Η συμφωνία των Πρεσπών χαιρετίστηκε από τη διεθνή κοινότητα ως ένα σημαντικό βήμα για την περαιτέρω σταθεροποίηση και πρόσδεση στις ευρωατλαντικές δομές των Βαλκανίων, ειδικά των Δυτικών που υποφέρουν ακόμη από τα μεταπολεμικά τραύματα που άφησε ο αιματηρός γιουγκοσλαβικός εμφύλιος. Οι σύμμαχοι μπορεί να δήλωναν ότι «κατανοούν» τις ευαισθησίες των δύο πλευρών γύρω από την Ιστορία, στην πραγματικότητα, όμως, ελάχιστα έως καθόλου τους απασχολούσε η «ιδιοκτησία» του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Εκείνο που τους ενδιέφερε ήταν να εξαλείψουν μια εστία τριβής μεταξύ γειτόνων, η οποία υπό προϋποθέσεις θα μπορούσε να προκαλέσει ανεπιθύμητες επιπλοκές στις ευαίσθητες εθνοτικές και συνοριακές ισορροπίες. Η μάχη επιρροής βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη και ένα από τα πεδία σύγκρουσης (το άλλο είναι η Σερβία) ήταν και παραμένει το πολυεθνικό κράτος-κλειδί της FYROM, το οποίο οι δυτικοί βιάζονται να εντάξουν στις δομές του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε, ώστε να το «προστατεύσουν» από τη ρωσική, τουρκική και σαουδαραβική διάβρωση.
Ξεφεύγει κατά πολύ, λοιπόν, από μια στενή «ελληνοσκοπιανή» υπόθεση αυτός ο συμβιβασμός και έρχεται να συμπληρώσει μια σειρά από άλλες συμφωνίες, οι οποίες διαμόρφωσαν τον μεταπολεμικό συνοριακό χάρτη στα Βαλκάνια και συνέβαλαν στη σταθεροποίησή τους.
Η συμφωνία του Ντέιτον, το 1995, ήταν αυτή που έθεσε τέλος στο λουτρό αίματος στη Βοσνία και έβαλε τις βάσεις για τη δημιουργία του σημερινού κράτους της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Είχαν καταβληθεί μέχρι τότε πολλές προσπάθειες της διεθνούς κοινότητας για την ειρήνευση στον εμφύλιο της Βοσνίας που διήρκεσε από το 1992 έως και το 1995, και άφησε πίσω του δεκάδες χιλιάδες νεκρούς, ακόμα περισσότερους τραυματίες και εκατομμύρια πρόσφυγες. Καμία δεν ευοδώθηκε, καθώς Σέρβοι, Βόσνιοι μουσουλμάνοι και Κροάτες προέβαλλαν τις δικές τους διεκδικήσεις και χρειάστηκε η «διπλωματία της μπουλντόζας» του Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ για να προσέλθουν οι εμπόλεμοι στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης.
Ιγκόρ Ιβανόφ, Λαμπέρτο Ντίνι, Μαντλίν Ολμπράιτ, Γιόσκα Φίσερ την ημέρα της υπογραφής της συμφωνίας του Κουμάνοβο.
Εγινε αυτό στις αρχές Νοεμβρίου 1995, όταν «προσκλήθηκαν» στην αμερικανική στρατιωτική βάση του Ντέιτον, στο Οχάιο των ΗΠΑ, ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, ο Κροάτης Φράνιο Τούτσμαν και ο Βόσνιος Αλίγια Ιζετμπέκοβιτς. Βγήκαν από εκεί ύστερα από περίπου ένα μήνα συνομιλιών, υπό το άγρυπνο μάτι του ΥΠΕΞ των ΗΠΑ Γουόρεν Κρίστοφερ, του Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ, του Καρλ Μπιλντ για λογαριασμό των Ευρωπαίων και του Ιγκόρ Ιβανόφ από την πλευρά της Ρωσίας, έχοντας υπογράψει συμφωνία με την οποία τερματιζόταν ο πόλεμος και η Βοσνία-Ερζεγοβίνη γινόταν ανεξάρτητο κράτος. Στις 14 Δεκεμβρίου 1995, η συμφωνία θα υπογραφεί στο Παρίσι και διαχώριζε το νεόκοπο κράτος σε δύο τομείς: τον κροατο-μουσουλμανικό, που έπαιρνε το 51% των εδαφών και τον σερβικό το 49%. Αλλά άρχισε το 1998 ο πόλεμος στο Κόσοβο και ακολούθησαν οι νατοϊκοί βομβαρδισμοί στη Σερβία, που θα τερματιστούν το καλοκαίρι του 1999 με τη συμφωνία του Κουμάνοβο και το ψήφισμα 1244 του Συμβουλίου Ασφάλειας του ΟΗΕ. Στην πόλη αυτή της FYROM, στα σύνορα με τη Σερβία, στρατηγοί της Ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας και του ΝΑΤΟ υπέγραψαν στις 9 Ιουνίου συμφωνία με την οποία έλαβε τέλος ο αεροπορικός βομβαρδισμός της Σερβίας (78 ημέρες). Προέβλεπε την άμεση αποχώρηση γιουγκοσλαβικών δυνάμεων από το Κόσοβο.
Είχε προηγηθεί επιχείρηση τύπου Ντέιτον, αυτή τη φορά με τη σύγκληση ειρηνευτικής διάσκεψης από τον διεθνή παράγοντα στο Ραμπουγέ της Γαλλίας, όπου κλήθηκαν Σέρβοι και Αλβανοί του Κοσόβου, υπό το βλέμμα των εκπροσώπων ΗΠΑ, Ε.Ε., Ρωσίας, να βρουν ειρηνική λύση προκειμένου να αποφευχθούν οι βομβαρδισμοί. Το εγχείρημα απέτυχε καθώς οι Σέρβοι θεώρησαν εξευτελιστικούς τους όρους και ακολούθησαν οι βόμβες και οι πύραυλοι…
Στις 10 Ιουνίου το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ εξέδωσε ψήφισμα με το οποίο διαμόρφωνε τη νέα πραγματικότητα στο Κόσοβο. Επαναβεβαίωνε την εδαφική ακεραιότητα της Γιουγκοσλαβίας (αυτής που είχε απομείνει) και διακήρυσσε την ουσιαστική αυτονομία και πραγματική αυτοδιοίκηση στο Κόσοβο.
Ο δρόμος για την απόσχιση της αλβανοκρατούμενης σερβικής επαρχίας είχε ανοίξει. Εννιά χρόνια μετά, τον Φεβρουάριο του 2008, το Κόσοβο θα ανακηρύξει την ανεξαρτησία του. Ο χάρτης της Βαλκανικής είχε αλλάξει με την προσθήκη ενός ακόμη κράτους.
Από το Κόσοβο στο Τέτοβο
Μπόικο Μπορίσοφ και Ζόραν Ζάεφ υπογράφουν, τον Αύγουστο του 2017 στα Σκόπια, σύμφωνο φιλίας μεταξύ Βουλγαρίας – ΠΓΔΜ.
Το συνοριακό status της περιοχής απειλήθηκε τρία χρόνια μετά τη συμφωνία του Κουμάνοβο, όταν στη FYROM ξέσπασαν ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ Αλβανών και σλαβομακεδονικού στρατού και αστυνομίας.
Ο κίνδυνος της απόσχισης των Αλβανών του Τετόβου και της πρόσδεσής τους στο Κόσοβο ή στην Αλβανία ενεργοποίησε Ευρωπαίους και Αμερικανούς που έφεραν τους εμπολέμους στις 13 Αυγούστου του 2001 στην Αχρίδα, όπου υπέγραψαν την ομώνυμη συμφωνία-πλαίσιο για την αρμονική συμβίωση των δύο βασικών εθνοτήτων, και ο πόλεμος έληξε. Οι διαφορές όμως σοβούσαν απειλώντας να ενεργοποιήσουν ιστορικές, εθνοτικές και εδαφικές διενέξεις. Η Βουλγαρία, μολονότι ήταν η πρώτη χώρα που αναγνώρισε τη FYROM με τη συνταγματική της ονομασία, δεν αποδέχθηκε την ύπαρξη μακεδονικού έθνους και γλώσσας, θεωρώντας ότι οι Σλαβομακεδόνες ήταν βουλγαρικό φύλο.
Μια προσπάθεια να υπογραφεί συμφωνία φιλίας για να κλείσουν αυτά τα θέματα, που επιχειρήθηκε επί Γκλιγκόροφ, δεν τελεσφόρησε.
Το φορτίο της διευθέτησης της δυνάμει επικίνδυνης αυτής εκκρεμότητας επωμίσθηκε ο πρωθυπουργός Ζάεφ, ο οποίος την 1η Αυγούστου του 2017 υπέγραψε στα Σκόπια μαζί με τον Μπορίσοφ σύμφωνο φιλίας. Σε μια προσπάθεια να ξεπερασθούν ορισμένα επίμονα ιστορικά εμπόδια, το κείμενο ανέφερε ότι η συμφωνία «υπογράφεται στη μακεδονική γλώσσα, σύμφωνα με το μακεδονικό σύνταγμα και στη βουλγαρική γλώσσα, σύμφωνα με το βουλγαρικό σύνταγμα». Οπως και στη συμφωνία με την Ελλάδα, έτσι και εδώ ο διεθνής παράγοντας υποδέχθηκε με ικανοποίηση την «ιστορική πρωτοβουλία» των δύο πλευρών, θεωρώντας πως συγκροτείται άξονας σταθερότητας στην καρδιά της Βαλκανικής.