Το Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου απέρριψε σήμερα την αγωγή που καταχώρησε το ζεύγος Θωμά και Ελένη Καούλλα πρόσφυγες από την κατεχόμενη Αμμόχωστο, για παραβίαση του δικαιώματος σε διάγνωση αστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων σε εύλογο χρόνο στη βάση του σχετικής νομοθεσίας.
Σύμφωνα με την ομόφωνη απόφαση του τριμελούς Εφετείου, οι ενάγοντες είχαν αρχικά καταχωρήσει ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας – Αμμοχώστου αγωγή με κύριο ισχυρισμό ότι η Κυπριακή Δημοκρατία ουδέποτε προσπάθησε να διαμοιράσει το δημόσιο βάρος από την τουρκική εισβολή του 1974 και την κατοχή στο σύνολο των πολιτών, εκτοπισθέντων και μη.
Οι ενάγοντες, όπως αναφέρεται, είχαν ισχυρισθεί, επίσης, ότι η Δημοκρατία είχε υποχρέωση να τους αποζημιώσει τουλάχιστον για τα απολεσθέντα εισοδήματα τους ένεκα της εισβολής και της κατοχής. Η Δημοκρατία, σύμφωνα με τον ισχυρισμό τους, όχι μόνο δεν συνεισέφερε προς αυτή την κατεύθυνση αλλά αντίθετα επέτεινε τη διαφορά με την επιβολή φορολογιών και τελών για δραστηριότητες τους στις ελεύθερες περιοχές.
Ενόψει των πιο πάνω, σημειώνεται στην απόφαση, αξίωναν ειδικές, γενικές και τιμωρητικές αποζημιώσεις.
Σύμφωνα με το Ανώτατο, το Επαρχιακό Δικαστήριο απέρριψε με απόφαση του στις 5.1.2012 την αγωγή τους με το βασικό σκεπτικό ότι οι ενάγοντες δεν είχαν, σε οποιονδήποτε στάδιο, υποβάλει προσφυγές δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος για να ακυρώσουν τις φορολογίες.
Οι ενάγοντες προχώρησαν με καταχώρηση πολιτικής έφεσης εναντίον της πιο πάνω απόφασης στις 7.2.2012 η οποία ορίστηκε για ακρόαση στις 18.1.2017, ημερομηνία κατά την οποία οι ενάγοντες-εφεσείοντες ζήτησαν άδεια να αποσύρουν την έφεση. Η άδεια τους δόθηκε και η έφεση απορρίφθηκε,προστίθεται στην απόφαση.
Κατά την απόσυρση της έφεσης, συνεχίζει το Ανώτατο, επιφύλαξαν το δικαίωμα τους να εγείρουν αγωγή δυνάμει του Περί Αποτελεσματικών θεραπειών για παραβίαση του δικαιώματος σε διάγνωση αστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων σε εύλογο χρόνο Νόμου του 2010. Κάτι που γίνεται δια της καταχώρησης της παρούσης αγωγής στις 25.9.2017, αναφέρει η απόφαση.
Όπως αναφέρει το Εφετείο, “το θέμα που έχει εγερθεί προδικαστικά και ζητήσαμε όπως οι συνήγοροι υποβάλουν προς τούτο γραπτές αγορεύσεις αφορούσε ακριβώς το ερώτημα κατά πόσον μετά την απόσυρση και απόρριψη της ως άνω έφεσης στοιχειοθετείται αγώγιμο δικαίωμα των εναγόντων βάσει του ως άνω Νόμου και ειδικότερα δυνάμει των άρθρων 4 και 5 αφού για να γεννηθεί τέτοιο δικαίωμα πρέπει η υπόθεση να ‘περατώθηκε με τελεσίδικη απόφαση’”.
Το Ανώτατο αποφάνθηκε ότι η απόσυρση της έφεσης και η απόρριψη της “δεν μπορεί να σημαίνει τελεσίδικη απόφαση με την οποία εκρίθη είτε θετικά είτε αρνητικά οποιονδήποτε αστικό δικαίωμα ή υποχρέωση των εναγόντων, αφού η απόσυρση επιφέρει το πέρας της διαδικασίας χωρίς διάγνωση”.
Για το λόγο αυτό, συνεχίζει, “οι ενάγοντες δεν έχουν αποδείξει κανένα αγώγιμο δικαίωμα και η αγωγή πρέπει να απορριφθεί”.
Αναφέρει επίσης ότι το “γεγονός ότι οι ενάγοντες δια των δικηγόρων τους στις 18.1.2017 ‘επιφύλαξαν’ το δικαίωμα προσφυγής τους ως άνω, δεν μπορεί να έχει σημασία. Η επιφύλαξη δεν δημιουργεί δικαιώματα εκεί που δεν υφίστανται”.
Αναφορικά με το ζήτημα που ήγειρε η πλευρά των εναγόντων για τη δικαιοδοσία και την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να εκδικάσει την παρούσα αγωγή και το αμερόληπτο των Δικαστηρίων, το Εφετείο σημειώνει ότι “το θέμα ετέθη γενικά και με τρόπο αντινομικό με την ίδια την προστασία που οι ενάγοντες ζητούσαν από το Δικαστήριο, στο οποίο οι ίδιοι επέλεξαν να προσφύγουν, επικαλούμενοι την αρμοδιότητα και δικαιοδοσία του βάσει του Νόμου”.
“Ενόψει της κατάληξης μας αλλά και θεσμικά όπως τέθηκαν τα θέματα, δεν παρέχεται πεδίο εξέτασης τους” καταλήγει η απόφαση του Ανωτάτου.
Σε δηλώσεις του στο ΚΥΠΕ μετά το πέρας της διαδικασίας, ο Θωμάς Καούλλας, 72 ετών, ανέφερε ότι εδώ και 44 χρόνια παραβιάζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα των εκτοπισθέντων και προσβάλλεται η αξιοπρέπεια τους με το να σηκώνουν από μόνοι τους τα βάρη του πολέμου “ενώ οι υπόλοιποι της νότιας Κύπρου”, όπως υποστήριξε, “να θησαυρίζουν εις βάρος μας”.
“Ντρέπομαι και εκφράζω την οργή και αγανάκτηση μου για τη στάση της πολιτείας διαχρονικά”, είπε και πρόσθεσε ότι η νομοθετική εξουσία “είχε ηθική υποχρέωση να νομοθετήσει κανονισμούς τουλάχιστον για τα απολεσθέντα εισοδήματα των περιουσιών μας στα κατεχόμενα εδάφη μας και να απαμβλύνουν το πρόβλημα των εκτοπισθέντων μέχρι να λυθεί το Κυπριακό”.
“Όφειλαν και είχαν ηθική υποχρέωση να φορολογήσουν την υπεραξία των νοτίων όπως έγινε και στη Γερμανία τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο που αποκατέστησαν 3,5 εκατομμύρια Γερμανούς που έχασαν την περιουσία τους”, είπε και πρόσθεσε ότι η υπομονή των προσφύγων έχει εξαντληθεί.
“Χάσαμε δύο μάχες, μια στο πρωτόδικο και μια στο Ανώτατο για έντεκα χρόνια. Το δίκαιο δεν λειτουργεί. Δεν χάσαμε όμως τον πόλεμο. Η τελική μάχη θα δοθεί στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και πιστεύω ακράδαντα ότι θα δικαιωθούμε”, ανέφερε.
“Αισθάνομαι μεγάλη ντροπή για το σάπιο κράτος της κυπριακής πολιτείας που δεν εφαρμόζει διαχρονικά τα ανθρώπινα δικαιώματα των πολιτών και δέχεται την αδικία εις βάρος των εκτοπισθέντων. Θέλω πίσω την αξιοπρέπεια μου για τα παιδιά και τα εγγόνια μου. Θα διεκδικήσω τα ανθρώπινα δικαιώματα μου μέχρι το τέλος της ζωής μου”, κατέληξε.