O περί Ποινικής Δικονομίας (Τροποποιητικός) Νόμος 110 (I) του 2018 τροποποιεί τον περί Ποινικής Δικονομίας Νόμο (βασικός νόμος).
Ειδικότερα ο βασικός νόμος τροποποιείται με την προσθήκη, αμέσως μετά το άρθρο 3 αυτού, των ακόλουθων νέων άρθρων 3Α, 3Β, και 3Γ:
Τεκμήριο αθωότητας. 3Α.
(1) Οποιοδήποτε πρόσωπο είναι ύποπτο ή κατηγορούμενο για τέλεση αξιόποινης πράξης, θεωρείται αθώο μέχρις ότου αποδειχτεί ένοχο σύμφωνα με νόμο.
(2) Οι διατάξεις του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται σε φυσικό πρόσωπο κατά την ποινική διαδικασία, από τη στιγμή κατά την οποία αυτό είναι ύποπτο ή κατηγορούμενο για τέλεση αξιόποινης πράξης, μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας που συνίσταται στην έκδοση τελικής δικαστικής απόφασης. Δημόσιες δηλώσεις δημόσιας αρχής.
Δημόσιες δηλώσεις δημόσιας αρχής. 3Β.
(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), μέχρι την έκδοση τελικής απόφασης για την ενοχή ύποπτου ή κατηγορούμενου προσώπου, δεν επιτρέπεται σε δημόσια δήλωση δημόσιας αρχής και σε δικαστική απόφαση, με εξαίρεση τις τελικές δικαστικές αποφάσεις περί της ενοχής, το ύποπτο ή κατηγορούμενο πρόσωπο να αναφέρεται ως ένοχο.
(2) Οι διατάξεις του εδαφίου (1) – (α) Δεν επηρεάζουν τη συνταγματική εξουσία του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας να κινεί, να διεξάγει, να επιλαμβάνεται και να συνεχίζει ή να διακόπτει οποιαδήποτε διαδικασία ή να διατάσσει δίωξη εναντίον οποιουδήποτε προσώπου στη Δημοκρατία για οποιοδήποτε αδίκημα, (β) δεν επηρεάζουν τις προκαταρκτικές ή/και ενδιάμεσες αποφάσεις που λαμβάνονται από δικαστικές ή/και αστυνομικές αρχές και βασίζονται σε υπόνοιες, ενδείξεις και/ή ενοχοποιητικά στοιχεία και δεν εμποδίζουν τις δημόσιες αρχές να προβαίνουν σε δημόσια μετάδοση πληροφοριών σχετικά με την ποινική διαδικασία, όταν αυτό είναι απολύτως απαραίτητο για λόγους σχετικούς με την ποινική έρευνα ή το δημόσιο συμφέρον.
(3) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου- «δημόσια αρχή» σημαίνει οποιαδήποτε από τα ακόλουθα πρόσωπα, αρχές ή δικαστήρια:
(α) Αστυνομικές αρχές και πρόσωπα που διεξάγουν ανακρίσεις·
(β) δικαστήριο που ασκεί ποινική δικαιοδοσία· και
(γ) οποιοδήποτε κρατικό αξιωματούχο·
«αξιωματούχος» σημαίνει πρόσωπο το οποίο αναλαμβάνει ή ανέλαβε οποιοδήποτε λειτούργημα, αξίωμα ή θέση·
«δημόσια δήλωση δημόσιας αρχής» σημαίνει οποιαδήποτε δημόσια δήλωση που αναφέρεται σε ύποπτο ή κατηγορούμενο πρόσωπο ως ένοχο και η οποία προέρχεται από δημόσια αρχή ως ορίζεται στο παρόν άρθρο·
«λειτούργημα ή αξίωμα ή θέση» σημαίνει οποιοδήποτε λειτούργημα ή αξίωμα ή θέση για τα οποία ο μισθός ή η αντιμισθία ή η αποζημίωση ή η χορηγία καταβάλλεται από τη Δημοκρατία ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή οργανισμό δημοσίου δικαίου, και περιλαμβάνει-
(α) τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας,
(β) το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας,
(γ) το Βοηθό Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας,
(δ) τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου,
(ε) δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου,
(στ) το Γενικό Ελεγκτή,
(ζ) το Βοηθό Γενικού Ελεγκτή,
(η) το Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου,
(θ) το Γενικό Λογιστή,
(ι) το Βοηθό Γενικού Λογιστή,
(ια) Υπουργό,
(ιβ) Υφυπουργό,
(ιγ) τον Κυβερνητικό Εκπρόσωπο,
(ιδ) πρόσωπο που εργάζεται με σύμβαση εργοδότησης για αγορά υπηρεσιών σε κυβερνητική υπηρεσία,
(ιε) πρόσωπο που κατέχει θέση Επιτρόπου ή Εφόρου ή Προέδρου ή Μέλους Αρχής ή άλλου Σώματος ή άλλου αξιωματούχου και του οποίου το λειτούργημα ή αξίωμα ή θέση προβλέπεται ή καθιδρύεται δυνάμει του Συντάγματος ή οποιουδήποτε νόμου της Δημοκρατίας.
Δικαίωμα σιωπής και δικαίωμα μη αυτοενοχοποίησης. 3Γ.
(1) Ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα σιωπής σε ότι αφορά την αξιόποινη πράξη για την οποία είναι ύποπτος ή διώκεται.
(2)(α) Ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης.
(β) Το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης συνίσταται στη μη υποχρέωση του υπόπτου ή κατηγορουμένου να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία ή έγγραφα ή να παράσχει πληροφορίες που μπορεί να οδηγήσουν στην αυτοενοχοποίησή του, όταν αυτός καλείται να προβεί σε δήλωση ή να απαντήσει σε ερωτήσεις.
(γ) Η άσκηση του δικαιώματος της μη αυτοενοχοποίησης δεν εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές από τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων τα οποία μπορούν να ληφθούν νόμιμα από τον ύποπτο ή κατηγορούμενο μέσω άσκησης εξουσιών νόμιμου καταναγκασμού και τα οποία υφίστανται ανεξάρτητα από τη βούληση του υπόπτου ή κατηγορουμένου.
(3) Η άσκηση από τον ύποπτο ή κατηγορούμενο του δικαιώματος σιωπής ή/και της μη αυτοενοχοποίησης δεν χρησιμοποιείται εναντίον του ούτε θεωρείται από μόνη της απόδειξη ότι ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος έχει διαπράξει την αξιόποινη πράξη:
Νοείται ότι οι διατάξεις του παρόντος εδαφίου δεν επηρεάζουν τις διατάξεις του περί Αποδείξεως Νόμου αναφορικά με την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων από τα δικαστήρια.