1.Η έννοια του εργατικού ατυχήματος και τα στοιχεία που την απαρτίζουν
H υγεία του ανθρώπου αποτελεί ένα θεμελιώδες αγαθό και δικαίωμα που προστατεύεται από την έννομη τάξη . Ωστόσο ,ανεξάρτητα από την κοινωνική χρησιμότητα και τη γενικότερη αξία της εργασίας, ανέκαθεν ο εργαζόμενος άνθρωπος υφίσταται συχνές προσβολές στην υγεία του εξαιτίας της εργασίας του. Τέτοιες προσβολές στην υγεία των εργαζομένων είναι αναμενόμενο να συμβούν κατά την άσκηση των μηχανολογικών επαγγελματικών δραστηριοτήτων.
Η νομοθεσία περί εργατικών ατυχημάτων αποσκοπεί να προστατεύσει τον εργαζόμενο από τέτοιες προσβολές της υγείας του και της σωματικής ακεραιότητάς του .
Εργατικό ατύχημα είναι το βίαιο γεγονός, το οποίο συμβαίνει στον εργαζόμενο κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή με αφορμή αυτή και προκαλεί σε αυτόν ανικανότητα για εργασία διάρκειας τουλάχιστον πέντε (5) ημέρες.
Στην έννοια του εργατικού ατυχήματος περιλαμβάνεται κάθε (πρόσκαιρη ή διαρκής) ανικανότητα του μισθωτού για εργασία και, φυσικά, ο θάνατος .Με το εργατικό ατύχημα εξομοιώνεται και η επαγγελματική ασθένεια (δηλ. η ασθένεια που συχνά πλήττει ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων, λόγω της βαρειάς συνήθως φύσεώς της).
Από τον ορισμό, που διατυπώθηκε παραπάνω για το εργατικό ατύχημα , προκύπτουν και οι προϋποθέσεις, που πρέπει να συντρέξουν, για να θεωρηθεί ότι τελέσθηκε εργατικό ατύχημα. Δηλαδή:
1)Βίαιο συμβάν . Συνεπώς , απλή ασθένεια δεν συνιστά καταρχήν εργατικό ατύχημα , εκτός αν προήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας κάτω από εξαιρετικές και ασυνήθιστες συνθήκες.
2)Το συμβάν να έγινε: α)κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή β)με αφορμή αυτή (λ.χ. μεταφορά εργατών στον τόπο της εργασίας).
3)Να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια (σύνδεσμος, σχέση συνεπαγωγής) μεταξύ του βίαιου γεγονότος και της εργασίας, δηλ. να μην ήταν δυνατό να επέλθει το βίαιο γεγονός εάν δεν απασχολούταν ο εργαζόμενος στη συγκεκριμένη εργασία. Τέτοια αιτιώδης συνάφεια δεν υπάρχει, όταν το βίαιο συμβάν προκλήθηκε με πρόθεση από τον ίδιο τον εργαζόμενο.
4)Να προκλήθηκε στον εργαζόμενο ανικανότητα για εργασία διάρκειας περισσότερο από τρεις ημέρες.
Κάθε ατύχημα, για το οποίο δεν συνέτρεξαν οι παραπάνω προϋποθέσεις , χαρακτηρίζεται ως εξωεργατικό ατύχημα.
2.Η κατά Νόμον προστασία που παρέχεται στους εργαζόμενους που υπέστησαν βλάβη της υγείας τους κατά την εργασία τους.
Ο Νόμος παρέχει προστασία στον εργαζόμενο που υπέστη εργατικό ατύχημα ως εξής:
α) Για τους μισθωτούς ασφαλισμένους του Ι.Κ.Α. , ισχύει η ασφαλιστική κάλυψη του Ι.Κ.Α. Αυτή περιλαμβάνει όλες τις παροχές προς ασθενείς καθώς επίσης καταβολή τμήματος του μισθού . Σε περίπτωση αναπηρίας του εργαζομένου ή θανάτου του , καταβάλλεται από το Ι.Κ.Α σύνταξη αναπηρίας στον ίδιο ή σύνταξη θανάτου στους συγγενείς του. Ο εργοδότης απαλλάσσεται κατά κανόνα από την αστική ευθύνη (με εξαίρεση την καταβολή τμήματος του μισθού μέχρι ένα μήνα ,που αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ του κανονικού μισθού και της καταβαλλόμενης από το Ι.Κ.Α. παροχής μισθού). Ωστόσο, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει αποζημίωση για ηθική βλάβη και υπέχει ποινικές ευθύνες για : α)σωματική βλάβη από αμέλεια , (302ΠΚ) ,β)ανθρωποκτονία από αμέλεια, (299ΠΚ).
β)Για όσους εργαζόμενους που δεν είναι ασφαλισμένοι στο Ι.Κ.Α. και απασχολούνται σε επιχειρήσεις που απαριθμούνται στον ν. 551/1915 ,καθιερώνεται αντικειμενική ευθύνη του εργοδότη. Όπως προκύπτει από την ερμηνεία του άρθρου 2 ν. 551/1915 , τέτοιες είναι και οι επιχειρήσεις στις οποίες τελούνται οι επαγγελματικές δραστηριότητες του μηχανολόγου . Δηλαδή , την αστική ευθύνη για το ατύχημα υπέχει ο εργοδότης ανεξάρτητα από το εάν αυτός και οι προστηθέντες του έφταιγαν ή όχι. Το ποσό της αποζημίωσης ορίζεται μεταξύ ενός ανώτατου και ενός κατώτατου ορίου, το οποίο προσδιορίζεται με υπουργική απόφαση. Για εργατικό ατύχημα που προκάλεσε θάνατο στον εργαζόμενο οφείλονται μισθοί πέντε (5) ετών ,τους οποίους λαμβάνουν οι συγγενείς του θύματος1 . Για εργατικό ατύχημα που προκάλεσε ολική διαρκή ανικανότητα στον εργαζόμενο οφείλονται μισθοί έξι (6) ετών . Για εργατικό ατύχημα που προκάλεσε μερική διαρκή ανικανότητα στον εργαζόμενο οφείλεται το εξαπλάσιο του ποσού κατά το οποίο ελαττώθηκε ή μπορεί να ελαττωθεί το ετήσιο εισόδημα του εργαζόμενου .Επίσης, ο εργοδότης βαρύνεται με έξοδα περίθαλψης , νοσηλείας ,καθώς επίσης κηδείας (σε περίπτωση θανάτου).Εάν η ανικανότητα που προκάλεσε το εργατικό ατύχημα είναι πλήρης αλλά δεν υπερβαίνει σε διάρκεια τα δύο έτη, ο εργαζόμενος δικαιούται ημερήσια αποζημίωση ίση με το μισό ημερομίσθιο που θα λάμβανε (εάν δεν συνέβαινε το ατύχημα).
γ)Εάν το ατύχημα οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή ακόμη (και) σε μη τήρηση όρων ασφάλειας ,ο εργαζόμενος μπορεί είτε να ζητήσει αποζημίωση σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 551/1915 (αντικειμενική ευθύνη εργοδότη και γενικά προσδιορισμένη κατά ποσόν αποζημίωση) ή να ασκήσει την αξίωση του σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις του Αστικού Δικαίου. Οι γενικές διατάξεις του Αστικού Δικαίου (914,922,928,929,932,297,298,300 ΑΚ) καθιερώνουν υποκειμενική ευθύνη του εργοδότη , δηλ. ο εργοδότης ευθύνεται προς αποζημίωση , με βάση το αν έχει υπαιτιότητα (δόλο ή αμέλεια) σχετικά με την επέλευση του εργατικού ατυχήματος. Σ’ αυτήν την περίπτωση δεν υπάρχει ανώτατος και κατώτατος περιορισμός της αποζημίωσης ,οπότε ο εργαζόμενος μπορεί να ζητήσει την πλήρη αποκατάσταση των ζημιών που υπέστη. Εάν ο εργαζόμενος είναι συνυπαίτιος για την επέλευση του εργατικού ατυχήματος , η αποζημίωση που δικαιούται μειώνεται ανάλογα με τον βαθμό της συνυπαιτιότητάς του (συντρέχον πταίσμα).
δ)Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις ,εκτός από αυτές που αναφέραμε, (δηλ. αν ο εργοδότης δεν υπάγεται στον ν. 551/1915 ή εάν ο μισθωτός δεν είναι ασφαλισμένος του Ι.Κ.Α. ή εάν η ανικανότητα διάρκεσε λιγότερο από τρεις ημέρες) , ο εργαζόμενος μπορεί να αξιώσει αποζημίωση ,σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις του Αστικού Δικαίου (υποκειμενική ευθύνη του εργοδότη, πλήρης αποζημίωση).
3.Υποχρέωση αναγγελίας του εργατικού ατυχήματος
1 Βλ. άρθρο 6 ν. 551/1915 για τους δικαιούχους της αποζημιώσεως συγγενείς.
Μόλις συμβεί το εργατικό ατύχημα ,πρέπει να αναγγελθεί προς τις αρμόδιες αρχές και συγκεκριμένα: α)προς την πλησιέστερη αστυνομική αρχή ,
β)στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας ,
γ)προς το αρμόδιο υποκατάστημα του Ι.Κ.Α. εντός πέντε (5) ημερών . Τη σχετική υποχρέωση αναγγελίας έχει τόσο ο εργοδότης , ο μισθωτός, ο ιατρός που παρέσχε τις πρώτες βοήθειες και κάθε υπάλληλος του Ι.Κ.Α. ,ο οποίος έλαβε τυχόν γνώση του ατυχήματος κατά την υπηρεσία του. Η υποχρέωση αναγγελίας υφίσταται και για τα εξωεργατικά ατυχήματα.
Εάν το ατύχημα διαρκέσει περισσότερο από μία εβδομάδα, ο εργοδότης υποχρεούται να προβεί σε ένορκη βεβαίωση προς τον Ειρηνοδίκη, σχετικά με τις λεπτομέρειες του ατυχήματος. Σε ορισμένες περιπτώσεις απαιτείται, με βάση ειδικές διατάξεις νόμων, και αναγγελία προς άλλες αρμόδιες αρχές.
Σχετικές διατάξεις : ι)ν. 551/1915 ,ιι) 914,922,928,929,932,297,298,300,657-658 ΑΚ,ιιι)ΑΝ 1846/1951 ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ-ΕΥΘΥΝΗ ΕΡΓΟΔΟΤΗ
Τ.Ε.Ι. ΣΕΡΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ
Μάθημα: Εργατικό Δίκαιο
Διδάσκων: Νίκος Κ. Παπαδόπουλος
Πότε είναι πλήρης η ευθύνη του εργοδότη
Σε περίπτωση που ο παθών υπάγεται στην ασφάλιση του ΙΚΑ, ο εργοδότης απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση αποζημίωσης του παθόντος, είτε αυτή είναι η κατά το κοινό δίκαιο αποζημίωση είτε πρόκειται για την ειδική αποζημίωση του ν. 551/1915 και μόνον αν το ατύχημα οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων, υποχρεούται αυτός να καταβάλει στον παθόντα τη διαφορά μεταξύ της οφειλόμενης κατά το κοινό δίκαιο αποζημίωσης και του ολικού ποσού των χορηγούμενων σ’ αυτόν από το ΙΚΑ παροχών. Αρκεί και ο ενδεχόμενος δόλος ο οποίος υπάρχει οσάκις ο δράστης αποφάσισε να προχωρήσει στην πράξη, απλώς ελπίζοντας – ευχόμενος ότι τελικά δεν θα επέλθει το αξιόποινο αποτέλεσμα. Δεν εντάσσεται στο πεδίο του ενδεχόμενου δόλου η “ενσυνείδητη αμέλεια” για τη συνδρομή της οποίας απαιτείται όχι ελπίδα αλλά πίστη περί μη επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος.
Κατά το άρθρ. 1 του ν. 551/1915 “περί ευθύνης προς αποζημίωσιν των εξ ατυχημάτων εν τη εργασία παθόντων εργατών ή υπαλλήλων”, όπως κωδικοποιήθηκε με το β.δ. της 24.7/25.8.1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρ. 38 εδ. α’ ΕισΝΑΚ,ως ατύχημα από βίαιο συμβάν, το οποίο επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής σε εργάτη ή υπάλληλο των εργασιών ή επιχειρήσεων που αναφέρονται στο άρθρ. 2 του ίδιου νόμου (εργατικό ατύχημα), θεωρείται κάθε βλάβη, η οποία είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, άσχετου μεν με τη σύσταση του οργανισμού του παθόντος και τη βαθμιαία φθορά του από τις συνθήκες της εργασίας, αλλά συνδεόμενου οπωσδήποτε μ’ αυτή λόγω της εμφάνισής του κατά την εκτέλεσή της ή εξ αφορμής αυτής, δηλαδή θα πρέπει το αίτιο, στο οποίο οφείλεται το εργατικό ατύχημα, να μην ανάγεται αποκλειστικά στην οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος και το οποίο συνεπώς δεν θα συνέβαινε χωρίς την εργασία και τις περιστάσεις εκτέλεσής της. Σε περίπτωση τέτοιου ατυχήματος οφείλεται κατ’ αρχήν η προβλεπόμενη από το άρθρ. 3 του ως άνω νόμου αποζημίωση, για την οποία η ευθύνη του εργοδότη είναι αντικειμενική, δηλαδή αυτός ευθύνεται σε καταβολή της αποζημίωσης ανεξάρτητα από την ύπαρξη πταίσματός του ή πταίσματος των προστηθέντων από αυτόν προσώπων,μπορεί δε κατ’ εφαρμογή του άρθρ. 16 § 4 εδ. (α), (β) και (γ) του ν. 551/1915 να μειωθεί η αποζημίωση μέχρι το μισό της μόνον όταν ο παθών επέδειξε την ειδική αμέλεια που συνίσταται στην από μέρους του αδικαιολόγητη παράβαση των διατάξεων νόμων, διαταγμάτων ή συναφών κανονισμών, που θέτουν τους όρους ασφάλειας στην εργασία και έχουν εκδοθεί από την αρμόδια αρχή ή τον κύριο της επιχείρησης, εφόσον στην τελευταία περίπτωση κυρώθηκαν από την αρχή. Πλήρη αποζημίωση κατά το κοινό δίκαιο έχουν το δικαίωμα κατά το άρθρ. 16 § 1 του ν. 551/1915 να ζητήσουν ο παθών από εργατικό ατύχημα και σε περίπτωση θανάτου του οι προσδιοριζόμενοι στο άρθρ. 6 του ν. 551/1915 συγγενείς του μόνον όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων ή όταν έγινε σε εργασία ή επιχείρηση στην οποία δεν τηρήθηκαν οι παραπάνω διατάξεις για τους όρους ασφάλειας και σε αιτιώδη με αυτές συνάφεια. Τέτοιες διατάξεις είναι ειδικότερα μόνον εκείνες που προβλέπουν συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους προς επίτευξη της ασφάλειας των εργαζομένων και όχι τρίτων, δηλαδήδεν αρκεί ότι το ατύχημα επήλθε από την παράβαση όρων, οι οποίοι επιβάλλονται μόνον από την κοινή αντίληψη, την υποχρέωση πρόνοιας και την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, χωρίς κατά τα λοιπά να προβλέπονται από ειδική διάταξη νόμου.
Σε περίπτωση πάντως που ο παθών από εργατικό ατύχημα υπάγεται στην ασφάλιση του ΙΚΑ, ο εργοδότης απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση αποζημίωσης του παθόντος, είτε αυτή είναι η κατά το κοινό δίκαιο αποζημίωση είτε πρόκειται για την ειδική αποζημίωση του ν. 551/1915 και μόνον αν το ατύχημα οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων υποχρεούται αυτός να καταβάλει στον παθόντα τη διαφορά μεταξύ της οφειλόμενης κατά το κοινό δίκαιο αποζημίωσης και του ολικού ποσού των χορηγούμενων σ’ αυτόν από το ΙΚΑ παροχών.
Δόλος είναι η γνώση και η θέληση πραγματώσεως της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος. Κατά την έννοια του όρου, αρκεί και ο ενδεχόμενος δόλος ο οποίος υπάρχει οσάκις ο δράστης αποφάσισε να προχωρήσει στην πράξη, απλώς ελπίζοντας – ευχόμενος ότι τελικά δεν θα επέλθει το αξιόποινο αποτέλεσμα. Δεν εντάσσεται στο πεδίο του ενδεχόμενου δόλου η “ενσυνείδητη αμέλεια” για τη συνδρομή της οποίας απαιτείται όχι ελπίδα αλλά πίστη περί μη επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος. Η ως άνω απαλλαγή αφορά όχι μόνο την περίπτωση που το ατύχημα προκλήθηκε από ενέργεια ή παράλειψη του εργοδότη ή του παθόντος, αλλά και όταν αυτό προκλήθηκε από ενέργεια ή παράλειψη των προσώπων που προστήθηκαν από τον εργοδότη, τα οποία επίσης καλύπτονται από την απαλλαγή, ενώ καλύπτεται και η περίπτωση της ειδικής αμέλειας, που αφορά, κατά τα προεκτεθέντα, την παράβαση ειδικών διατάξεων για τους όρους ασφάλειας των εργαζομένων.
Σε όλες όμως τις περιπτώσεις ο παθών από εργατικό ατύχημα, ασφαλισμένος ή όχι στο ΙΚΑ, και αναλόγως τα μέλη της οικογένειάς του, διατηρούν κατά του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων τις αξιώσεις τους για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, εφόσον το ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα τους, που συνιστά εν προκειμένω και η αμέλεια ως προς την τήρηση των προβλεπομένων από γενικές ή ειδικές διατάξεις όρων ασφάλειας των εργαζομένων και όχι μόνον η ως άνω ειδική αμέλεια, αφού η αξίωση χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης τους κατά τα άρθρ. 299 και 932 ΑΚ είναι διαφορετικής φύσης και δεν καλύπτεται από την απαλλαγή τους από κάθε υποχρέωση για αποζημίωση ή από την ειδική αποζημίωση κατά το ν. 551/1915, που αφορούν αξιώσεις καθαρά περιουσιακού χαρακτήρα.
Δικαιώματα εργαζόμενου σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος ή επαγγελματικής ασθένειας.
Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, οι παροχές του εργαζόμενου σε περίπτωση ατυχήματος διαφέρουν ανάλογα με το εάν είναι ασφαλισμένος στο ΙΚΑ ή όχι.
Έτσι ο εργαζόμενος δικαιούται:
Ιατροφαρμακευτική και Νοσοκομειακή περίθαλψη
Εάν ο εργαζόμενος δεν είναι ασφαλισμένος στο ΙΚΑ, τα έξοδα ιατροφαρμακευτικής και νοσοκομειακής περίθαλψης υποχρεώνεται να τα πληρώσει ο εργοδότης. Εάν ο εργαζόμενος είναι ασφαλισμένος στο ΙΚΑ, ο εργοδότης απαλλάσσεται από τα έξοδα αυτά και ο εργαζόμενος καλύπτεται από το ΙΚΑ για τις παροχές αυτές.
Εφάπαξ αποζημίωση οταν δεν είναι ασφαλισμένος στο ΙΚΑ
Οι μη ασφαλισμένοι στο ΙΚΑ δικαιούνται εφάπαξ αποζημίωση από τον εργοδότη, η οποία κυμαίνεται,ανάλογα με τον βαθμό ανικανότητας για εργασία (πλήρης διαρκής ανικανότητα, μερική διαρκής, πλήρης πρόσκαιρη, μερική πρόσκαιρη, θάνατος). Σήμερα πλέον περισσότερο εφαρμόζονται οι διατάξεις για αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης. Οι παραπάνω αξιώσεις παραγράφονται μετά από παρέλευση 3 ετών από το ατύχημα.
- Αποζημίωση για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη
Όλοι οι εργαζόμενοι ανεξάρτητα αν είναι ασφαλισμένοι ή όχι στο ΙΚΑ, εφόσον υποστούν εργατικό ατύχημα που οφείλεται σε δόλο ή αμέλεια του εργοδότη ή των προσώπων του ή αν υπάρχει παράβαση των διατάξεων για τους όρους υγιεινής και ασφάλειας, δικαιούνται χρηματική αποζημίωση για ηθική βλάβη. Σε περίπτωση θανάτου η αποζημίωση επιδικάζεται στα μέλη της οικογένειας (ψυχική οδύνη). Το ποσό της αποζημίωσης εξαρτάται από το βαθμό της βλάβης και ρυθμίζεται από το δικαστήριο.
Οι αξιώσεις αυτές παραγράφονται 5 χρόνια μετά το ατύχημα.
Ο εργοδότης επίσης υποχρεούται στην περίπτωση αυτή να καταβάλει στο ΙΚΑ κάθε δαπάνη από τη χορήγηση ασφαλιστικών παροχών στον παθόντα ασφαλισμένο.
- Αποδοχές – Επίδομα ασθενείας
Ο εργαζόμενος δικαιούται επίσης κατά το διάστημα της ανικανότητας επίδομα ασθενείας από το ΙΚΑ και το υπόλοιπο του μισθού του από τον εργοδότη για διάστημα 15 ημερών, εάν έχει υπηρεσία μικρότερη του έτους ή 1 μηνός για υπηρεσία πάνω από έτος.
Εργατικό ατύχημα
α) Έννοια εργατικού ατυχήματος
Με βάση τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 8, παρ. 4 και 34, παρ. 1 του
Α.Ν.1846/1951, συνάγεται ότι ως εργατικό ατύχημα θεωρείται παν ζημιογόνο για
την υγεία του ασφαλισμένου βίαιο συμβάν, το οποίο επήλθε κατά την εκτέλεση της
εργασίας ή εξ αφορμής αυτής ή σε επαγγελματική ασθένεια και το οποίο τελεί σε
“αιτιώδη – άμεσο ή έμμεσο – σύνδεσμο προς αυτή”.
Συνεπώς, για να θεωρηθεί ως εργατικό ένα ατύχημα που προκαλείται σε μισθωτό,
πρέπει το βίαιο συμβάν (το οποίο προκάλεσε το ατύχημα στο μισθωτό) να έχει
λάβει χώρα κατά την εκτέλεση της εργασίας του. Επιπροσθέτως, το βίαιο συμβάν
πρέπει να συνδέεται τοπικά και χρονικά με την παροχή της εργασίας, δηλαδή, για
να θεωρηθεί ως εργατικό ένα ατύχημα, πρέπει το ατύχημα αυτό να συντελεσθεί,
αφενός μεν, στον εργασιακό χώρο (στο χώρο που παρέχει εν γνώσει του εργοδότη ο μισθωτός την εργασία του), αφετέρου δε, κατά το χρόνο (το ωράριο) της
απασχόλησής του.
Επίσης, ως εργατικό ατύχημα μπορεί να νοηθεί και το βίαιο συμβάν το οποίο, αν
και δεν έχει συντελεσθεί στο χώρο εργασίας του μισθωτού ή κατά το ωράριο
απασχόλησής του, εν τούτοις προκλήθηκε εξ αφορμής της παροχής εργασίας.
Τούτο σημαίνει ότι εκείνο το ατύχημα το οποίο συνέβη εξ αφορμής της εργασίας
και το οποίο δεν είχε ευθεία και άμεση σύνδεση με αυτή καθ’ αυτή την εκτέλεση
της εργασίας εκ μέρους του μισθωτού, θεωρείται ως εργατικό ατύχημα, από τη
στιγμή που η εργασία κρίνεται πως ήταν η αφορμή που ο ασφαλισμένος μισθωτός
εκτέθηκε σε κίνδυνο και υπέστη τελικά το ατύχημα. Εργατικό ατύχημα θεωρείται το
ατύχημα που δεν είναι μεν άμεση συνέπεια της παρεχόμενης εργασίας, αλλά
συνδέεται με αυτή σε σχέση αιτίου και αποτελέσματος, για το λόγο ότι εξαιτίας
της εργασίας δημιουργήθηκαν οι ιδιαίτερες εκείνες αναγκαίες συνθήκες για την
επέλευση του ατυχήματος (Α.Π.299/1977 και 530/1978).
Εξ όσων συνάγονται από τα ανωτέρω, ως εργατικό ατύχημα μπορεί να νοηθεί και το ατύχημα που προκαλείται σε ασφαλισμένο μισθωτό κατά τη διάρκεια της διαδρομής που ακολουθεί από την κατοικία του προς τον τόπο εργασίας του ή και αντίστροφα, με οποιοδήποτε μεταφορικό μέσο κοινής χρήσης, με τη χρησιμοποίηση όμως του συνήθους δρομολογίου, αρκεί να υπάρχει στον ασφαλισμένο η πρόθεση να μεταβεί στην εργασία του ή να επιστρέψει απ’ αυτή και να μην διασπάται ο απαιτούμενος με την εργασία αιτιώδης σύνδεσμος του βίαιου συμβάντος, όπως π.χ. όταν ο ενδιαφερόμενος παρεκκλίνει από τη συνήθη διαδρομή του ή προβαίνει σε ενέργεια ξένη προς τη μετάβαση ή επιστροφή (Πρωτοδικείο Αθηνών: 4388/1979).
Επίσης, ως εργατικό χαρακτηρίζεται το ατύχημα το οποίο οφείλεται σε αιφνίδιο
και βίαιο εξωτερικό συμβάν, το οποίο δεν συνδέεται με την κατάσταση της υγείας
του παθόντος ασφαλισμένου. Για παράδειγμα, το καρδιακό επεισόδιο που υπέστη μισθωτός και το οποίο προκλήθηκε υπό καθεστώς εξαντλητικής και ανθυγιεινής απασχόλησης αυτού, συνιστά εργατικό ατύχημα. Αντίθετα, το ίδιο συμβάν (το καρδιακό επεισόδιο) δεν εκλαμβάνεται ως εργατικό ατύχημα, από τη στιγμή που οι συνθήκες απασχόλησης του μισθωτού κρίθηκαν κανονικές και δεν συνετέλεσαν έμμεσα ή άμεσα σ’ αυτό. Οι παροχές που χορηγούνται από το ΙΚΑ στην περίπτωση ασθένειας καταβάλλονται, όπως είναι φυσικό, στο δικαιούχο ασφαλισμένο και στην περίπτωση του εργατικού ατυχήματος. Το επίδομα ασθένειας, στις περιπτώσεις αυτές, καταβάλλεται από την ημέρα αναγγελίας του εργατικού ατυχήματος στο ΙΚΑ, χωρίς προς τούτο να απαιτείται τριήμερη διάρκεια αναμονής, με την προϋπόθεση ότι η ανικανότητα προς εργασία ου ασφαλισμένου που υπέστη εργατικό ατύχημα διαρκεί για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών (3) ημερών.
Στην περίπτωση που η ανικανότητα προς εργασία λόγω εργατικού ατυχήματος του
ασφαλισμένου έχει χρονική διάρκεια μέχρι και τρεις (3) ημέρες, τότε
υπολογίζεται όπως και στην απλή ασθένεια το τριήμερο αναμονής.
Οι παροχές του ΙΚΑ, στην περίπτωση του εργατικού ατυχήματος, χορηγούνται στο
δικαιούχο ασφαλισμένο, ανεξάρτητα με το χρόνο απασχόλησης και ασφάλισής του.
Δεν απαιτείται, δηλαδή, η πραγματοποίηση εκ μέρους του ενός ορισμένου αριθμού
ημερών απασχόλησης, όπως στην περίπτωση της απλής ασθένειας που απαιτείται
10ήμερη παροχή πραγματικής εργασίας.
Ο εργοδότης οφείλει να καταβάλει στον ασφαλισμένο που υπέστη εργατικό ατύχημα τις αποδοχές των ημερών ασθένειας που δικαιούται, όπως και για την απλή ασθένεια, ήτοι τις αποδοχές μέχρι συμπληρώσεως του μισού (1/2) μισθού [ή των δέκα τριών (13) ημερομισθίων] ή του ενός (1) μισθού [ή των είκοσι έξι (26) ημερομισθίων], ανάλογα με το εάν έχει χρόνο προϋπηρεσίας μικρότερο ή μεγαλύτερο του ενός (1) έτους, αντίστοιχα, στον εργοδότη που τον απασχολεί. Επίσης, ο εργοδότης οφείλει να καταβάλει αποζημίωση στο μισθωτό που υπέστη εργατικό ατύχημα, από τη στιγμή που κάτι τέτοιο καθορισθεί με απόφαση των Δικαστηρίων.
Το εργατικό ατύχημα πρέπει να δηλωθεί στο ΙΚΑ μέσα σε πέντε (5) ημέρες από την
ημέρα του ατυχήματος και τούτο για να μπορέσει ο παθών μισθωτός να εισπράξει τις παροχές που προβλέπονται από το Ιδρυμα. Στην προθεσμία αυτή αναγγελίας του ατυχήματος [των πέντε (5) ημερών] στο ΙΚΑ δεν υπολογίζεται η ημέρα που έγινε το ατύχημα. Το ΙΚΑ, τονίζεται ότι, δέχεται και εκπρόθεσμη δήλωση ατυχήματος, αν πεισθεί ότι υπάρχουν σοβαροί λόγοι, ανεξάρτητοι από τη θέληση των δηλούντων που προκάλεσαν την καθυστέρηση αναγγελίας. Στις περιπτώσεις αυτές, η προθεσμία παρατείνεται μέχρι εξήντα (60) ημέρες. Επίσης, σε περίπτωση ατυχήματος που προκάλεσε απόλυτη αναπηρία, η προθεσμία παρατείνεται μέχρι ένα (1) χρόνο και σε περίπτωση θανατηφόρου ατυχήματος μέχρι δύο (2) χρόνια (Σ.Ε. 188/1983, Τμήμα Α’, 732/1983, Τμήμα Α’). Επιπροσθέτως, τονίζεται ότι η αναγγελία του εργατικού ατυχήματος γίνεται στο πλησιέστερο Υποκατάστημα του ΙΚΑ και, αν αυτό είναι αδύνατο, στην πλησιέστερη Αστυνομική Αρχή, η οποία διαβιβάζει την αναγγελία στο ΙΚΑ. Η αναγγελία του εργατικού ατυχήματος πρέπει να περιλαμβάνει, εκτός των άλλων,
τα αναλυτικά στοιχεία τόσο του εργοδότη, όσο και του παθόντος μισθωτού
(ονοματεπώνυμο, διεύθυνση κ.λπ.), καθώς και λεπτομέρειες για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες συνέβη το ατύχημα.
Στην περίπτωση που, λόγω εργατικού ατυχήματος, επέλθει αναπηρία ή θάνατος του ασφαλισμένου, τότε το ΙΚΑ χορηγεί σύνταξη λόγω αναπηρίας στον ασφαλισμένο ή σύνταξη λόγω θανάτου στα προστατευόμενα μέλη της οικογένειάς του, αντίστοιχα.
β) Αναγγελία εργατικού ατυχήματος
Σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος, η εταιρία η οποία απασχολεί τον παθόντα
μισθωτό οφείλει να συντάξει δελτίο αναγγελίας ατυχήματος, στο οποίο να αναφέρει
τα στοιχεία της εταιρίας αναλυτικά, καθώς επίσης και τα στοιχεία του παθόντος
(ονοματεπώνυμο, ειδικότητα, τόπο κατοικίας κ.λπ.).
Επίσης, στο δελτίο αυτό πρέπει να αναγράφονται πόσες ώρες και ημέρες έμεινε
εκτός υπηρεσίας ο παθών, καθώς και σύντομο ιστορικό (περιγραφή του ατυχήματος
και πρέπει να επισυνάπτεται, αν υπάρχει, ιατρική γνωμάτευση). Το δελτίο αυτό
αναγγελίας ατυχήματος πρέπει να κατατίθεται στο Κέντρο Πρόληψης Επαγγελματικού Κινδύνου (ΚΕΠΕΚ).
Υπάρχει, επίσης, υποχρέωση να δηλωθεί το ατύχημα στο οικείο Υποκατάστημα του
ΙΚΑ της περιοχής της επιχείρησης. Συγκεκριμένα, πρέπει να υποβληθεί δήλωση
ατυχήματος στο Τμήμα Παροχών του Υποκαταστήματος, στο οποίο πρέπει να
προσκομισθούν και τα βιβλιάρια ενσήμων των τελευταίων ετών του παθόντος.
Τέλος, η επιχείρηση έχει την υποχρέωση να δηλώσει το ατύχημα και στο οικείο
Αστυνομικό Τμήμα της επιχείρησης.
γ) Εργατικό ατύχημα και έκταση απαλλαγής του εργοδότη από την υποχρέωση
αποζημίωσης
Από τις διατάξεις των άρθρων 34, παρ. 2 και 60, παρ. 3 του Α.Ν.1846/1951 “περί
Κοινωνικών Ασφαλίσεων”, συνδυαζόμενες και με τις διατάξεις του άρθρου 16, παρ.
1 και 3 του Ν.551/1914, όπως κωδικοποιήθηκε με το Β.Δ.`24-7`/25.8.1920, προκύπτει ότι, όταν ο παθών από ατύχημα, που προκλήθηκε εξαιτίας βίαιου συμβάντος κατά την εκτέλεση της εργασίας ή με αφορμή την εργασία (εργατικό ατύχημα), υπάγεται στην ασφάλιση του ΙΚΑ, τότε ο εργοδότης απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση για αποζημίωση του εργαζόμενου, δηλαδή απαλλάσσεται τόσο από την ευθύνη για αποζημίωσή του, σύμφωνα με τις διατάξεις του κοινού δικαίου (Α.Κ.), όσο και από την προβλεπόμενη από το Ν.551/1914 ειδική αποζημίωση.
Μόνο αν το ατύχημα οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή προσώπου που έχει προστηθεί από αυτόν, ο τελευταίος έχει την υποχρέωση να καταβάλει στον παθόντα εργαζόμενο την από το άρθρο 34, παρ. 2 του Α.Ν.1846/1951 προβλεπόμενη διαφορά μεταξύ του ποσού της αποζημίωσης που οφείλεται, σύμφωνα με το κοινό δίκαιο και του συνολικού ποσού των παροχών που χορηγεί στον εργαζόμενο το ΙΚΑ λόγω του ατυχήματος.
Από τις ίδιες διατάξεις συνάγεται ότι η παραπάνω απαλλαγή αφορά όχι μόνο την
περίπτωση που το ατύχημα προκλήθηκε από ενέργεια ή παράλειψη του εργοδότη, αλλά και την περίπτωση που προκλήθηκε από ενέργεια ή παράλειψη προσώπου που έχει προστηθεί από τον εργοδότη. Η απαλλαγή αυτή καλύπτει και την περίπτωση της “ειδικής αμέλειας”, δηλαδή την περίπτωση κατά την οποία το ατύχημα οφείλεται στο ότι δεν τηρήθηκαν διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών σχετικών μετους όρους ασφαλείας των εργαζομένων. Η αυτή απαλλαγή ισχύει και για το πρόσωπο που προστήθηκε από τον εργοδότη. Ετσι, ο εργαζόμενος που είναι ασφαλισμένος στο ΙΚΑ και υπέστη ατύχημα (που δεν οφείλεται σε δόλο), δικαιούται μόνο τις παροχές που χορηγούνται από το ΙΚΑ.
Η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 929 του Α.Κ., κατά την οποία η υποχρέωση προς
αποζημίωση υφίσταται και έναντι τρίτου, ο οποίος δικαιούται να απαιτήσει την
παροχή υπηρεσιών από τον παθόντα, καθιερώνει σύμφωνα με το προϊσχύσαν
οικογενειακό δίκαιο εξαιρετικά αξίωση αποζημίωσης του εμμέσως ζημιουμένου
συζύγου από τη στέρηση των υπηρεσιών της παθούσας συζύγου, γιατί η παλαιά
διάταξη του άρθρου 1389 του Α.Κ. περιέχει σαφώς υποχρέωση της συζύγου να
παρέχει υπηρεσίες στο σύζυγο στα πλαίσια του νοικοκυριού. Με τη μεταρρύθμιση,
όμως, του οικογενειακού δικαίου, που έγινε με το Ν.1329/1983, η διάταξη αυτή
αντικαταστάθηκε με άλλη.
Με τη νέα διάταξη δεν καθιερώνεται πλέον αυτοτελής υποχρέωση της συζύγου έναντι του συζύγου της για παροχή σ’ αυτόν υπηρεσιών, αλλά καθιερώνεται, στα πλαίσια της συνταγματικά κατοχυρωμένης ισονομίας των δύο συζύγων, αμοιβαία υποχρέωσή τους για συνεισφορά του καθενός, ανάλογα με τις δυνάμεις του, για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας. Ετσι, με το νέο οικογενειακό δίκαιο, ο σύζυγος δεν έχει δικαίωμα να απαιτήσει από τη σύζυγο την παροχή υπηρεσιών και, επομένως, δεν έχει αξίωση και κατά του ζημιώσαντος για τη στέρηση των υπηρεσιών αυτών. Φορέας της αξίωσης αυτής είναι μόνο η σύζυγος (και όχι ο αντανακλαστικά θιγόμενος σύζυγος) και αυτή μόνο μπορεί να ζητήσει αποζημίωση από το ζημιώσαντα, για το λόγο ότι, από τη σωματική βλάβη που τελέσθηκε εις βάρος της, δεν μπορεί η ίδια να συνεισφέρει στις οικογενειακές
της ανάγκες με την προσωπική της εργασία και βρέθηκε στην ανάγκη να προσλάβει
οικιακή βοηθό για την αναπλήρωση του κενού (Εφετείο Θεσσαλονίκης: 1396/1993).
Έννοια
Top of Form
Bottom of Form
- Εγκ. 45/2010 (ΦΕΚ –/24/6.2010) Εργατικό Ατύχημα, (άρθρα 8 παρ. 4 & 34 παρ. 1 του Α.Ν. 1846/51)
- Εγκ. 22/2004 (ΦΕΚ –/2/3.2004) Εργατικό ατύχημα, (άρθρο 34 Α.Ν. 1846/51)
- Π.Δ. 15/2000 (ΦΕΚ 12/Α`/1.2.2000) Έννοια, όργανα και διαδικασία διερεύνησης ατυχημάτων που προκαλούνται από πλωτά μέσα της Ελληνικής Αστυνομίας και του Πυροσβεστικού Σώματος
- Π.Δ. 288/1999 (ΦΕΚ 246/Α`/15.11.1999) Έννοια ατυχημάτων που προκαλούνται από πλωτά μέσα του Λιμενικού Σώματος, όργανα και διαδικασία διερεύνησης αυτών
- Ν.Δ. 1104/1972 (ΦΕΚ 11/Α`/24.1.1972) Περί θεμάτων τινών ασφαλίσεως και εκπαιδεύσεως των επαγγελματικώς καταρτιζομένων
- Ν. 4504/1966 (ΦΕΚ 57/Α`/14.3.1966) Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεων τινών της εργατικής νομοθεσίας και περί ετέρων τινών διατάξεων
- Α.Ν. 1846/1951 (ΦΕΚ 179/Α`/1.8.1951) Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων
- Ν. 6234/1934 (ΦΕΚ 265/Α`/14.8.1934) Περί τροποποιήσεως κλπ διατάξεων τινών του από 24 Ιουλίου 1920 Β.Δ. «περί κωδικοποιήσεως των νόμων περί ευθύνης προς αποζημίωση των εξ ατυχημάτων παθόντων εργατών ή υπαλλήλων
- Ν. 5241/1931 (ΦΕΚ 267/Α`/11.8.1931) Περί αυθεντικής ερμηνείας του άρθρου 1 παρ. 2 του νόμου 4705 «περί τροποποιήσεως του Β.Δ. «περί κωδικοποιήσεως των νόμων περί ευθύνης προς αποζημίωση των εξ ατυχήματος εν τη εργασία παθόντων εργατών ή υπαλλήλων κλπ
- Ν. 4705/1930 (ΦΕΚ 160/Α`/14.5.1930) Περί τροποποιήσεως του Β.Δ. «περί κωδικοποιήσεως των νόμων περί ευθύνης προς αποζημίωση των εξ ατυχήματος εν τη εργασία παθόντων εργατών ή υπαλλήλων, ως και του νόμου ΒΩΜΑ περί ταμείου μεταλλευτών και των τροποποιησάντων αυτόν μεταγενέστερων νόμων και διαταγμάτων»
Αναγγελία εργατικού ατυχήματος
Bottom of Form
- Ν. 3850/2010 (ΦΕΚ 84/Α`/2.6.2010) Κύρωση του κώδικα νόμων για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων
- Εγκ. 45/2010 (ΦΕΚ –/24/6.2010) Εργατικό Ατύχημα, (άρθρα 8 παρ. 4 & 34 παρ. 1 του Α.Ν. 1846/51)
- Εγκ. 22/2004 (ΦΕΚ –/2/3.2004) Εργατικό ατύχημα, (άρθρο 34 Α.Ν. 1846/51)
- Υ.Α. Φ. 40021/13021/892/2003 (ΦΕΚ 839/Β`/26.6.2003) Τροποποίηση του άρθρου 21 του Κανονισμού Ασφαλιστικής Αρμοδιότητας του ΙΚΑ
- Π.Δ. 159/1999 (ΦΕΚ 157/Α`/3.8.1999) Τροποποίηση του π.δ 17/96 «μέτρα για την βελτίωση της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία σε συμμόρφωση με τις οδηγίες 89/391/ΕΟΚ και 91/383/ΕΟΚ (11/Α)» και του π.δ 70α/88 «προστασία των εργαζομένων που εκτίθενται σε αμίαντο κατά την εργασία (31/Α)» όπως αυτό τροποποιήθηκε με το π.δ 175/97 (150/Α)
- Υ.Α. Φ.34α/169/1998 (ΦΕΚ 579/Β`/11.6.1998) Διαδικασία αναγγελίας και διαπίστωσης εργατικού ατυχήματος για τους ασφαλισμένους στον κλάδο κύριας Ασφάλισης Αγροτών του ΟΓΑ
- Π.Δ. 17/1996 (ΦΕΚ 11/Α`/18.1.1996) Mέτρα για την βελτίωση της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία σε συμμόρφωση με τις οδηγίες 89/391/EOK και 91/383/EOK
- Υ.Α. Φ. 21/21/2712/1986 (ΦΕΚ 744/Β`/31.10.1986) Τροποποίηση του άρθρου 21 του Κανονισμού Ασφαλιστικής Αρμοδιότητας
- Ν. 1568/1985 (ΦΕΚ 177/Α`/18.10.1985) Υγιεινή και ασφάλεια των εργαζομένων
- Β.Δ. 473/1961 (ΦΕΚ 119/Α`/26.7.1961) Περί εισφοράς επαγγελματικού κινδύνου
Εισφορές – Αποζημιώσεις
Bottom of Form
- Ν. 4512/2018 (ΦΕΚ 5/Α`/17.1.2018) Ρυθμίσεις για την εφαρμογή των Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων του Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής και άλλες διατάξεις
- Ν. 4488/2017 (ΦΕΚ 137/Α`/13.9.2017) Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις Δημοσίου και λοιπές ασφαλιστικές διατάξεις, ενίσχυση της προστασίας των εργαζομένων, δικαιώματα ατόμων με αναπηρίες και άλλες διατάξεις
- Εγκ. Φ. 80000/οικ.44869/1858/2017 (ΦΕΚ –/6/10.2017) Γνωστοποίηση διατάξεων του άρθρου 8 του ν.4488/2017 (137/Α)
- Ν. 4387/2016 (ΦΕΚ 85/Α`/12.5.2016) Ενιαίο Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλειας − Μεταρρύθμιση ασφαλιστικού − συνταξιοδοτικού συστήματος − Ρυθμίσεις φορολογίας εισοδήματος και τυχερών παιγνίων και άλλες διατάξεις
- Υ.Α. 12406/1998 (ΦΕΚ 884/Β`/19.8.1998) Αναπροσαρμογή κατωτάτων και ανωτάτων ορίων αποζημίωσης από εργατικά ατυχήματα
- Υ.Α. 5986/Γ-146/1998 (ΦΕΚ 437/Β`/8.5.1998) Έγκριση και προκήρυξη διενέργειας της έρευνας των εργατικών ατυχημάτων
- Εγγρ. 1970/1998 (ΦΕΚ –/30/9.1998) Άδειες και εργατικό ατύχημα εργαζομένων
- Υ.Α. Φ21/2361/1993 (ΦΕΚ 819/Β`/7.10.1993) Κανονισμός εκτίμησης βαθμού αναπηρίας
- Π.Δ. 97/1982 (ΦΕΚ 14/Α`/11.2.1982) Σχετικά με τη χορήγηση επιδόματος εξ εργατικού ατυχήματος σε ασφαλισμένους του ΤΕΒΕ
- Υ.Α. 416/1759/1979 (ΦΕΚ 132/Β`/12.2.1979) Περί αντικατάστασης του άρθρου 40 του κανονισμού ασθενείας του ΙΚΑ