Μη εξυπηρετούμενα δάνεια, ύψους 50,8 δισ. ευρώ, έχουν ρυθμίσει και διευθετήσει οριστικά οι τράπεζες, ωστόσο πολύ μικρό φαίνεται πως είναι το ποσό που τελικώς θα ανακτήσουν. Αυτό συνάγεται από τη μελέτη δεδομένων που παραθέτει η ΤτΕ στην Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική 2017 – 2018 που δημοσιεύτηκε χθες.
Καταρχάς, η ΤτΕ επισημαίνει ότι είναι ανησυχητικά υψηλό το ποσοστό των δανείων που σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά τη ρύθμιση, εμφανίζουν και πάλι καθυστέρηση στην εξυπηρέτησή τους.
Όπως διαπιστώνει η ΤτΕ, σε μεγάλο μέρος των ρυθμίσεων βραχυπρόθεσμου αλλά και μακροπρόθεσμου τύπου, η εκ νέου καθυστέρηση εμφανίζεται μόλις ένα τρίμηνο μετά την εφαρμογή της ρύθμισης.
Σημειώνεται, ωστόσο, ότι οι πιο πρόσφατες ρυθμίσεις εμφανίζουν καλύτερα αποτελέσματα σε σύγκριση με εκείνες των προηγούμενων ετών, λόγω απόκτησης εμπειρίας από την πλευρά των τραπεζών, αλλά και καλύτερης εξειδίκευσης στην προσφορά των κατάλληλων προϊόντων ρύθμισης.
Παράλληλα, έχει βελτιωθεί σημαντικά ο χειρισμός περιπτώσεων μεγάλων επιχειρήσεων με μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα σε περισσότερες από μία τράπεζες. Οι τράπεζες, μέσω κοινής ομάδας χειρισμού τέτοιων περιπτώσεων (NPL forum), χειρίστηκαν το 2017 περίπου 100 υποθέσεις που αντιστοιχούν σε συνολική δανειακή έκθεση περίπου 8 δισ. ευρώ, για τις μισές εκ των οποίων έχουν ήδη συμφωνήσει στην εφαρμογή κοινής αντιμετώπισης.
H ΤτΕ αξιολογεί ως θετικό το γεγονός ότι, για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, οι τράπεζες συνεχίζουν να προτιμούν κατά πρώτο λόγο λύσεις ρυθμίσεων μακροπρόθεσμου χαρακτήρα έναντι εκείνων βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα. Ωστόσο, δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι στην πλειονότητα των περιπτώσεων επιλέγεται η λύση της επιμήκυνσης του χρόνου αποπληρωμής και σπανιότερα της μείωσης του επιτοκίου και του διαχωρισμού του υπολοίπου οφειλής (split-balance).
Τα μηνύματα, πάντως, που στέλνει η ΤτΕ για τη δυσκολία του εγχειρήματος μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, είναι κάτι παραπάνω από σαφή και προκύπτουν από τη διάρθρωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Το 30,8% αυτών αφορά δάνεια αβέβαιης είσπραξης (“unlikely to pay”), ποσοστό οριακά χαμηλότερο από το αντίστοιχο του 2017 (31%) και υψηλότερο από αυτό του 2016(27,6%). Στην πράξη, πρόκειται για δάνεια ύψους 28,5 δισ. ευρώ που θεωρείται από πολύ δύσκολο έως απίθανο να εισπραχθούν από τις τράπεζες.
Από τον όγκο των μη εξυπηρετούμενων δανείων επίσης, ένα ποσοστό της τάξεως του 46% (όσο περίπου το 2016 και το 2017) είναι δάνεια των οποίων οι δανειακές συμβάσεις έχουν ήδη καταγγελθεί από τις τράπεζες. Πρόκειται για δάνεια ύψους 42,5 δισ. ευρώ.
Και το “κερασάκι στην τούρτα”, υπάρχει ένα ποσοστό 13,7% δανείων που δεν εξυπηρετούνται διότι οι δανειολήπτες έχουν αιτηθεί νομική προστασία. Δηλαδή, άλλα περίπου 12,7 δισ. ευρώ δανείων, για τα οποία οι τράπεζες θα πρέπει να δώσουν “μάχη” με τον χρόνο και τους στρατηγικούς κακοπληρωτές ώστε να ελπίζουν σε κάποιες ανακτήσεις.
Συνολικά, τα ποσά από τις τρεις ανωτέρω κατηγορίες μη εξυπηρετούμενων δανείων ανέρχονται σε 83,7 δισ. ευρώ. Πράγμα που σημαίνει ότι υπό τις παρούσες συνθήκες, μόλις 8,7 δισ. ευρώ από το σύνολο των 92,4 δισ. ευρώ των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των τραπεζών φαίνεται να μπορούν να εισπραχθούν ομαλά μέσω παρεχόμενων ρυθμίσεων από τις τράπεζες.