Τα φωτιστικά μέσα της βυζαντινής περιόδου θα βρεθούν στο επίκεντρο εισήγησης- θεματικής ξενάγησης, που προετοιμάζεται στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού στη Θεσσαλονίκη.
Η εισήγηση- ξενάγηση θα πραγματοποιηθεί στις 2 Αυγούστου και την προετοιμάζει ο αρχαιολόγος- μουσειολόγος Ιωάννης Μότσιανος, ενώ εντάσσεται στο πλαίσιο σειράς δράσεων με γενικό τίτλο «Εν νυκτί», που καθιέρωσε από την περασμένη χρονιά το υπουργείο Πολιτισμού.
Ελαιόλαδο και μελισσοκέρι: το… «σκληρό νόμισμα» της εποχής
Οι Βυζαντινοί εξακολούθησαν να μετέρχονται τις μεθόδους αφής της φωτιάς που χρησιμοποιούνταν και στην αρχαιότητα: 1) με κρούση, 2) με τριβή και 3) με κοίλους γυάλινους φακούς ή κάτοπτρα. «Άλλωστε, με τη μορφή που τα γνωρίζουμε σήμερα, τα σπίρτα δεν υπήρχαν πριν το 1827 και ο αναπτήρας δεν ήταν σε χρήση πριν τις αρχές του 20ού αιώνα», λεει στο AΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Μότσιανος.
Σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει σήμερα που ζούμε στην εποχή του ηλεκτρισμού, στη βυζαντινή και μεταβυζαντινή περίοδο, όπως άλλωστε και έως τα τέλη του 19ου αι., ο τεχνητός φωτισμός ταυτιζόταν με τη φωτιά. Και ως καύσιμη ύλη για τη συντήρηση των φωτιστικών στα βυζαντινά χρόνια χρησιμοποιήθηκαν α) στερεά καύσιμα, όπως το ξύλο και οι φυτικοί βλαστοί, το ζωικό λίπος και το μελισσόκερο και β) ρευστά καύσιμα όπως το κατράμι, η πίσσα και άλλες ρητίνες, ορυκτά ρευστά καύσιμα και φυτικά ρευστά καύσιμα που χρησιμοποιήθηκαν για φωτιστικά ελαίου. Από την πρώιμη βυζαντινή περίοδο τα καύσιμα που χρησιμοποιήθηκαν για να φωτίσουν τους τόπους λατρείας ήταν αποκλειστικά το ελαιόλαδο και το μελισσόκερο. Πίσω από τις θρησκευτικές διατάξεις υποκρύπτονται επιλογές πρακτικού χαρακτήρα. Σαφώς έπρεπε να αποφεύγουν να καπνίσουν και να μαυρίσουν τα κτήρια με τη χρήση καυσίμων κακής ποιότητας με δυσάρεστες μυρωδιές, όπως αυτές των ρητινών ή των ζωικών λιπών, ενώ, από την άλλη, φωτιστικά που ανέδιδαν έντονο και ενοχλητικό καπνό και αντίστοιχη οσμή σίγουρα θα απέτρεπαν τους πιστούς από τη μακρόχρονη παραμονή στους ναούς. Έτσι, πολύ γρήγορα, ήδη από τον 4ο αι. μ.Χ. το ελαιόλαδο και το μελλισόκερο που προορίζονταν για την παραγωγή φωτός έπρεπε να διατίθενται σε… βολική αξία. Στην προσπάθεια αυτή μάλιστα φαίνεται ότι επιστρατεύτηκαν και παλιότεροι μύθοι και συμβολισμοί. Έτσι, θεωρήθηκε ότι το έλαιον συμβολίζει «την ειρήνην και την ευσπλαχνία του Θεού (τὸν τοῦ Θεοῦ ἔλεον)» και όπως το κερί παράγεται από τις μέλισσες, που είναι παρθένοι, έτσι και από την Παρθένο Μαρία προήλθε ο Χριστός, το Φως το Αληθινό, «τὸ φωτίζον καὶ ἁγιάζον πάντα ἄνθρωπον, ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον».
Εδώ, βρίσκεται και η «λογική απάντηση» στο έκτοτε «λογικό» ερώτημα: Γιατί στη διάρκεια των νηστειών επιτρέπεται η κατανάλωση ελαιών και όχι ελαιολάδου;
«Η αποχή από το ελαιόλαδο κατά τις χριστιανικές νηστείες είχε προφανώς και οικονομική σημασία, αφού ο καρπός της ελιάς και το μεταποιημένο προϊόν (ελαιόλαδο) διαφέρουν πολύ ως προς το κόστος παραγωγής τους και η συνήθεια της αποχής από το ελαιόλαδο φαίνεται ότι αποδεικνυόταν πολύ πρακτική. Η ποσότητα του ελαιόλαδου που περίσσευε μπορούσε να προσφερθεί στις εκκλησίες για να φωτιστούν με ιδιαίτερο τρόπο κατά τη διάρκεια των εορτών (που έπονται των μεγάλων νηστειών)» λεει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Μότσιανος. Είναι προφανές, λοιπόν, ότι ο φωτισμός γινόταν ανταγωνιστής της πλούσιας σε λίπη διατροφής, καθώς «ἡ τοῦ ἐλαίου τροφή» δεν προοριζόταν μόνο για «τὸ λυχνιαῖον πῦρ» και για άλλα φωτιστικά μέσα όπως οι καντήλες, αλλά αφορούσε και τη δίαιτα των ανθρώπων. Τα έλαια που χρησιμοποιούνταν ως καύσιμο για τα φωτιστικά μέσα ήταν κατά κανόνα βρώσιμα. Έτσι, λοιπόν, η ανεπάρκεια των φυτικών ελαίων και ζωικών λιπών επηρέαζε τόσο τη διατροφή όσο και τον φωτισμό. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι όσοι δεν διέθεταν λάδι για το λυχνάρι τους ονομάζονταν «ἂλυχνοι», χαρακτηρισμός έσχατης ένδειας.
Καθώς στον εκκλησιαστικό βίο κυριάρχησαν ως καύσιμη ύλη για τον φωτισμό το ελαιόλαδο και το μελισσόκερο, στην πορεία του χρόνου ήταν σαφής η προσπάθεια των εκκλησιών και των μονών να εξασφαλίσουν εκκλησιαστικούς ελαιώνες και μελισσουργεία, αλλά και ελαιοτριβεία και κηροπλαστεία, προκειμένου να εξασφαλίζουν τα απαραίτητα για τον φωτισμό τους καύσιμα, περιορίζοντας παράλληλα το κόστος τους, ενώ στην περίπτωση των αγιορείτικων μονών οι φωτιστικές ανάγκες ήταν αυτές που τις ώθησαν στην καλλιέργεια και οργάνωση ιδιόκτητων ελαιώνων και μελισσουργείων. Η δε συνήθεια της προσφοράς κεριών, η οποία επιβεβαιώνεται από πολλές αναφορές στις γραπτές βυζαντινές πηγές, συνεχίζεται στη χριστιανική εκκλησία αδιάλειπτα έως τις μέρες μας…