Νέο “συναγερμό” για τα “κόκκινα” δάνεια θα σημάνει η ΤτΕ την ερχόμενη Δευτέρα, 2 Ιουλίου, δημοσιεύοντας την Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική.
Αυτό που κάνει την ΤτΕ να κρούει τον κώδωνα του κινδύνου είναι το γεγονός ότι το 2018 δεν παρουσιάζεται καμία σοβαρή βελτίωση έναντι των συντηρητικών αποτελεσμάτων του 2017.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του 2017, τα ανοίγματα αβέβαιης είσπραξης είχαν φτάσει σε 30,5 δισ. ευρώ, στο ίδιο σχεδόν επίπεδο με το τέλος του 2016 (!). Και η προειδοποίηση του SSM έχει να κάνει με το γεγονός ότι δεν μειώνεται ουσιαστικά η ροή εμφάνισης νέων προβληματικών δανείων.
Το ποσό αξιολογείται ως υπέρογκο, καθώς πρόκειται για το 1/3 των δανείων που βρίσκονται σε καθυστέρηση, έπειτα από τόσες παρεμβάσεις που έχουν γίνει και το οποίο απειλεί να αφήσει τις τράπεζες εκτεθειμένες έναντι των ήδη ειλημμένων προβλέψεων.
Με δεδομένο, δε, ότι η “έξοδος” από το τρίτο πρόγραμμα αφήνει το τραπεζικό σύστημα εκτός προστασίας (χρηματοδότηση τρίτου προγράμματος), αφού τα “υπόλοιπα” του δανείου που είχαν δεσμευθεί για τις τράπεζες και δεν χρησιμοποιήθηκαν “χάνονται”, οι ανάγκες σε κεφάλαια που θα προκύψουν από τη χαμηλή ανάκτηση πόρων από τα “κόκκινα” δάνεια θα πρέπει να καλυφθούν αποκλειστικά από τον ιδιωτικό τομέα… Η επισήμανση αυτή γίνεται ήδη σε όλους τους τόνους από στελέχη της διοίκησης της ΤτΕ και ενδέχεται να αποτυπωθεί στην Έκθεση του διοικητή που θα παρουσιαστεί τη Δευτέρα.
Δάνεια και ανάπτυξη
Εν όψει της εξόδου από το πρόγραμμα προσαρμογής τον Αύγουστο και μεμείζον “στοίχημα” την είσοδο της χώρας σε διατηρήσιμη ανάπτυξη, στην επιτάχυνση της μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων βρίσκεται το “κλειδί” για τη δυνατότητα των τραπεζών να χρηματοδοτήσουν την ανάκαμψη της οικονομίας. Παράλληλα, η ταχύτητα και η ποιότητα των επιδόσεων των τραπεζών στη μείωση των NPLs θα καθορίσει σε σύντομο χρονικό ορίζοντατην επάρκεια των κεφαλαίων τους, “επικυρώνοντας” τα αποτελέσματα του πρόσφατου stress test.
Μέχρι στιγμής, ωστόσο, παρά το ότι οι τράπεζες είναι συνεπείς με τους στόχους μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, η πορεία είναι αργή.Σύντομα, δε, θα γίνει ακόμα πιο δύσκολη, αφού τον Σεπτέμβριο αναμένονταινέοι, πιο φιλόδοξοι στόχοι από τον SSM, με στόχο NPEs 18%-19% μετά το 2020 και 6,5% μέχρι το 2022!
Εν όψει των νέων στόχων για τα NPEs/NPLs και διαπιστώνοντας ότι η εισπραξιμότητα δανείων δεν έχει πάει καλά από την έναρξη του 2018, η ΤτΕ αναμένεται να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου, συστήνοντας στις τράπεζεςταχύτερη αποκλιμάκωση των NPEs με χρήση όλων των διαθέσιμων εργαλείων και όχι πλέον μέσω διαγραφών.
Τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα των τραπεζών διαμορφώθηκαν στο τέλος Μαρτίου 2018 στα 92,4 δισ. ευρώ, από 101,8 δισ. ευρώ τον Ιούνιο 2017. Η μείωση έχει επιτευχθεί κυρίως μέσω διαγραφών, τακτική στην οποία, όπως έγραψε το “Κεφάλαιο”, βάζει πλέον “φρένο” ο SSM. Οι διαγραφές δανείων το 2017 ανήλθαν σε 8,1 δισ. ευρώ.
Ο προβληματισμός της ΤτΕ έγκειται, παράλληλα, στο ύψος των ανοιγμάτων αβέβαιης είσπραξης, όπως επίσης και στο σύνολο των εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων σε καθυστέρηση έως 90 ημέρες. Τα ανοίγματα αβέβαιης είσπραξης ανήλθαν το 2017 σε 30,5 δισ. ευρώ, στο ίδιο σχεδόν επίπεδο με το τέλος του 2016. Πρόκειται, δηλαδή, για το 1/3 των δανείων που βρίσκονται σε καθυστέρηση. Ο λόγος των εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τα οποία είναι σε καθυστέρηση από 1 έως 90 ημέρες προς το σύνολο των εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (πρώιμες ληξιπρόθεσμες οφειλές) ανήλθε σε 9,4% το 2017, επίπεδο οριακά χαμηλότερο από εκείνο στο τέλος του 2016 (10%).
Άλλο σημείο προβληματισμού είναι ο δείκτης αποκατάστασης της τακτικής εξυπηρέτησης δανείων (cure rate). Στο α’ τρίμηνο 2018 ο δείκτης παρέμεινε σταθερός όπως το δ’ τρίμηνο 2017 (στο 1,8%), οριακά χαμηλότερος από τον δείκτη αθέτησης (default rate), που κινείται στο 1,9%.
Και, μέσα σε όλα αυτά, στο σύνολο των χαρτοφυλακίων σε καθυστέρηση, το 13,7% των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, δηλαδή δάνεια ύψους 12,65 δισ. ευρώ, τελούν υπό καθεστώς αίτησης για υπαγωγή σε νομική προστασία.
Ανοιχτό το ενδεχόμενο παράτασης του waiver μετά τη λήξη του προγράμματος τον Αύγουστο
Τοποθέτηση Στουρνάρα για τη συμφωνία του Eurogroup
Καταθέτοντας στον πρόεδρο της Βουλής την Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική, ο διοικητής της ΤτΕ, Γ. Στουρνάρας, θα τοποθετηθεί επίσης για τη συμφωνία για το χρέος που επετεύχθη στο Eurogroup της 21ης Ιουνίου, απευθύνοντας συστάσεις για την ασφαλή πορεία της χώρας στη μετα-μνημονιακή εποχή.
Όπως αναμένεται, ο διοικητής της ΤτΕ θα τονίσει ότι, για να υπάρξει ομαλή έξοδος από το πρόγραμμα και να διασφαλιστεί ταχεία επάνοδος σε διατηρήσιμη ανάπτυξη, η Ελλάδα θα πρέπει να αυτοδεσμευτεί σε μια εθνική αναπτυξιακή πολιτική που δεν θα θέτει σε κίνδυνο τα δημοσιονομικά επιτεύγματα και θα διασφαλίζει την απρόσκοπτη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων.
Καθώς η συμφωνία για το χρέος δομήθηκε στη βάση σχετικών προτάσεων που είχε καταθέσει η ΤτΕ για την αύξηση της μεσοσταθμικής διάρκειας αποπληρωμής των τόκων των δανείων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF), χωρίς, ωστόσο, να περιλαμβάνει αίτημα από πλευράς ελληνικής κυβέρνησης για προληπτική γραμμή στήριξηςστη μετα-μνημονιακή περίοδο, το ενδιαφέρον εστιάζεται στην τοποθέτηση του διοικητή της ΤτΕ, ο οποίος είχε εμμείνει στην ανάγκη της προληπτικής πιστωτικής γραμμής.
Αν και επισήμως δεν επιβεβαιώνεται, είναι πιθανό το ενδεχόμενο να ζητηθεί από την ΕΚΤ παράταση του waiver, καθώς το πλαίσιο προληπτικής στήριξης, στο οποίο επέμενε η ΤτΕ, θα εξασφάλιζε τη διατήρηση της “παρέκκλισης” (waiver) για τα ελληνικά κρατικά ομόλογα, προκειμένου αυτά να χρησιμοποιούνται ως εξασφαλίσεις στις πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος μέχρις ότου η Ελλάδα αποκτήσει επενδυτική πιστοληπτική διαβάθμιση.
Μετά τη λήξη του προγράμματος, η οποία συνεπάγεται και το τέλος της χρηματοδοτικής στήριξης από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM), η Ελλάδα θα πρέπει να εξασφαλίσει τα απαιτούμενα κεφάλαια για την κάλυψη των χρηματοδοτικών της αναγκών, προσφεύγοντας στις διεθνείς χρηματαγορές με διατηρήσιμους όρους. Κύρια και ουσιαστική προϋπόθεση για να συμβεί αυτό είναι η εμπέδωση της εμπιστοσύνης. Παράλληλα, όμως, θα πρέπει να δημιουργηθεί ένα χρηματοδοτικό δίχτυ ασφαλείας που θα πείθει ότι η χώρα μπορεί να αντιμετωπίσει ενδεχόμενες συγκυριακές αντιξοότητες που καθιστούν το κόστος χρηματοδότησης μη ανεκτό. Μία τέτοια δικλίδα ασφαλείας είναι το προβλεπόμενο “απόθεμα ρευστότητας”, που δίνει τη δυνατότητα να αποφεύγεται η προσφυγή στις αγορές σε περιόδους αστάθειας και αυξημένου κόστους αναχρηματοδότησης.
Η ΤτΕ έχει επισημάνει ότι το buffer ρευστότητας μπορεί να δράσει υποστηρικτικά για την ελληνική οικονομία, μειώνοντας το κόστος δανεισμού, καθώς θα παρέχει ασφάλεια σχετικά με την πρόσβαση του ελληνικού Δημοσίου και των τραπεζών σε χρηματοδότηση μετά τη λήξη του προγράμματος τον Αύγουστο 2018. Ωστόσο, η συσσώρευση ταμειακών διαθεσίμων συνεπάγεται άμεσα πρόσθετο δανεισμό, ο οποίος επιβαρύνει το ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους. Αντιθέτως, η προληπτική πιστοληπτική γραμμή του ESM θα καθιστούσε αυτούς τους πόρους διαθέσιμους χωρίς να είναι απαραίτητη εκ προοιμίου η άντλησή τους.
Από την πλευρά τους, πάντως, οι τράπεζες δεν φαίνεται να ανησυχούν ιδιαίτερα για την παύση του waiver από την 21η Αυγούστου. Όπως εκτιμούν, θα μπορέσουν να καλύψουν τη χρηματοδότηση που θα χάσουν από το Ευρωσύστημα με τη μεγαλύτερη προσφυγή τους στη διατραπεζική αγορά,έστω και με υψηλότερο κόστος, το οποίο όμως κινείται κάτω του 1%. Hμεγαλύτερη πρόσβαση στη διατραπεζική αγορά για τη σύναψη repos θα καταστεί εφικτή όσο θα ενισχύεται η εμπιστοσύνη και η ανάκαμψη της οικονομίας. Επιπλέον, όπως αναφέρουν στελέχη τραπεζών, καθώς τα haircutsστη διατραπεζική αγορά είναι μικρότερα από αυτά της ΕΚΤ, με την ίδια “δεξαμενή” τίτλων, οι τράπεζες θα μπορέσουν να αντλήσουν ενδεχομένως και περισσότερη ρευστότητα μέσω repos.
Πώς βγήκαν οι άλλες χώρες από τα προγράμματα προσαρμογής
Τι έκαναν και πού βρίσκονται Ιρλανδία, Ισπανία, Πορτογαλία, Κύπρος
Από τις χώρες της Ευρωζώνης που, από το 2010, αναγκάστηκαν να προσφύγουν σε εξωτερική χρηματοδοτική στήριξη, ακολουθώντας προγράμματα οικονομικής προσαρμογής, καμία δεν έκανε χρήση κάποιου είδους προγράμματος (π.χ., προληπτική πιστωτική γραμμή) μετά τη λήξη του προγράμματος προσαρμογής.
Ιρλανδία
Το πρόγραμμα της Ιρλανδίας, της οποίας η κρίση ήταν κυρίως τραπεζική και συνδεόταν με την κατάρρευση της αγοράς ακινήτων, ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 2010 και υλοποιήθηκε με ταχύ ρυθμό (μέση διάρκεια μεταξύ των αξιολογήσεων: 3 μήνες). Η έξοδος από το πρόγραμμα έγινε τον Δεκέμβριο του 2013 και η χώρα βρίσκεται στη διαδικασία “εποπτείας μετά το πρόγραμμα”. Από το 2014 έως και το 2017 συμπλήρωσε ήδη με επιτυχία 7 αξιολογήσεις στο πλαίσιο της μετα-προγραμματικής εποπτείας, η οποία θα διαρκέσει έως το 2031, οπότε η χώρα αναμένεται να έχει αποπληρώσει το 75% του χρέους της προς τον ESM.
Η Ιρλανδία εξήλθε από το πρόγραμμα με θετικό ρυθμό οικονομικής ανόδου, αλλά με δημοσιονομικό έλλειμμα, πρωτογενές και συνολικό, εντούτοις ηταχεία αποκατάσταση της αξιοπιστίας της οικονομικής της πολιτικήςεπέτρεψε την επάνοδο στις διεθνείς κεφαλαιαγορές.
Ισπανία
Το πρόγραμμα της Ισπανίας συμφωνήθηκε τον Ιούλιο του 2012 και ήταν 18μηνης διάρκειας. Ήταν ύψους 100 δισ. ευρώ (εκταμιεύθηκαν μόνο τα 41 δισ.) και αφορούσε την κεφαλαιακή ενίσχυση του τραπεζικού τομέα, ο οποίος υπέστη ζημίες από την κατάρρευση της υπερτιμημένης αγοράς ακινήτων και έλαβε χρηματοδοτική βοήθεια μόνο από ευρωπαϊκούς μηχανισμούς.
Η Ισπανία εξήλθε από το πρόγραμμα με θετικό ρυθμό οικονομικής ανόδου, αλλά με δημοσιονομικό έλλειμμα, πρωτογενές και συνολικό. Μέχρι τα τέλη του 2017 είχε πραγματοποιήσει έξι εθελοντικές πρώιμες αποπληρωμές του χρέους, μειώνοντας την υπολειπόμενη οφειλή της προς τον ESM στα 31,7 δισ. ευρώ.
Πορτογαλία
Η κρίση της Πορτογαλίας υπήρξε εκείνη με τα περισσότερα κοινά χαρακτηριστικά με την ελληνική κρίση, καθώς η χώρα είχε επίσης πρόβλημα ανταγωνιστικότητας και ανάγκη δημοσιονομικής προσαρμογής.
Το πρόγραμμα της Πορτογαλίας, ύψους 78 δισ. ευρώ, με συμμετοχή ευρωπαϊκών κεφαλαίων από E.Ε./EFSM και EFSF/ESM (52 δισ. ευρώ) και κεφαλαίων του ΔΝΤ (26 δισ. ευρώ), συμφωνήθηκε τον Μάιο του 2011 καιυλοποιήθηκε με ταχύ ρυθμό, αφού ολοκληρώθηκαν με επιτυχία 11 αξιολογήσεις σε λιγότερο από τρία έτη. Το πρόγραμμα περιείχε μέτρα για την αποκατάσταση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, καθώς και μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση της ανάπτυξης και της απασχόλησης, αλλά και μέτρα μείωσης του δημοσιονομικού ελλείμματος και συγκράτησης του δημόσιου χρέους. Το πρόγραμμα ολοκληρώθηκε πριν από τη συμβατική λήξη του και η 12η αξιολόγηση δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, καθώς η χώρα εξήλθε από το πρόγραμμα χωρίς να εκταμιεύσει την τελευταία δόση.
Η Πορτογαλία εξήλθε από το πρόγραμμα με μικρή αύξηση του ΑΕΠ (0,9% το 2014), αλλά με δημοσιονομικό έλλειμμα, πρωτογενές και συνολικό, καθώς και σημαντικό δημόσιο χρέος, 131% του ΑΕΠ. Η Πορτογαλία υπόκειται πλέον και αυτή στην “εποπτεία μετά το πρόγραμμα” από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την ΕΚΤ. Από το 2014 έως και το 2017 συμπλήρωσε με επιτυχία 5 αξιολογήσεις στο πλαίσιο της μετα-προγραμματικής εποπτείας, που θα διαρκέσει έως το 2026, οπότε η Πορτογαλία αναμένεται να έχει αποπληρώσει το 75% του χρέους της προς τον ESM.
Κύπρος
Η εμπειρία της Κύπρου, η οποία βρίσκεται επίσης σε μετα-προγραμματική εποπτεία, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Ελλάδα, καθώς κατά τον χρόνο εξόδου από το πρόγραμμά της είχε υψηλό δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων (παρόμοιο με αυτόν της Ελλάδας) και αρνητικό ρυθμό πιστωτικής επέκτασης. Επίσης, η πιστοληπτική διαβάθμιση της Κύπρου, παρότι υψηλότερη από εκείνη της Ελλάδας, ήταν, και παραμένει, κάτω από την επενδυτική βαθμίδα. Ωστόσο, το δημόσιο χρέος της Κύπρου είναι σαφώς χαμηλότερο, ως ποσοστό του ΑΕΠ, από αυτό της Ελλάδας.
Το πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής της Κύπρου, συνολικής χρηματοδοτικής βοήθειας 10 δισ. ευρώ (9 δισ. από τον ESM και 1 δισ. από το ΔΝΤ), αντιστοιχούσε σχεδόν στο 55% του κυπριακού ΑΕΠ και στόχευε σε: α) αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στο κυπριακό τραπεζικό σύστημα μέσω της αναδιάρθρωσης και αναδιοργάνωσής του, καθώς και του εκσυγχρονισμού του πλαισίου πτώχευσης και κατασχέσεων, β) δημοσιονομική εξυγίανση και διόρθωση του υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος, γ) βελτίωση της λειτουργίας του δημόσιου τομέα και δ) εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας.
Το πρόγραμμα της Κύπρου τερματίστηκε στις αρχές Μαρτίου του 2016. Ωστόσο, το Eurogroup και το ΔΝΤ κάλεσαν την Κύπρο να συνεχίσει τη μεταρρυθμιστική της προσπάθεια για τη μείωση του ύψους των μη εξυπηρετούμενων δανείων, τη μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης, την εφαρμογή του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων και τη διατηρησιμότητα των δημόσιων οικονομικών.
Σημαντικό ρόλο στην ομαλή έξοδο από το πρόγραμμα και την επιτυχή πρόσβαση στις χρηματοπιστωτικές αγορές έπαιξαν η καλή προετοιμασία και η υλοποίηση στρατηγικής σταδιακής και δοκιμαστικής εξόδου στις αγορές, καθώς και η δημιουργία ικανού αποθέματος ρευστών διαθεσίμων για την αποφυγή πιέσεων σε πιθανές περιόδους μεταβλητότητας στις κεφαλαιαγορές, ιδίως λόγω της αξιολόγησης της Κύπρου κάτω του επενδυτικού ορίου. Η Κύπρος είχε αποκλειστεί από τις αγορές από τον Ιούλιο του 2011 και η πρώτη απόπειρα για πρόσβαση στις αγορές έγινε μόλις έναν χρόνο μετά την έναρξη του προγράμματος, μέσω μιας μικρής έκδοσης εξαετών ομολόγων με ιδιωτική τοποθέτηση. Με βάση τη θετική πορεία των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών μεγεθών, σε συνδυασμό με την πιστή εφαρμογή των δεσμεύσεων του προγράμματος και την έγκαιρη ολοκλήρωση των αξιολογήσεων, η Κύπρος πραγματοποίησε, το 2014 και το 2015, κοινοπρακτικές εκδόσεις πενταετούς, επταετούς και δεκαετούς διάρκειας, ενώ τον Ιούλιο του 2016, λίγους μόνο μήνες αφότου εξήλθε από το πρόγραμμα, προέβη σε μια περαιτέρω έκδοση επταετούς ομολόγου. Σημειώνεται ότι, μετά την έξοδο από το πρόγραμμα, δεδομένου ότι η πιστοληπτική αξιολόγηση της Κύπρου ήταν κάτω του αποδεκτού ορίου της ΕΚΤ, τα κυπριακά ομόλογα δεν ήταν επιλέξιμα για το πρόγραμμα αγοράς τίτλων του δημόσιου τομέα της ΕΚΤ, ούτε ως εξασφαλίσεις για τις τακτικές πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος.
Η πλήρης άρση των κεφαλαιακών περιορισμών έγινε τον Απρίλιο του 2015 (δηλ. περίπου έναν χρόνο πριν από τη λήξη του προγράμματος).