Οι πρώτοι Έλληνες λόγιοι μοναχοί στη Δύση (8ος αι.) – Από τον 14ο αιώνα εώς την άλωση της Πόλης – Έλληνες λόγιοι στη Δύση μετά την άλωση και η μεγάλη συμβολή τους στην Αναγέννηση – Πλατωνισμός και Αριστοτελισμός
Το 1204 η Κωνσταντινούπολη καταλήφθηκε από τους σταυροφόρους και υπέστη μια ανελέητη λεηλασία. Εκτός από όλα τ’ άλλα ,οι βιβλιοθήκες της όπου διατηρούνταν για αιώνες τα αρχαία ελληνικά κείμενα λεηλατήθηκαν κατά την άλωση και εγκαταλείφθηκαν ως το 1261 με την απελευθέρωση της Πόλης το 1261.
Έχουν εντοπιστεί κείμενα τα οποία ήταν γνωστά τον 12ο αιώνα ωστόσο από τότε χάθηκαν. Ορισμένα από αυτά, που αναφέρει στη ”Βιβλιοθήκη” του ο Φώτιος, πρέπει να σώζονταν ως το 1204.
Στα χρόνια από το 1204 ως το 1261 μεγάλη ήταν η συμβολή στη ”συνέχεια” της εκπαίδευσης των αυτοκρατόρων της Νίκαιας, Ιωάννη Γ’ Βατάτζη και Θεοδώρου Β’ Λάσκαρη, οι οποίοι ενίσχυσαν οικονομικά δασκάλους, όπως τον Θεόδωρο Εξαπτέρυγο και τον Νικηφόρο Βλεμμύδη, με σκοπό την εκπαίδευση των μελλοντικών αξιωματούχων. Ο Θεόδωρος Β’ Λάσκαρης υπήρξε και λόγιος. Σώζεται μάλιστα το έργο του ”Της Φυσικής Κοινωνίας Λόγοι Εξ”, ρητορικά εγκώμια και διάφορα θεολογικά έργα. Εκείνος που επωμίστηκε το δύσκολο και σημαντικό έργο για την αναζήτηση και συγκέντρωση των χειρογράφων ήταν ο μοναχός Νικηφόρος Βλεμμύδης.
Στην αυτοκρατορία της Νίκαιας ανασυστάθηκαν σχολεία (π.χ. η ρητορική Σχολή του Αγίου Τρύφωνα στη Νίκαια) και ιδρύθηκαν βιβλιοθήκες στις σημαντικότερες πόλεις της Μικράς Ασίας. Ο Βλεμμύδης έγραψε εκτενείς επιτομές στη ”Λογική” και τα ”Φυσικά” του Αριστοτέλη, ενώ ίδρυσε τη μονή του Αγίου Γρηγορίου του θαυματουργού κοντά στην Έφεσο, όπου λειτουργούσε το μοναστικό του σχολείο. Έτσι, δεν υπήρξε καμιά διακοπή στη συνέχεια της εκπαίδευσης. Μετά την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης το 1261 συγκεντρώθηκαν από παντού τα βιβλία σ’ αυτή, ενώ άρχισαν να λειτουργούν πάλι βιβλιοθήκες και ανώτερες Σχολές. Επικεφαλής του ανώτερου αυτοκρατορικού σχολείου που ιδρύθηκε εκ νέου το 1261 ήταν ο ”Μέγας Λογοθέτης” Γεώργιος Ακροπολίτης, που δίδαξε ρητορική, φιλοσοφία και μαθηματικά.
Γύρω στο 1265 ανασυστάθηκε και η Πατριαρχική Σχολή υπό τη διεύθυνση του Μάξιμου Ολόβολου, σχόλια του οποίου υπάρχουν στον Αριστοτέλη και τα ”Τεχνοπαίγνια” του Θεόκριτου. Στο Βυζάντιο συντελέστηκε η λεγόμενη ”Παλαιολόγεια Αναγέννηση” των Γραμμάτων. Μια μεγάλη ομάδα λογίων και δασκάλων προχώρησαν στην τελευταία αντιγραφή, μελέτη και έκδοση των αρχαίων κειμένων.
Ανώτερα σχολεία λειτούργησαν επίσης στη Θεσσαλονίκη, την Τραπεζούντα και αργότερα στον Μυστρά. Από τους μαθητές του Γεώργιου Ακροπολίτη σημαντικότεροι ήταν ο Γρηγόριος Κύπριος, ο οποίος το 1283 ανέβηκε στον Πατριαρχικό θρόνο και ο Ιωάννης Πεδιάσιμος, που έλαβε τον τίτλο του ”υπάτου των φιλοσόφων” και δίδαξε φιλοσοφία και άλλα μαθήματα στην Κωνσταντινούπολη, την Αχρίδα και στη Θεσσαλονίκη. Στα χρόνια του Ανδρόνικου Β’ Παλαιολόγου υπήρξε πολύ μεγάλη άνθηση των ελληνικών γραμμάτων σε όλους τους κλάδους χάρη στη μεγάλη ενίσχυση και προστασία από τον αυτοκράτορα.
Από τους λόγιους εκείνης της εποχής ξεχωρίζει ο Μάξιμος Πλανούδης (περ. 1255-1305), που δίδαξε σ’ ένα μοναστήρι στην Κωνσταντινούπολη. Αναζήτησε και εξέδωσε σπάνια ποιητικά έργα και εκτός των άλλων ασχολήθηκε και με τις θετικές επιστήμες.
Εξέδωσε μάλιστα τα δύο πρώτα βιβλία της ”Αριθμητικής” του Διόφαντου και έγραψε ένα έργο για τα μαθηματικά των Ινδών. Ο Πλανούδης υπήρξε ένας από τους λίγους βυζαντινούς λόγιους που γνώριζαν λατινικά και έτσι μετέφρασε στα ελληνικά έργα Λατίνων συγγραφέων.
Μαθητές (ή μιμητές) του ήταν ο Μανουήλ Μοσχόπουλος στην Κων/πολη και ο Δημήτριος Τρικλίνιος στη Θεσσαλονίκη. Ο Τρικλίνιος υπήρξε χαλκέντερος εκδότης φιλολογικών κειμένων. Αναζήτησε και βρήκε επτά έργα του Ευριπίδη, τα οποία μας είναι γνωστά μόνο χάρη στα χειρόγραφά του. Στη Θεσσαλονίκη δίδαξε και ο μοναχός Θεόδουλος Μάγιστρος, που υπήρξε δάσκαλος του Τρικλίνιου και διακρίθηκε στις φιλολογικές εκδόσεις κλασικών κειμένων και είναι επίσης γνωστός για το ”Λεξικό” της αττικής διαλέκτου.
Στις αρχές του 14ου αιώνα διδάσκουν στην Κωνσταντινούπολη με κρατική υποστήριξη ο Θεόδωρος Υρτακηνός, ο Ιωάννης Γλυκύς, ο Γεώργιος Λακαπηνός κ.α.
Στις θετικές επιστήμες θα διακριθούν μεταξύ άλλων ο Γρηγόριος Χιονιάδης (αστρονομία) και ο Μανουήλ Βρυέννιος (αρμονική). Η αστρονομία γνώρισε μεγάλη ακμή τότε και δέχθηκε ανατολικές επιδράσεις κυρίως χάρη στη συμβολή του Θεόδωρου Μετοχίτη και του μαθητή του Νικηφόρου Γρηγορά.
Παρά τους εμφύλιους πολέμους και την εδαφική συρρίκνωση της αυτοκρατορίας, η παιδεία στο Βυζάντιο εξακολουθούσε να ακμάζει.
Υπήρξε όμως χωρισμός των λογίων στις αντιμαχόμενες παρατάξεις, αργότερα σε οπαδούς και μη του Ησυχασμού και τελικά σε ενωτικούς και ανθενωτικούς λίγο πριν την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Εκείνη την εποχή ξεχωρίζει με τη δραστηριότητά του ο Ιωσήφ Βρυέννιος στην Πατριαρχική Σχολή. Φαίνεται όμως ότι πολλά σχολεία στην Κωνσταντινούπολη και αλλού ,λειτουργούσαν ως ιδιωτικά τον τελευταίο αιώνα ύπαρξης του Βυζαντίου, καθώς το κράτος δεν μπορούσε να καλύψει τα έξοδα λειτουργίας τους ή να απορροφήσει τους αποφοίτους τους. Εν τω μεταξύ όλο και περισσότεροι λόγιοι μαθαίνουν λατινικά (Δημήτριος Κυδώνης, Γεώργιος Σχολάριος κ.α.)
Η Αναγέννηση στην Ιταλία
Ως Αναγέννηση (ιταλικά Rinascimento, Rinascita ή Rinascenza, γαλλικά Renaissance) ορίζεται η χρονική περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας που ακολουθεί τον Μεσαίωνα.
Ξεκίνησε από τη Φλωρεντία στις αρχές του 15ου αιώνα και αφού διαδόθηκε σε ολόκληρη την Ευρώπη, ολοκληρώθηκε στα τέλη του 16ου αιώνα. Ενώ ακόμα υπήρχε το Βυζάντιο ,Ιταλοί αστοί έδειχναν μεγάλο ζήλο για την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας και τη μελέτη των αρχαίων ελληνικών κειμένων στο πρωτότυπο. Μεγάλη ήταν η συνεισφορά σ’ αυτό Ελλήνων δασκάλων που δίδαξαν στην Ιταλία από τα μέσα του 14ου αιώνα. Ξεχωριστή ήταν η περίπτωση του Βησσαρίωνα, ο οποίος μετά τη Σύνοδο της Φλωρεντίας για την ένωση των Εκκλησιών εγκαταστάθηκε στη Δύση, όπου έγινε καρδινάλιος της Δυτικής Εκκλησίας.
Ο Βησσαρίων σπούδασε ρητορική στην Κωνσταντινούπολη στο σχολείο του Ιωάννη Χρυσοκόκκη και αργότερα παρακολούθησε τα μαθήματα φιλοσοφίας του Πλήθωνα στον Μυστρά. Μετά τη φυγή του στη Δύση συγκέντρωσε πολλά ελληνικά χειρόγραφα, τα οποία και κληροδότησε στη Βενετία λίγο πριν πεθάνει.
Τα χειρόγραφα αυτά αποτέλεσαν τη βάση της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης της Βενετίας. Έτσι στην Ιταλία συνεχίστηκε η μελέτη και η διάσωση του αρχαίου ελληνικού πνεύματος.
Έλληνες δάσκαλοι στην Ιταλία
Είναι γνωστή η φράση του Οράτιου ”Graecia capta ferum victorem et artes intulit agresti Latio” (”Η σκλαβωμένη Ελλάδα υπέταξε τους κατακτητές της εισάγοντας τον πολιτισμό της στο αγροίκο Λάτιο”).
Από τη Ρώμη η ελληνική παιδεία διαδόθηκε και σε άλλες ιταλικές πόλεις, αλλά και σε πόλεις της σημερινής Γαλλίας (τη Μασσαλία και τις αποικίες της). Ωστόσο, στο διάστημα από το 571 ως το 771 υπήρχε βαθύ πνευματικό σκοτάδι.
Η εικονομαχία στο Βυζάντιο που ξεκίνησε στο πρώτο μισό του 8ου αιώνα στα χρόνια του Λέοντα Γ’ Ίσαυρου ,είχε σαν αποτέλεσμα πολλοί εικονόφιλοι μοναχοί να εγκατασταθούν στην Ιταλία κυρίως μετά το 750. Όπως γράφει ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος στο έργο του ”Βυζαντιναί Μελέται”, σελ. 313-315: ”Κατά τας συμφώνους μαρτυρίας των Δυτικών, εκ των προσφύγων τούτων Ελλήνων οι μεν διήγον βίον απλώς ασκητικόν, ώστε μετά τον θάνατον και εν Αγίοις κατετάχθησαν, οι δε, λογιότεροι όντες, εισήγαγαν εν Ιταλία τον έρωτα της παιδείας και εδίδαξαν τα ελληνικά γράμματα προς μαθητάς διαφόρως ευδοκιμήσαντες…”.
Και συνεχίζοντας ο Ζαμπέλιος γράφει ότι οι πλέον μορφωμένοι από τους μοναχούς αυτούς, ”ευρόντες τον μεν κλήρον πάντως ανεπιστήμονα και απειρόκαλον, τας δε πόλεις ελλιπείς βιβλίων”, διέδοσαν την ελληνική γλώσσα στη Ρώμη, τη Νεάπολη, την Σικελία και την Καλαβρία, μεταγλώττισαν τα έργα ορισμένων Αποστολικών Πατέρων και ”άπειρα βιβλία της πολυθεϊκής και χριστιανικής αρχαιότητος εκαλλιγράφησαν”. Μαθητές τους υπήρξαν οι ελληνιστές Ιωάννης ο Διάκονος και Αναστάσιος ο Βιβλιοθηκάριος. Οι ίδιοι ”πρόσφυγες μοναχοί” ίδρυσαν Ακαδημία στην πόλη Μπενεβέντο, ”ένθα μαρτυρία του ανώνυμου Σιλερνιτανού, τριάκοντα δύο φιλόσοφοι συνήκμασαν, ων διασημότερος ο Ιλδέριχος”.
Στην Κάτω Ιταλία (Απουλία και Καλαβρία), όπου υπήρχαν πολλές αρχαίες αποικίες, η ελληνική γλώσσα διατηρήθηκε ως τον 12ο αιώνα. Στα τέλη του 8ου αιώνα αναφέρεται ο Έλληνας υμνογράφος Μάρκος ο Υδρούντος (Οτράντο) επίσκοπος, στα τέλη του 10ου αιώνα ο Νείλος ο μοναχός και κατά τον 12ο αιώνα ο Νείλος ο Δοξαπατρί και άλλοι.
Αργότερα, δύο Έλληνες, ο Βαρλαάμ ο Καλαβρός και ο Λεόντιος (Λέων) ο Πιλάτος επίσης από την Καλαβρία, δίδαξαν την αρχαία ελληνική γραμματεία στον Βοκάκιο και τον Πετράρχη, κάτι που αποτέλεσε αφορμή πολλοί ακόμα να ασχοληθούν με τα ελληνικά γράμματα.
Από τον 14ο αιώνα οι ίδιοι οι βυζαντινοί αυτοκράτορες ,έστελναν οι λόγιους ως πρέσβεις στους ηγεμόνες της Δύσης, καθώς έβλεπαν τον οθωμανικό κίνδυνο να πλησιάζει. Ο πρώτος ήταν ο Μάξιμος Πλανούδης, ο οποίος το 1297 συμμετείχε σε αυτοκρατορική πρεσβεία στη Βενετία με τον Λέοντα Βαρδάλη ως επικεφαλής του Ορφανοτροφείου.
Ακολούθησε ο Εμμανουήλ Χρυσολωράς, ο οποίος στάλθηκε αρχικά (1391) στην Ιταλία και την Αγγλία. Το 1396 προσκλήθηκε για να διδάξει ελληνικά στη Σχολή της Φλωρεντίας. Στη συνέχεια (γύρω στο 1400) ,δίδαξε μετά από πρόσκληση στα Μεδιόλανα (Μιλάνο) και έπειτα στην Ακαδημία της Παβίας, τη Βενετία και τη Ρώμη. Ακολούθως στάλθηκε στην Κωνσταντία ( πόλη της Γερμανίας κοντά στα σύνορα με την Ελβετία), όπου δίδαξε στο εκεί Πανεπιστήμιο ως τον θάνατό του το 1415. Ο Χρυσολωράς άνοιξε τον δρόμο για τους άλλους Έλληνες λόγιους που εγκαταστάθηκαν στη Δύση τα επόμενα χρόνια.
Ο Θεόδωρος Γαζής από τη Θεσσαλονίκη (γεν. 1398) μετά την άλωση της πόλης του από τους Οθωμανούς (1430), έφυγε για την Ιταλία, όπου δίδαξε στη Φεράρα (1440). Το 1451 κλήθηκε στη Ρώμη από τον πάπα Νικόλαο Ε’. Εκεί γνωρίστηκε με τον Βησσαρίωνα, με τον οποίο συνδέθηκε με στενή φιλία. Πέθανε γύρω στο 1475. Ο Γεώργιος Τραπεζούντιος γεννημένος στην Κρήτη το 1395 (αλλά έχοντας γονείς με καταγωγή από την Τραπεζούντα) πήγε στην Ιταλία για πρώτη φορά το 1416 μετά από πρόσκληση του γερουσιαστή Franceso Barbaro. Το 1420 απέκτησε τη βενετική υπηκοότητα. Το 1426 δίδαξε ελληνικά στη Βιτσέντζα, αργότερα ίδρυσε Σχολή στη Βενετία, το 1437 εγκαταστάθηκε στη Μπολόνια και το 1439- 1440 στη Φλωρεντία. Το 1443 ο πάπας Νικόλαος Ε’ τον κάλεσε στη Ρώμη και του ανέθεσε τη μετάφραση των Ελλήνων συγγραφέων στα Λατινικά.
Μετά το 1450 η φήμη του Τραπεζούντιου άρχισε να υποχωρεί. Το 1464 πήγε στην Κρήτη και αργότερα επέστρεψε στη Ρώμη, όπου πέθανε το 1472. Τον Ιούλιο του 1453 ο Τραπεζούντιος έστειλε στον Μωάμεθ Β’ μια πραγματεία για την χριστιανική πίστη, όπου πρότεινε να ενωθούν ο Χριστιανισμός με το Ισλάμ! Ο Ιωάννης Αργυρόπουλος (1415-1487) θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους συνεχιστές του έργου του Χρυσολωρά. Ως διάκονος πήρε μέρος στη Σύνοδο της Φλωρεντίας (1438-1439). Το 1443 πήγε στην Πάντοβα, όπου έμαθε λατινικά. Επέστρεψε στο Βυζάντιο και μετά την άλωση της Πόλης εγκαταστάθηκε στην Φλωρεντία, όπου ασπάστηκε τον καθολικισμό. Ο Λαυρέντιος ο Μεγαλοπρεπής ανέθεσε στον Αργυρόπουλο τη διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και φιλοσοφίας στην Ακαδημία της πόλης. Ο Αργυρόπουλος έζησε στη Φλωρεντία ως το 1471, οπότε έφυγε λόγω της πανώλης από την οποία έχασε μάλιστα δύο από τα τέσσερα παιδιά του. Για σύντομο χρονικό διάστημα πήγε στην αυλή του Ούγγρου βασιλιά Ματθία Κορβίνου. Στη συνέχεια πήγε στη Ρώμη και το 1474 επέστρεψε στη Φλωρεντία. Πέθανε στη Ρώμη σε απόλυτη ένδεια.
Ο Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων (στον οποίο έχουμε αφιερώσει ειδικό άρθρο) και ο μαθητής του Βησσαρίωνας, που έγινε αργότερα καρδινάλιος, θεωρούνται οι τελευταίοι Έλληνες λόγιοι που πριν την άλωση της Κωνσταντινούπολης δίδαξαν στην Ιταλία τα ελληνικά γράμματα.
Μεγάλος ήταν ο αριθμός των φυγάδων λογίων μετά την άλωση της Πόλης (1453). Ο Κωνσταντίνος Λάσκαρις (1434-1501), ο Ιανός Λάσκαρις (1445-1535), με καταγωγή από τη Ρύνδακο της Προποντίδας, ο Αθηναίος Δημήτριος Χαλκοκονδύλης (1423-1511), ο Εμμανουήλ Μοσχόπουλος ο νεότερος, ο Μιχαήλ Αποστόλιος και ο γιος του Αρσένιος, ο Ιωάννης Ανδρόνικος με καταγωγή από τη Θεσσαλονίκη, ο Κρητικός Μάρκος Μουσούρος, ο Θωμάς Διπλοβατάτζης, ο Κρητικός Γεώργιος Αλεξάνδρου, ο Ιωάννης Μόσχου, ο Δημήτριος Σπαρτιάτης, ο Χιώτης Λίβιος Ζάκρης, ο επίσης Χιώτης Γεώργιος Κορέσσιος, ο Αθηναίος Φραγκίσκος Τρίμης, ο Θεόδωρος Ρέντης, ο Βεροιώτης Ιωάννης ο Κωττούνιος, ο Ιωάννης Κιγάλας, ο Νικόλαος Καλλιάκης, ο Θωμάς Κατάνης, ο Άγγελος Συγκλητικός, ο Κωνσταντίνος Στρατηγός, ο Κρητικός Γεώργιος Καλαφάτης, καθηγητής της θεωρητικής ιατρικής, ο διαπρεπής χημικός Μαρίνος Χαρβούρης, από την Κεφαλλονιά, ο επίσης Κεφαλλονίτης Άγγελος Δελλαδέτσιμος, ο Νικόλαος Κομνηνός Παπαδόπουλος και ο Ιωάννης Χαρβούρης, καθηγητής της θεωρητικής ιατρικής στο Τορίνο γύρω στο 1750.
Οι Έλληνες λόγιοι στην Ευρώπη
Δεν ήταν όμως μόνο η Ιταλία όπου υπήρξε έντονη παρουσία Ελλήνων λογίων. Στη Βασιλεία της Ελβετίας, το 1474 δίδαξε ο Ιωάννης Κοντοβλάκας, ο οποίος ανάμεσα στους μαθητές του είχε και τον περίφημο Γερμανό ουμανιστή Ρόιχλιν στον οποίο ενέπνευσε μεγάλη αγάπη για τα ελληνικά γράμματα. Στη Γενεύη δίδαξε ο Κρητικός Φραγκίσκος Πόρτος που είχε αλληλογραφία με τον Μαρτίνο Κρούσιο ενώ ο γιος του, Αιμίλιος Πόρτος, δίδαξε στη Λωζάννη και την Χαϊδελβέργη της Γερμανίας με ιδιαίτερη επιτυχία.
Στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού, δίδαξαν ο Σπαρτιάτης Γεώργιος Ερμωνιακός, ο Άγγελος Λάσκαρις, που είχε μαθητές τους Βude και Danes. Aπό τότε το Παρίσι έγινε μητρόπολη των ελληνικών γραμμάτων. Δίδαξαν εκεί ο Αθηναίος Λεονάρδος φιλαράς (1674), ο Χιώτης Κύριλλος Ιεροδιάκονος, ο Αντώνιος Κοραής κ.α. Στα χρόνια του Ναπολέοντα Α’, υπήρχαν στη γαλλική πρωτεύουσα σημαντικοί Έλληνες λόγιοι: Αδαμάντιος Κοραής, Π. Κοδρικάς, Κ. Νικολόπουλος, Γ.Ζαλίκογλους, Π. Ιωαννίδης Μ. Σχινάς κ.α.
Στην Αγγλία, τον 7ο αιώνα, ο Έλληνας Αρχιεπίσκοπος Θεόδωρος, από την Ταρσό της Κιλικίας και ο αβάς Αδριανός, έφεραν από τη Ρώμη πολλά βιβλία τα οποία αντέγραψαν. Από τότε υπήρχε εκεί ιδιαίτερη αγάπη για την αρχαία ελληνική γλώσσα. Το 1608, πήγε στην Αγγλία ο Χριστόφορος Άγγελος, ο οποίος δίδαξε σε πανεπιστήμια ως το 1612. Στη Μαδρίτη, ο Κρητικός Δημήτριος ο Δούκας μετά το 1528, συνέβαλε στην εκτύπωση της Παλαιάς Διαθήκης σε πολλές γλώσσες.
Τέλος, στην Πορτογαλία ο φημισμένος Κεφαλλονίτης γιατρός και φυσικομαθηματικός Μιχαήλ Φραντζής, δίδασκε στη Λισαβόνα (1750), ενώ ταυτόχρονα είχε αναλάβει τη μόρφωση του πρίγκιπα διαδόχου.
Την ίδια εποχή που όλοι αυτοί που αναφέραμε και πολλοί ακόμα δίδασκαν σε κορυφαία ευρωπαϊκά πανεπιστήμια έχοντας χιλιάδες μαθητές η κατάσταση στην υπόδουλη Ελλάδα ήταν τραγική. Έναν αιώνα περίπου μετά την άλωση της Κων/πολης, ο Μαρτίνος Κρούσιος έλαβε μια επιστολή από έναν αξιωματούχο του Πατριαρχείου, ο οποίος υπολόγιζε τον συνολικό αριθμό των Ελλήνων μαθητών: δέκα στην Κωνσταντινούπολη, τέσσερις στη Χίο, είκοσι στην Πελοπόννησο και λιγότεροι από πενήντα σε όλες μαζί τις ελληνικές κοινότητες! (David Brewer, «ΕΛΛΑΔΑ 1453-1821. Οι Άγνωστοι Αιώνες», Εκδόσεις Πατάκη,2018).
Κλείνουμε το άρθρο αυτό, με μια σύντομη αναφορά στην επίδραση δυο μεγάλων αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων, του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα στην Αναγέννηση.
Αριστοτελισμός και Πλατωνισμός κατά την Αναγέννηση
Η Αναγέννηση ήταν μια περίοδος γόνιμη για την προαγωγή του πνεύματος και την ανάπτυξη ποικίλων στοχασμών φιλοσοφικής και θρησκευτικής φύσης.
Στις αρχές του 15ου αιώνα δεν υπήρξε ένα παγιωμένο φιλοσοφικό σύστημα. Αρχικά, αναζωπυρώθηκε το ενδιαφέρον για την αριστοτελική φιλοσοφία ενώ σταδιακά άρχισε να αναβιώνει και η πλατωνική φιλοσοφία, κυρίως μετά τη Σύνοδο της Φεράρας-Φλωρεντίας και την παρουσία του Γεώργιου Γεμιστού Πλήθωνα σ’ αυτή.
Υπήρχαν και άλλες φιλοσοφικές τάσεις που ήταν αποτέλεσμα της φαντασίας και του σκεπτικισμού των ουμανιστών και είτε αντλούσαν στοιχεία από την αριστοτελική και την πλατωνική θεωρία είτε αποτελούσαν ξεχωριστές κοσμοθεωρίες. Ο Αριστοτελισμός κυριάρχησε κατά τον Μεσαίωνα , ενώ πολύ σημαντικό ρόλο έπαιξε η μετάφραση των έργων του Σταγειρίτη φιλοσόφου στα Λατινικά (12ος αιώνας). Η αριστοτελική φιλοσοφία υπήρξε η κυρίαρχη δύναμη της πρώιμης νεωτερικής φιλοσοφίας.
Εκείνος που κατάφερε να υπερβεί τις μεσαιωνικές μεταφράσεις και να δώσει στα έργα του Αριστοτέλη αναγεννησιακή χροιά ήταν ο Leonardo Bruni (1369-1444). Το 1416 ολοκλήρωσε την πρώτη του εκλατινισμένη αριστοτελική μετάφραση για τα «Ηθικά Νικομάχεια». Το 1420 μετέφρασε τα «Οικονομικά» και το 1437-1438 τα «Πολιτικά».
Έτσι ο Bruni άρχισε να εδραιώνει ένα ουμανιστικό Αριστοτελισμό μέσα από τη σπουδαία πορεία του στα γράμματα και την πολιτική και έγινε αρνητικός απέναντι στον Σχολαστικισμό.
Την κυριαρχία του Αριστοτέλη όμως ήρθε να ανατρέψει η πλατωνική φιλοσοφία. Ο αναγεννησιακός Πλατωνισμός ο οποίος ήταν αποτέλεσμα του ουμανιστικού κινήματος, έδωσε μεγάλη ώθηση στη φιλοσοφία να ανανεωθεί και να πάρει νέες μορφές. Άλλωστε, ο Πλάτωνας πλησίαζε περισσότερο από τον Αριστοτέλη τα χριστιανικά δόγματα.
Ο Marsilio Ficino (1433-1499) ήταν αυτός που έκανε τον Πλάτωνα προσιτό στη Δυτική Ευρώπη και διαμόρφωσε την ιδέα μιας πλατωνικής παράδοσης ενιαίας και φιλικά διακείμενης προς τον Χριστιανισμό.
Η πλατωνική φιλοσοφία ήταν πιο ελκυστική και ασφαλής για τους Χριστιανούς σε αντίθεση με τον Αριστοτελισμό. Το μέσο επικοινωνίας μεταξύ του Πλατωνισμού και της μεσαιωνικής θρησκείας ήταν ο ιερός Αυγουστίνος που κατάφερε να εντοπίσει αρκετές από τις πλατωνικές διδασκαλίες στο «Κατά Ιωάννης Ευαγγέλιο».
Τέλος, ο Ficino σε όλα τα έργα του τόνισε ότι η θρησκεία δεν είναι ξεχωριστή από τη φιλοσοφία. Η θρησκεία αλληλεξαρτάται από τη φιλοσοφία και η φιλοσοφία αλληλοσυμπληρώνεται από τη θρησκεία αφού και οι δύο αποτελούν πνευματικές εκδηλώσεις της ζωής του ανθρώπου.
Τα περισσότερα στοιχεία αυτής της ενότητας προέρχονται από την εξαιρετική εργασία της φιλολόγου Γεωργίας Κοντοειδή, «Αναγεννησιακές Όψεις της φιλοσοφίας του 15ου αιώνα». Ευχαριστούμε θερμά την δεσποινίδα Κοντοειδή που πρόθυμα μας επέτρεψε να τα χρησιμοποιήσουμε.