κατά τον γενικό εισαγγελέα, ο κανόνας αυτός δεν μπορεί να θεμελιώσει, εν προκειμένω, διεθνή δικαιοδοσία των αυστριακών δικαστηρίων.
Συγκεκριμένα, κατά τον γενικό εισαγγελέα, ο τόπος εκπλήρωσης παροχής απορρέουσας από κρατικό ομόλογο καθορίζεται από τους όρους δανεισμού κατά την έκδοση του τίτλου αυτού, παρά τις μεταγενέστερες μεταβιβάσεις του εν λόγω τίτλου ή την πραγματική τήρηση, σε άλλον τόπο, των όρων δανεισμού που αφορούν την καταβολή των τόκων ή την επιστροφή του κεφαλαίου. Εν προκειμένω, ο τόπος όπου εκπληρώθηκε ή πρέπει να εκπληρωθεί η παροχή (ήτοι ο τόπος πληρωμής των τοκομεριδίων και επιστροφής του κεφαλαίου), ο οποίος αποτελεί τη βάση της αγωγής του L. Kuhn, βρίσκεται στην Ελλάδα.
Το πλήρες κείμενο των προτάσεων δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα CURIA