Το αποτέλεσμα είναι η διαμόρφωση των προϋποθέσεων για την ανάπτυξη έντονου προβληματισμού σε σχέση με την ηθική διάσταση των επιλογών, που γίνονται στο πολιτικό επίπεδο.
Η ηθική δεν έχει μεταφυσική αναφορά, αλλά είναι προσανατολισμένη στην λογική και αναφέρεται στην υπεύθυνη δραστηριοποίηση, που υπηρετεί την ανθρώπινη οντότητα, το κοινωνικό συμφέρον και την βιωσιμότητα του πλανήτη, άρα το αξιακό της περιεχόμενο είναι προϊόν διαλόγου, μέσω του οποίου συγκροτείται η διυποκειμενικότητα και η γενικευμένη ισχύ.
Μόνο που ο διάλογος, ο οποίος αναπτύσσεται, κινείται στο επίπεδο των φορέων της γνώσης, χωρίς να επεκτείνεται στο κοινωνικό σώμα και στο πολιτικό σύστημα, το οποίο στις αποφάσεις του κυριαρχείται από την λογική του συστημικού πραγματισμού.
Η κοινωνική συμμετοχή σε αυτό τον διάλογο είναι ανέφικτη με τα σημερινά δεδομένα της μαζοποίησης των κοινωνιών, στο πλαίσιο της οποίας τα άτομα παθητικοποιούνται, ενώ αναιρείται η ατομική βούληση και εύκολα χειραγωγούνται από επικοινωνιακούς μηχανισμούς διοχέτευσης μηνυμάτων, τα οποία αποσκοπούν στην εξυπηρέτηση «συμφερόντων», από πολιτικών έως οικονομικών.
Ενισχυτικά λειτουργεί και η πολυπλοκότητα της σύγχρονης πραγματικότητας, η οποία δυσκολεύει πολύ την ανάλυση και κατανόηση της από τον απλό πολίτη. Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ένα μεγάλο τμήμα του πολιτικού προσωπικού, το οποίο στο επίπεδο της πολιτικής επικοινωνίας στηρίζει τον λόγο, που εκφέρει, στην γενίκευση, στην εξιδανίκευση και στην ιδεοληψία με στόχο την καλλιέργεια φαντασιώσεων για το μέλλον.
Ιδιαιτέρως στην Ελλάδα η ηθική διάσταση των επιλογών, που γίνονται στο πλαίσιο των νέων δεδομένων, που δημιουργεί στην πραγματικότητα η εξέλιξη της επιστημονικής γνώσης και των τεχνολογικών της εφαρμογών, δεν γίνεται αντικείμενο συστηματικού διαλόγου.
Ο χρόνος εξελίσσεται πολύ αργά και τα προϊόντα της δυναμικής, που αναπτύσσεται γενικότερα, θα ενταχθούν αργότερα στην ελληνική πραγματικότητα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η αξιοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης στον τομέα της παραγωγής αυτόνομων οχημάτων (χωρίς οδηγό).
Στο Massachusetts Institute of Technology (ΜΙΤ) ήδη από το 2016 πραγματοποιείται εμπειρική έρευνα, στην οποία έχουν συμμετάσχει περίπου 40.000 άτομα και απαντούν σε ερωτήματα σχετικά με την ηθική διάσταση της αξιοποίησης της τεχνητής νοημοσύνης στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας.
Τα ερωτήματα έχουν διλημματικό χαρακτήρα. Για παράδειγμα, τι είναι καλύτερο να γίνει, όταν χαλάσουν τα φρένα κατά την διάρκεια της κίνησης ενός αυτόνομου οχήματος; Να προσκρούσει σε ένα τοίχο και να χάσουν την ζωή τους όλοι οι επιβαίνοντες ή να σκοτώσει τρεις μαθητές, που μόλις περνούν στην διάβαση;
Οι ερωτώμενοι καλούνται να απαντήσουν στην ηθική διάσταση των δύο εκδοχών, οι οποίες είναι αρνητικές. Η απάντηση δε οριοθετείται από την λογική του «μη χείρον βέλτιστο».
Αν σε αυτή την περίπτωση τίθενται ερωτήματα, υπάρχουν και άλλες, που οι επιλογές είναι δεδομένες και η ηθική δεν ενδιαφέρει ούτε κατ’ ελάχιστο. Δύο παραδείγματα είναι πολύ χαρακτηριστικά. Το ένα αφορά στα Drohnen, τα οποία ως αυτόνομα πολεμικά ρομπότ προορίζονται και ήδη χρησιμοποιούνται για την καταστροφή αντίπαλων υποδομών και εξοπλισμού και την αφαίρεση της ζωής των στρατιωτών.
Το δεύτερο αναφέρεται στην κατασκευή ρομπότ στρατιωτών, τα οποία χωρίς το ανθρώπινο συναίσθημα και το ένστικτο της επιβίωσης θα σκοτώνουν αντιπάλους μέχρι να καταστραφούν, χωρίς να έχουν ηθικές αναστολές.
Αν για τα προϊόντα της τεχνολογικής εξέλιξης υπάρχει το περιθώριο της ανάπτυξης προβληματισμού στο επιστημονικό πεδίο για την ηθική διάσταση της αξιοποίησης τους, στο πολιτικό επίπεδο κυριαρχεί η λογική του συστημικού πραγματισμού.
Σε σχέση με την αξιοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης στους διάφορους τομείς δραστηριοποίησης ενδιαφέρει κατά κύριο λόγο η απόδοση της για την επίτευξη των στόχων, που τίθενται (π.χ. μείωση του κόστους εργασίας με την χρήση αυτόνομων οχημάτων, επίτευξη των στρατιωτικών στόχων σε περιπτώσεις συγκρούσεων κ.λ.π.).
Η ηθική διάσταση δεν συνυπολογίζεται, όταν λαμβάνονται αποφάσεις.
Εξάλλου έχει ήδη αρχίσει να κυριαρχεί αυτή η οπτική και στο κοινωνικό σώμα, το οποίο όσο προχωρούμε προς το μέλλον, θα μαζοποιείται όλο και περισσότερο με την αξιοποίηση της ψηφιακής τεχνολογίας και την αξιακή καθοδήγηση των μαζών με τα πρότυπα, που διοχετεύονται στο πλαίσιο της κοινωνίας του θεάματος και του καταναλωτισμού.
Ενισχυτικά προς αυτή την κατεύθυνση λειτουργεί και η δυναμική, που αναπτύσσεται και καταγράφεται από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, για την δημιουργία «μεγαπόλεων» στο κοντινό μέλλον. Το 2050 το 68% του παγκόσμιου πληθυσμού θα ζει σε «μεγαπόλεις. Το 2030 θα υπάρχουν 43 πόλεις με πάνω από 10.000.000 κατοίκους. Τώρα η μεγαλύτερη πόλη είναι το Τόκυο στην Ιαπωνία με 37.000.000 κατοίκους.
Είναι δε σχήμα οξύμωρο, να επισημαίνεται από τον John Wilmoth, προϊστάμενο της Διεύθυνσης Πληθυσμού του Ο.Η.Ε., ότι «θα υπάρχει καλύτερη ιατρική κάλυψη και πρόσβαση στην εκπαίδευση». Αρκεί να ληφθεί υπόψη η υπερβολική ρύπανση στις μεγαλουπόλεις, όπως είναι το Πεκίνο στην Κίνα και θα συνειδητοποιηθεί, ότι πολύ πιο σημαντικό και απαραίτητο είναι να υπάρχουν συνθήκες, οι οποίες εγγυώνται την ανθρώπινη υγεία χωρίς την προσφυγή στην ιατρική αντιμετώπιση των επιπτώσεων του τρόπου ζωής σε «μεγαπόλεις» σαν το Πεκίνο.
Σε σχέση με την πρόσβαση στην εκπαίδευση πρέπει να επισημανθεί, ότι αυτό κατά κύριο λόγο εξαρτάται από την ποιότητα της οικονομικής δραστηριότητας και των θέσεων εργασίας.
Η έλλειψη ηθικής διάστασης στις πολιτικές επιλογές και στην στάση των κοινωνιών διαπιστώνεται και σε δύο άλλα παραδείγματα, τα οποία δείχνουν, πόσο οδυνηρές επιπτώσεις έχει η απουσία της.
Σύμφωνα με έκθεση της Unicef 400.000 παιδιά στο Κονγκό υποφέρουν από υποσιτισμό και απειλείται η ζωή τους. Η παγκόσμια κοινότητα εκφράζει την οδύνη της, αλλά δεν προβαίνει στις αναγκαίες δράσεις για την αντιμετώπιση αυτής της ανθρωπιστικής κρίσης. Η ηθική της «ολοκληρώνεται» με την έκφραση της οδύνης.
Είναι δε σίγουρο, ότι στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής θα δυσκολέψουν σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό οι συνθήκες ζωής σε ορισμένες περιοχές του πλανήτη (μείωση καλλιεργήσιμων επιφανειών, ακραία καιρικά φαινόμενα κ.λ.π.), με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ζωή των ανθρώπων.
Η έκφραση «οδύνης» δεν λύνει τα προβλήματα. Απλά «θωπεύει την συνείδηση» αυτού, που επωφελείται ή επωφελήθηκε στο παρελθόν από την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων αυτών των προβληματικών περιοχών.
Το δεύτερο παράδειγμα σχετίζεται με τις μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών και την αντιμετώπιση αυτού του φαινομένου τόσο στο πολιτικό όσο και στο κοινωνικό πεδίο στις χώρες υποδοχής. Στο πολιτικό η διαχείριση του εξαντλείται από το ένα μέρος στον καθορισμό ορίων στον αριθμό αυτών, που γίνονται δεκτοί στις χώρες υποδοχής και από το άλλο στην λήψη μέτρων για τον περιορισμό της εισόδου προσφύγων και μεταναστών είτε με το κλείσιμο των συνόρων είτε με απελάσεις. Στην καλύτερη περίπτωση παρέχεται «αναπτυξιακή βοήθεια», η οποία ουσιαστικά επιστρέφει με διάφορους τρόπους στον αποστολέα (π.χ. κερδοφόρες επενδύσεις από τις οποίες πλουτίζουν οι επενδυτές εξάγοντας τα κέρδη σε φορολογικούς παραδείσους).
Στο κοινωνικό πεδίο η αντίδραση από ένα σημείο και μετά μετατρέπεται σε ρατσισμό και εσωστρέφεια.
Βασική αιτία για αυτά τα αρνητικά φαινόμενα στο κοινωνικό πεδίο και την κυριαρχία του συστημικού πραγματισμού στην άσκηση πολιτικής είναι ο περιορισμός της πραγματικότητας στα επιμέρους κοινωνικά συστήματα, στην λειτουργικότητα τους στον οργανωτικό τομέα και στην οικονομική τους απόδοση (π.χ. σύστημα υγείας, σύστημα ασφάλισης, εργασία, επιχειρείν κ.λ.π.), χωρίς να συνδέονται λειτουργικά μεταξύ τους ως σύνολο στο πλαίσιο μιας γενικότερης ισορροπίας με σημείο αναφοράς τις βασικές ανθρώπινες ανάγκες.
Γι’ αυτό και ο βαθμός διακινδύνευσης σε πλανητικό επίπεδο ακολουθεί ανοδική πορεία. Ο συστημικός πραγματισμός στο χώρο της πολιτικής δεν έχει οντολογικές προεκτάσεις με την έννοια της νομιμοποίησης του με βάση τις αρχές της ύπαρξης και συγκρότησης του ανθρώπινου όντος και την μελέτη της φύσης και της ουσίας όλων των όντων πάνω στον πλανήτη, που μας φιλοξενεί.
Η λογική της δεοντολογίας του συστημικού πραγματισμού, δηλαδή ενός συστήματος ηθικής, για το οποίο ηθικές πράξεις είναι αυτές, που πραγματώνουν το «καθήκον» ανεξάρτητα από τις πιθανές συνέπειες στην βιωσιμότητα όλων των όντων και την κοινωνική δικαιοσύνη, δεν εμφορείται από αξίες και αρχές, οι οποίες εκφράζουν το ατομικό και το κοινωνικό συμφέρον.