ΑΠΟΦΑΣΗ
Erdinç Kurt κ.α. κατά Τουρκίας (αριθμ. προσφ. 50772/11) 06-06-2017
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ιατρική Πραγματογνωμοσύνη. Μη επαρκές πόρισμα πραγματογνωμόνων για ιατρική αμέλεια ιατρών χειρουργών. Απόρριψη αιτήματος διενέργειας δεύτερης Πραγματογνωμοσύνης που να απαντά σε όλα τα προκύψαντα ιατρικά θέματα. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι οι προσφεύγοντες δεν είχαν λάβει επαρκή δικαστική απάντηση, η οποία να ικανοποιούσε και συνεπώς υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8 της Σύμβασης. (δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής και ιδιωτικής ζωής).
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες, ο κ. Erdinç Kurt, η κ. Nursen Kurt και η κόρη τους, Duru Kurt, είναι Τούρκοι υπήκοοι οι οποίοι γεννήθηκαν το 1974, το 1975 και το 2003 αντίστοιχα και ζουν στην Άγκυρα.
Το 2004 η Duru άρχισε να λαμβάνει θεραπεία για καρδιακά προβλήματα στο νοσοκομείο για παιδιά Sami Ulus. Οι γιατροί αποφάσισαν να την εγχειρήσουν και ο πατέρας της υπέγραψε ένα έγγραφο συγκατάθεσης στο οποίο αναφέρονταν οι πιθανοί κίνδυνοι. Μετά από απόφαση του ιατρικού συμβουλίου του νοσοκομείου, πραγματοποιήθηκε και δεύτερη εγχείρηση και ο πατέρας του κοριτσιού υπέγραψε ξανά το ίδιο έγγραφο. Στις 11 Ιουλίου 2007 το ιατρικό συμβούλιο του νοσοκομείου Dışkapı στην Άγκυρα διέγνωσε το παιδί με σοβαρή και ανίατη καθυστερημένη ψυχοκινητική ανάπτυξη, η οποία προκλήθηκε από υποξική-ισχαιμική εγκεφαλοπάθεια και αξιολόγησε το ποσοστό της αναπηρίας του παιδιού σε ποσοστό 92%. Οι γονείς της υπέβαλαν καταγγελία εναντίον των χειρουργών.
Η αναφορά η οποία εκδόθηκε μετά από εσωτερική έρευνα που διεξήχθη κατόπιν αιτήματος του Διοικητή ανέφερε ότι το παιδί υπέφερε από μια πολύ σοβαρή συγγενή καρδιοπάθεια και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ιατρική ομάδα δεν είχε ενεργήσει αμελώς. Τον Σεπτέμβριο του 2008 το γραφείο του εισαγγελέα διέκοψε τη διαδικασία. Τον Μάιο του 2008, οι προσφεύγοντες άσκησαν αγωγή κατά των ιατρών ενώπιον του Πρωτοδικείου της Άγκυρας. Το δικαστήριο όρισε μια ομάδα πραγματογνωμόνων, η οποία υπέβαλε το πόρισμά της τον Ιούλιο του 2009. Σύμφωνα με αυτό, το παιδί υπέφερε από μια πολύ σοβαρή και σπάνια συγγενή καρδιοπάθεια γνωστή ως το Σύνδρομο Bland-White-Garland. Οι γονείς είχαν υπογράψει ένα έντυπο συγκατάθεσης πριν από τις δύο εγχειρήσεις, και το πόρισμα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι γιατροί δεν είχαν διαπράξει κανένα ιατρικό ή χειρουργικό λάθος. Οι προσφεύγοντες το αμφισβήτησαν, το οποίο έκριναν ανεπαρκές. Το Πρωτοδικείο απέρριψε το αίτημά τους για έκδοση δεύτερου ιατρικού πορίσματος ειδικών πραγματογνωμόνων. Οι προσφεύγοντες υπέβαλαν έφεση και αναίρεση, που απορρίφθηκαν.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η καταγγελία αφορούσε την ικανότητα του δικαστικού συστήματος να εξακριβώσει κατά πόσο το ιατρικό προσωπικό είχε συμμορφωθεί με τις επαγγελματικές του υποχρεώσεις και να επιβάλλει κυρώσεις για τυχόν παραβιάσεις που διαπράχθηκαν. Σημείωσε ότι το εγχώριο δικαστικό σύστημα παρείχε στους προσφεύγοντες δύο ένδικα μέσα, ένα αστικό και ένα ποινικό. Το Δικαστήριο έστρεψε την προσοχή του στις αστικές διαδικασίες, δεδομένου ότι η δικονομική υποχρέωση που απορρέει από το άρθρο 2 της Σύμβασης δεν υποχρέωνε αναγκαστικά το κράτος να κινεί ποινικές διώξεις σε περιπτώσεις ιατρικής αμέλειας. Το πόρισμα των πραγματογνωμόνων διαπίστωσε ότι οι γιατροί δεν έφεραν καμία ευθύνη. Οι προσφεύγοντες αμφισβήτησαν τη σχετικότητα και την επάρκεια του εν λόγω Πορίσματος και ζήτησαν δεύτερη εξέταση από αυτούς ήταν εάν, εξαιρώντας τους κινδύνους που συνεπάγονται από μια εγχείρηση, οι γιατροί είχαν συμβάλλει στη ζημία η οποία προκλήθηκε.
Μόνο όταν διαπιστώθηκε ότι οι γιατροί είχαν πραγματοποιήσει την εγχείρηση σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τους κινδύνους που συνεπάγονται από μια τέτοια εγχείρηση, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι οι ζημίες που προκλήθηκαν ήταν απρόβλεπτη συνέπεια της θεραπείας. Εάν ήταν διαφορετικό, οι χειρουργοί δεν θα ήταν ποτέ υπόλογοι για τις ενέργειές τους, καθώς οποιαδήποτε χειρουργική παρέμβαση εμπεριείχε κάποιο βαθμό κινδύνου. Το πόρισμα δεν αναφέρθηκε καν στον θέμα, καθώς δεν είχε εξετάσει εάν και σε ποια έκταση οι εν λόγω γιατροί είχαν ενεργήσει σύμφωνα με τα σύγχρονα ιατρικά πρότυπα πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την εγχείρηση. Για παράδειγμα, δεν ανέφερε ποιες ήταν οι συγκεκριμένες διαδικασίες που εκτελούνται από τους γιατρούς κατά τη διάρκεια της επέμβασης και κατά τη διάρκεια της μετεγχειρητικής φάσης παρακολούθησης, όταν η νευρολογική βλάβη είχε προφανώς εμφανιστεί, ούτε είχε αξιολογήσει αυτές τις διαδικασίες στο πλαίσιο των σχετικών κανόνων και πρωτοκόλλων. Παρ όλο που το εν λόγω Πόρισμα τελικά κατέληγε στο συμπέρασμα ότι οι γιατροί δεν είχαν ενεργήσει εξ αμελείας, δεν είχε καταστήσει σαφές ποια συγκεκριμένα στοιχεία, εκτός από τα στοιχεία της βιβλιογραφίας που υποδεικνύουν την ύπαρξη κινδύνων, είχαν αποτελέσει τη βάση για αυτό το συμπέρασμα, το οποίο έπρεπε να αντιμετωπιστεί ως επιβεβαίωση παρά ως απόδειξη. Επομένως, το Πόρισμα είχε δώσει ανεπαρκείς εξηγήσεις σχετικά με το θέμα στο οποίο έπρεπε να παράσχει τεχνική γνώση.
Ενώ τα πορίσματα μιας έκθεσης πραγματογνωμοσύνης δεν ήταν δεσμευτικά για τα δικαστήρια, μπορούσαν παρ’ όλα αυτά να ασκήσουν αποφασιστική επιρροή στην εκτίμηση του τελευταίου, στο μέτρο που αφορά ένα τεχνικό πεδίο εκτός των δικαστηρίων. Ερχόμενο αντιμέτωπο με τις ανεπαρκείς εξηγήσεις που παρέχει το Πόρισμα καθώς και τις διαμαρτυρίες των προσφευγόντων, το Πρωτοδικείο της Άγκυρας δεν έκρινε αναγκαίο να ικανοποιήσει το αίτημα των προσφευγόντων για την διενέργεια δεύτερου Πορίσματος εμπειρογνωμόνων, θεωρώντας ότι το πρώτο ήταν επαρκές. Το ίδιο έκαναν και τα ανώτερα Δικαστήρια.
Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι προσφεύγοντες δεν είχαν λάβει επαρκή δικαστική απάντηση, η οποία ικανοποίησε τις απαιτήσεις της προστασίας του δικαιώματος της Duru Kurt αναφορικά με τη σωματική της ακεραιότητα. Συνεπώς, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8 της Σύμβασης.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η Τουρκία όφειλε να καταβάλει στους προσφεύγοντες 7.500 ευρώ για ηθική βλάβη και 1.023 ευρώ για δικαστικά έξοδα και δαπάνες.