Μόνο σε περίπτωση που ο θάνατος επήλθε μετά τη συμπλήρωση του 55ου έτους της ηλικίας του επιζώντος συζύγου, η σύνταξη θα χορηγείται χωρίς χρονικό περιορισμό.
Περικοπές που φτάνουν ακόμη και το 66% της ήδη καταβαλλόμενης σύνταξης θα επιφέρει ο νέος υπολογισμός των συντάξεων θανάτου ή χηρείας. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν στο συνέδριο της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Προσωπικού Οργανισμών Κοινωνικής Πολιτικής (ΠΟΠΟΚΠ), ο εν ισχύι νόμος Κατρούγκαλου εισήγαγε και ηλικιακά κριτήρια για τη χορήγηση σύνταξης θανάτου.
Αν ο δικαιούχος δεν έχει συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας του κατά τον χρόνο θανάτου, τότε λαμβάνει τη σύνταξη του θανόντος συζύγου μόνον για μία τριετία και μετά επαναχορηγείται με τη συμπλήρωση του 67ου έτους. Ο νόμος εξαιρεί τις περιπτώσεις όπου πάρχουν ανήλικα τέκνα είτε ο ίδιος ο επιζών σύζυγος είναι ανίκανος για την άσκηση κάθε βιοποριστικής εργασίας κατά ποσοστό 67% και άνω. Σε αυτήν την περίπτωση η σύνταξη εξακολουθεί να καταβάλλεται. Τα ποσοστά προσαρμόζονται σε 50% για τον επιζώντα σύζυγο και 25% για το κάθε παιδί.
Πώς υπολογίζεται
Για τον επιζώντα σύζυγο ποσοστό 50% της σύνταξης. Εάν ο γάμος έλαβε χώρα μετά την απονομή της σύνταξης γήρατος του θανόντος, αυτή περιορίζεται ως ακολούθως:
Αν η διαφορά ηλικίας μεταξύ του αποβιώσαντος και του συζύγου του, αφαιρουμένου του διαστήματος του γάμου τους, είναι μεγαλύτερη από δέκα έτη, η σύνταξη του επιζώντος συζύγου υφίσταται, για κάθε πλήρες έτος διαφοράς, μείωση που καθορίζεται σε:
1% για τα έτη από το 10ο έως και το 20ό έτος
2% για τα έτη από το 21ο έως και το 25ο έτος
3% για τα έτη από το 26ο έως και το 30ό έτος
4% για τα έτη από το 31ο έως και το 35ο έτος
5% για τα έτη από το 36ο και άνω