Σημαντική απόφαση της Ολομέλεια του Αρείου Πάγου
Με μία πολύ σημαντική απόφαση η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου έκρινε ότι για αποφάσεις που δημοσιεύθηκαν πριν την 1-1-2016, χωρίς να επιδοθούν, εξακολουθεί και μετά την 1-1-2016 να ισχύει η τριετής προθεσμία για την άσκηση του ενδίκου μέσου της αναίρεσης που προέβλεπε η διάταξη του άρθρου 564 παρ. 3 ΚΠολΔ, πριν την αντικατάστασή της με το άρθρο πρώτο, άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015.
Όπως αναφέρεται στην απόφαση, από την ερμηνεία των σχετικών διατάξεων συνάγεται ότι η νέα διάταξη του άρθρου 564 παρ. 3 του ΚΠολΔ, με την οποία καθιερώνεται διετής καταχρηστική προθεσμία από τη δημοσίευση της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης, έχει εφαρμογή επί αιτήσεων αναίρεσης που ασκούνται μετά την 1.1.2016 και στρέφονται κατ’ αποφάσεων που δημοσιεύθηκαν πριν τη χρονολογία αυτή (έναρξη ισχύος του ν. 4335/2015), υπό την έννοια ότι δεν είναι επιτρεπτή, ως εκπρόθεσμη, η άσκηση αυτών μετά την 1η Ιανουαρίου 2018, οπότε συμπληρώνεται η διετής προθεσμία που προβλέπει η νέα διάταξη του άρθρου 564 παρ.3 από την 1η Ιανουαρίου 2016 (έναρξη εφαρμογής του ν. 4335/2015) και η οποία αποτελεί το απώτατο χρονικό όριο για την άσκηση αναίρεσης.
Στη περίπτωση όμως που εντός της πιο πάνω διετίας (1.1.2016 – 1.1.2018) λήγει η τριετής καταχρηστική προθεσμία, ως εκ του χρόνου δημοσίευσης της πριν την 1.1.2016 εκδοθείσας απόφασης που προσβάλλεται με την αίτηση αναίρεσης, η ανωτέρω προθεσμία λήγει κατά την χρονολογία αυτή κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 564 παρ.3 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε προηγουμένως, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 24 παρ.2 ΕισΝΚΠολΔ και 18 παρ.2 εδ β ΕισΝΑΚ, αναλόγως εφαρμοζομένης και επί προθεσμιών (πρβλ ΟλΑΠ 296/1974 στην αντίστροφη περίπτωση της αύξησης της ως άνω καταχρηστικής προθεσμίας από διετή κατά το άρθρο 817 παρ.4 της ΠολΔ σε τριετή με τον ΚΠολΔ/1968).
Αναλυτικά η απόφαση:
Αριθμός 10/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Πέππα, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου – Πετρουλάκη, Γεώργιο Σακκά, Χρυσούλα Παρασκευά, Μαρία Γαλάνη – Λεοναρδαπούλου, Αγγελική Αλειφεροπούλου, Γεώργιο Λέκκα, Πηνελόπη Ζωντανού και Μαρία Χυτήρογλου, Αντιπροέδρους του Αρείου Πάγου, Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Ευγενία Προγάκη, Χαράλαμπο Καλαματιανό, Ειρήνη Καλού, Αρτεμισία Παναγιώτου, Χρήστο Βρυνιώτη, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα, Δήμητρα Κοκοτίνη – εισηγήτρια, Διονυσία Μπιτζούνη, Γεώργιο Χοϊμέ, Αβροκόμη Θούα, Πέτρο Σαλίχο, Ιωάννη Φιοράκη, Ιωάννη Μπαλιτσάρη, Γεώργιο Παπαηλιάδη, Αγγελική Τζαβάρα, Κωστούλα Φλουρή – Χαλεβίδου, Παρασκευή Καλαϊτζή, Ναυσικά Φράγκου, Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου, Μαρία Γκανιάτσου, Μαρία Τζανακάκη, Μαρία Παπασωτηρίου, Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αρετή Παπαδιά, Μαρία Γεωργίου, Γεώργιο Παπανδρέου, Αντιγόνη Καραΐσκου – Παλόγου, Κυριάκο Οικονόμου, Βασιλική Μπαζάκη – Δρακούλη, Σοφία Τζουμερκιώτη, Γρηγόριο Κουτσοκώστα, Χρήστο Τζανερρίκο και Λουκά Μόρφη, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών δικαστών της σύνθεσης).
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 15 Μαρτίου 2018, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου Δασούλα, (κωλυομένης της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ξένης Δημητρίου – Βασιλοπούλου) και της Γραμματέως Aγγελικής Ανυφαντή για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων – καλούντων: 1)Γ. Κ. του Η., κατοίκου …, 2)Β. Κ. του Γ., κατοίκου …, 3)Ε. Κ. του Γ., κατοίκου … και 4)Β. Κ. του Γ., κατοίκου …. Ο πρώτος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Κάντζιο και οι λοιπές εκπροσωπήθηκαν από τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο τους, που κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου – καθού η κλήση: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην …, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του Βασιλική Δούσκα, Αντιπρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που δεν κατάθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-5-1993 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, της Κ. συζύγου Γ. Κ., το γένος Χ. Κ., που δεν είναι διάδικος στη δίκη αυτή και της Ε. χήρας Η. Κ., δικαιοπαρόχου των αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Κερκύρας.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 14/1995 μη οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 12/1997 του Εφετείου Κέρκυρας, που ανέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, 228/1999 εν μέρει οριστική του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κέρκυρας, 13/2004 οριστική του Εφετείου Κέρκυρας, 148/2005 οριστική του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κέρκυρας και 45/2013 οριστική του Εφετείου Κέρκυρας.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι αναιρεσείοντες με την από 25 Μαΐου 2016 αίτησή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η 1855/2017 απόφαση του Α2’ Πολιτικού τμήματος του Αρείου Πάγου, η οποία παρέπεμψε στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου το αναφερόμενο στο σκεπτικό ζήτημα και ειδικότερα αν για αποφάσεις που δημοσιεύθηκαν προ της 1-1-2016, χωρίς να επιδοθούν, εξακολουθεί, και μετά την 1-1-2016, να ισχύει η τριετής προθεσμία για την άσκηση του ένδικου μέσου της αναίρεσης που προβλεπόταν από τη διάταξη του άρθρου 564 παρ. 3 Κ.Πολ.Δικ., πριν από την αντικατάστασή της με το άρθρο 1, άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015.
Με την από 8 Δεκεμβρίου 2017 κλήση των αναιρεσειόντων η υπόθεση φέρεται στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων, αφού έλαβαν με τη σειρά τον λόγο από τον Πρόεδρο ανέπτυξαν προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων, ο οποίος αναφέρθηκε και στις προτάσεις του, ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου, ζήτησε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε για τις αποφάσεις που δημοσιεύθηκαν προ της 1-1-2016, χωρίς να επιδοθούν, να εξακολουθεί και μετά την 1-1-2016, να ισχύει η τριετής προθεσμία για την άσκηση του ενδίκου μέσου της αναίρεσης που προβλεπόταν από τη διάταξη του άρθρου 564 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ., πριν από την αντικατάσταση της με το άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015. Κατόπιν αυτών ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους πιο πάνω πληρεξούσιους των διαδίκων, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε όσα προηγουμένως είχαν αναπτύξει.
Κατά την 14η Iουνίου 2018, ημέρα που συγκροτήθηκε το Δικαστήριο τούτο προκειμένου να διασκεφθεί για την ανωτέρω υπόθεση, ήταν απόντες οι Αντιπρόεδροι του Αρείου Πάγου Χρυσούλα Παρακευά και Μαρία Γαλάνη – Λεοναρδοπούλου και οι Αρεοπαγίτες Χαράλαμπος Καλαματιανός, Διονυσία Μπιτζούνη, Ιωάννης Μπαλιτσάρης, Αγγελική Τζαβάρα, Παρασκευή Καλαϊτζή, Μαρία Γεωργίου και Αντιγόνη Καραΐσκου – Παλόγου, οι οποίοι είχαν δηλώσει κώλυμα αρμοδίως. Παρά ταύτα, παρισταμένων, πλην αυτών, πλέον των είκοσι εννέα (29) μελών εκ των συμμετασχόντων στη συζήτηση την υπόθεσης, κατ’ άρθρο 23 παρ.2 του ν. 1756/1988, όπως ισχύει με την τροποποίηση με το άρθρο 44 του ν. 3659/2008, το Δικαστήριο είχε την εκ του νόμου απαρτία για να διασκεφθεί.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Με την από 8-12-2017 κλήση των αναιρεσειόντων νόμιμα φέρεται προς συζήτηση στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, με την 1855/2017 ομόφωνη απόφαση του Α2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, ως ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος και για την ενότητα της νομολογίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 563 παρ. 2 ΚΠολΔ και 23 παρ. 2 εδ. β’ του ν. 1756/1988, όπως το δεύτερο τροποποιήθηκε με το άρθρο 16 παρ. 1 του ν. 2331/1995, το αυτεπαγγέλτως ερευνώμενο, κατ’ άρθρο 577 ΚΠολΔ, ζήτημα αν για αποφάσεις που δημοσιεύτηκαν πριν την 1-1-2016, χωρίς να επιδοθούν, εξακολουθεί και μετά την 1-1-2016 να ισχύει η τριετής καταχρηστική προθεσμία για την άσκηση του ενδίκου μέσου της αναίρεσης, που προβλεπόταν από τη διάταξη του άρθρου 564 παρ. 3 ΚΠολΔ, πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015.
2. Με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, ο οποίος επέφερε ριζικές αλλαγές στον ΚΠολΔ, τροποποιήθηκαν πολλές διατάξεις του τρίτου βιβλίου του ΚΠολΔ (άρθρα 495-590), που αφορούν τα ένδικα μέσα και τις ανακοπές, μεταξύ των οποίων και το άρθρο 564 παρ. 3, στο οποίο ορίσθηκε ότι ‘ ‘ αν η απόφαση δεν επιδόθηκε, η προθεσμία της αναίρεσης είναι δύο (2) έτη και αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης που περατώνει τη δίκη’ ‘ . Η ίδια διάταξη, πριν την τροποποίησή της, όριζε ότι ‘ ‘ αν η απόφαση δεν επιδόθηκε, η προθεσμία της αναίρεσης είναι τρία χρόνια και αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης που περατώνει τη δίκη’ ‘ . Περαιτέρω, στο άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του ίδιου νόμου και υπό τον τίτλο ‘ ‘ μεταβατικές και άλλες διατάξεις’ ‘ περιλήφθηκε μεταβατική διάταξη, σύμφωνα με την οποία ‘ ‘ Οι διατάξεις για τα ένδικα μέσα και τις ειδικές διαδικασίες των άρθρων 591-645 εφαρμόζονται για τα κατατιθέμενα από τις 1-1-2016 ένδικα μέσα και αγωγές’ ‘ , ενώ στην παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι ‘ ‘ Κατά τα λοιπά, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις, η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από 1-1-2016’ ‘ . Η αιτιολογική έκθεση του ν. 4335/2015 ορίζει, όσον αφορά τις μεταβατικές διατάξεις, τα εξής: ‘ ‘ Με τις παραγράφους 1 – 4 των μεταβατικών διατάξεων ρυθμίζεται το χρονικό σημείο έναρξης ισχύος των διατάξεων του προτεινόμενου σχεδίου νόμου, κατά τρόπον ώστε να παρέχεται ο αναγκαίος χρόνος προσαρμογής στις νέες ρυθμίσεις όλων των παραγόντων της δικαιοσύνης’ ‘ . Η ως άνω μεταβατική διάταξη, όμως, που περιορίζεται μόνο στην πρόβλεψη ότι οι διατάξεις για τα ένδικα μέσα εφαρμόζονται σε όσα εξ αυτών ασκούνται μετά την 1-1-2016, κάθε άλλο παρά σαφής είναι και για το λόγο αυτό οι σχετικές θεωρητικές προσπάθειες, αλλά -το κυριότερο- και οι πρώτες δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται μετά την 1-1-2016 περιέχουν συχνά εκ διαμέτρου αντίθετες προσεγγίσεις των νέων ρυθμίσεων, που διακυβεύουν σε μεγάλο βαθμό την απαιτούμενη ασφάλεια δικαίου. Με τη φραστική διατύπωση της ανωτέρω μεταβατικής διάταξης ανέκυψαν ζητήματα διαχρονικού δικαίου στο δίκαιο της αναίρεσης, καθώς ο νομοθέτης δεν διακρίνει μεταξύ των διατάξεων που αφορούν στη διαδικασία άσκησης και συζήτησης του ενδίκου αυτού μέσου από εκείνες που αναφέρονται στο παραδεκτό και στην προθεσμία άσκησης αυτού, με συνέπεια, κατά γραμματική ερμηνεία, να μπορεί να υποστηριχθεί ότι η διάταξη καταλαμβάνει όλες τις εφέσεις και αναιρέσεις που κατατίθενται από 1-1-2016, ανεξαρτήτως του χρόνου δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαία η προσφυγή στις διαχρονικού δικαίου διατάξεις του Εισ.Ν. Κ.Πολ.Δ. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 24 παρ. 1 του Εισ. Ν.Κ.Πολ.Δ., το παραδεκτό των ενδίκων μέσων, το επιτρεπτό των προβαλλόμενων λόγων και ο χρόνος της άσκησης κρίνονται σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο που δημοσιεύεται η απόφαση, ενώ σύμφωνα με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, οι διατάξεις των άρθρων 518 παρ. 2, 545 παρ. 5 και 564 παρ. 3 ΚΠολΔ εφαρμόζονται και στις αποφάσεις που εκδόθηκαν πριν από την εισαγωγή του. Από την αντιπαραβολή μεταξύ των δύο παραγράφων τίθεται το ερμηνευτικό ζήτημα, αν η προθεσμία για την άσκηση του ενδίκου μέσου της αναίρεσης (αλλά και της έφεσης δεδομένης της ταυτότητας του λόγου) θα πρέπει να κριθεί με βάση την αρχή του άρθρου 24 παρ. 1 του Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ, η οποία αναφέρεται στο παραδεκτό (στοιχείο του οποίου αποτελεί και το εμπρόθεσμο του ενδίκου μέσου) ή στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου, η οποία αναφέρεται ειδικά στις καταχρηστικές προθεσμίες. Προκειμένου να καταστεί αντιληπτή η λειτουργία της παρ. 2 του άρθρου 24 του Εισ. Ν.Κ.Πολ.Δ σκόπιμο είναι να υπομνησθεί ότι υπό την ισχύ της ΠολΔ/1835 δεν προβλεπόταν καταχρηστική προθεσμία για την άσκηση του ενδίκου μέσου της έφεσης ή της αναίρεσης, Σύμφωνα με το άρθρο 752 ΠολΔ/1835 οριζόταν τριακονθήμερη προθεσμία για την άσκηση έφεσης, που αφετηριαζόταν από την επίδοση της απόφασης, η οποία παρατεινόταν για επιπλέον 30 ημέρες αν ο διάδικος ή ο νόμιμος αντιπρόσωπός του ήταν εγκατεστημένοι στην αλλοδαπή ή ήταν αγνώστου διαμονής (άρθρο 754ΠολΔ/1835). Αν παραλειπόταν η επίδοση ή η τυχόν γενόμενη ήταν ελαττωματική, το δικαίωμα άσκησης έφεσης υπέκειτο στη ‘ ‘ συνήθη’ ‘ παραγραφή του ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 756 ΚΠολΔ/1835). Ανάλογη ρύθμιση ίσχυε και αναφορικά με την προθεσμία άσκησης της αναίρεσης (άρθρο 520 ΚΠολΔ/1835). Κατ’ αποτέλεσμα, η ρύθμιση του άρθρου 24 παρ. 2 του Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ αποβλέπει να θεραπεύσει τα πρακτικής φύσεως θέματα τα οποία αναμενόταν ότι θα ανακύψουν από την εισαγωγή των νέων καταχρηστικών προθεσμιών του ΚΠολΔ, με τις οποίες επερχόταν σημαντική σύντμηση της προθεσμίας άσκησης των ενδίκων αυτών μέσων. Διαπιστώνεται, επομένως, ότι η αντιδιαστολή μεταξύ των δύο παραγράφων του άρθρου 24 αναδεικνύει μια ουσιώδη διαφορά στη λειτουργία τους. Η παρ. 1 αποτυπώνει μια ευρύτερη διαχρονικού δικαίου αρχή, σύμφωνα με την οποία τόσο το παραδεκτό των ενδίκων μέσων όσο και το επιτρεπτό των προβαλλόμενων με αυτά λόγων κρίνονται δυνάμει του νόμου που ισχύει κατά το χρόνο δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Αντίθετα, η παρ. 2 του άρθρου 24 του Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ κατέτεινε στη θεραπεία μιας συγκεκριμένης πρακτικής αναγκαιότητας, που ήγειρε η θέσπιση το πρώτον καταχρηστικών προθεσμιών για την άσκηση ενδίκων μέσων κατά τον ΚΠολΔ. Υπό την έννοια αυτή εύστοχα εκφράζονται αμφιβολίες για το κατά πόσον αποδίδει γενικότερη αρχή του διαχρονικού δικαίου. Πάντως, υπό την ισχύ του ν. 4335/2015, με αφορμή τη σύντμηση της καταχρηστικής προθεσμίας για την άσκηση της έφεσης ή της αναίρεσης, υποστηρίχθηκε η ερμηνευτική εκδοχή ότι το ζήτημα θα πρέπει να αντιμετωπισθεί αποκλειστικά στο πλαίσιο της μεταβατικής ρύθμισης του άρθρου ένατου παρ. 2 του ν. 4335/2015 (ΑΠ 1640/2017, 1176/2017). Υπό την ερμηνευτική αυτή εκδοχή υποστηρίζεται ότι ο δικονομικός νομοθέτης απέκλινε με το ν. 4335/2015 συνειδητά από την ως άνω διαχρονικού δικαίου αρχή του Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ, χωρίς να αφήσει το ζήτημα αρρύθμιστο, ώστε να μπορεί να καλυφθεί το κενό μέσω της προσφυγής στο άρθρο 24 παρ. 1 του Εισ. Ν.Κ.Πολ.Δ., η οποία εξαρτούσε το παραδεκτό της αναίρεσης από το νόμο που ίσχυε κατά το χρόνο δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης, όπως έπραξε ο νομοθέτης του ν.3994/2011, ο οποίος ρητά επανέλαβε την ως άνω διάταξη του Εισ.ΝΚΠολΔ στη μεταβατική διάταξη του άρθρου 72 παρ. 2 του νόμου εκείνου, ορίζοντας ειδικότερα ότι ‘ ‘ Το παραδεκτό των ενδίκων μέσων, το επιτρεπτό των προβαλλόμενων λόγων και ο χρόνος της άσκησής τους κρίνονται σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο που δημοσιεύεται η απόφαση’ ‘ . Η άποψη αυτή βασίζεται στην ευρεία διατύπωση της μεταβατικής διάταξης του ν. 4335/2015, στο γενικό σκοπό του ν. 4335/2015, που είναι η επιτάχυνση της πολιτικής δίκης, και στον ειδικό σκοπό της διάταξης, για συρρίκνωση της καταχρηστικής προθεσμίας για άσκηση ενδίκων μέσων. Υπό αυτή την εκδοχή όλες οι αποφάσεις που εκδόθηκαν εντός του έτους 2013 και οι οποίες δεν είχαν προσβληθεί με το ένδικο μέσο της έφεσης ή της αναίρεσης μέχρι και τις 31-12-2015, κατέστησαν απρόσβλητες με το αντίστοιχο ένδικο μέσο από την 1-1-2016 και τούτο διότι, αν κατατεθεί εντός του έτους 2016 η έφεση ή η αναίρεση, το εμπρόθεσμο αυτών θα κριθεί με βάση τη νέα, ήδη παρελθούσα, διετή προθεσμία και όχι με βάση την παλαιά τριετή προθεσμία, που θα συμπληρωνόταν κάποια στιγμή εντός του έτους 2016. Σε κάθε περίπτωση, κατά την ίδια ως άνω άποψη, οι διάδικοι που πίστευαν ότι είχαν τριετή προθεσμία προς άσκηση έφεσης ή αναίρεσης, είχαν στη διάθεσή τους ικανό χρονικό διάστημα, μεγαλύτερο των πέντε μηνών, εφόσον ο ν. 4335/2015 δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης στις 23-7-2015, προς ενημέρωσή τους και προς εμπρόθεσμη άσκηση ενδίκου μέσου. Υπό την ίδια ερμηνευτική εκδοχή αποκρούεται η δυνατότητα ερμηνευτικής προσφυγής στον κανόνα του άρθρου 24 παρ. 2 Εισ.Ν.Κ.ΠολΔ, με το επιχείρημα ότι η τελευταία προσιδίαζε στην αντιμετώπιση συγκεκριμένων αναγκών που ανέκυπταν κατά την εισαγωγή του ΚΠολΔ, διότι τότε δεν προβλεπόταν καταχρηστική προθεσμία προς άσκηση έφεσης ή αναίρεσης, αλλά παραγραφή αυτής. Οι υποστηρικτές της ανωτέρω θέσης ισχυρίζονται περαιτέρω ότι, παρότι τα ένδικα μέσα αποτελούν μία πρόσθετη εγγύηση τελειότερης απονομής της δικαιοσύνης, ο κοινός νομοθέτης μπορεί όχι μόνο να περιορίσει αυτά, αλλά και να αποκλείσει εντελώς την άσκησή τους, με σκοπό την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη απονομή της δικαιοσύνης, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι τούτο γίνεται κατά τρόπο γενικό και δεν καταλαμβάνει και ήδη ασκηθέντα ένδικα μέσα, διότι η πρόσβαση στα ένδικα μέσα δεν κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα της χώρας μας, ούτε από το άρθρο 6 παρ. 1 της Σύμβασης της Ρώμης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, ούτε από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα επιχειρήματα της ανωτέρω άποψης, όμως, προϋποθέτουν σαφή νομοθετική διάταξη, ως προς την κατάργηση ή τη συρρίκνωση του δικαιώματος άσκησης έφεσης και αναίρεσης, ώστε να κριθεί αν οι διάδικοι είχαν ασφαλή πληροφόρηση και επαρκή χρόνο. Αν αυτό ίσχυε, δυσχερώς, πράγματι, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι οι διάδικοι αιφνιδιάστηκαν. Ωστόσο, η μεταβατική διάταξη του άρθρου ένατου παρ. 2 του ν. 4335/2015 ουδόλως, κατά τα προεκτεθέντα, φέρει τα εχέγγυα της απαιτούμενης για την εμπέδωση της ασφάλειας δικαίου σαφήνειας. Περίτρανη απόδειξη αυτού αποτελεί το γεγονός ότι η θεωρία άμεσα εξέφρασε εντονότατο προβληματισμό ως προς την αληθή έννοια της γενικής διατύπωσης της διάταξης αυτής και κατά την κρατούσα θέση της προέκρινε τη μη εφαρμογή της στο επίμαχο ζήτημα. Την ανωτέρω κυρίαρχη στη θεωρία άποψη έχουν υιοθετήσει και οι αποφάσεις 519/2017 και 520/2017 του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με τις οποίες σε όσες αποφάσεις δημοσιεύτηκαν πριν την 1-1-2016 η καταχρηστική προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης είναι τριετής και όχι διετής, δηλαδή προέκρινε η άποψη αυτή την ερμηνευτική άρση του προβλήματος μέσω της προσφυγής στη διαχρονικού δικαίου αρχή του άρθρου 24 παρ. 1 του Εισ.Ν.ΚΠολΔ, εστιάζοντας στην άρση των ατόπων και ανισοτήτων που θα μπορούσαν να ανακύψουν μεταξύ των διαδίκων από την ενδεχόμενη επιλογή αναδρομικής ισχύος τέτοιων νεότερων διατάξεων, που συντέμνουν τις καταχρηστικές αυτές προθεσμίες. Το άτοπο της στενής γραμματικής ερμηνείας του άρθρου ένατου παρ. 2 του ν. 4335/2015 αναδεικνύεται και από το εξής παράδειγμα: Αίτηση αναίρεσης κατ’ απόφασης που είχε δημοσιευθεί σε χρόνο μεγαλύτερο της διετίας και μικρότερο της τριετίας πριν την άσκηση της αναίρεσης θα ήταν παραδεκτή ως εμπρόθεσμη αν ασκείτο μέχρι τις 31-12-2015, ενώ θα ήταν απαράδεκτη ως εκπρόθεσμη αν ασκείτο μετά την 1-1-2016, αφού θα είχε, εν τω μεταξύ, συμπληρωθεί η διετής προθεσμία από τη δημοσίευσή της. Αν ο νομοθέτης ήθελε κάτι διαφορετικό, που θα οδηγούσε σε απώλεια του δικονομικού δικαιώματος ασκήσεως ενδίκου μέσου μέσα στη νέα καταχρηστική προθεσμία, θα έπρεπε είτε να το ορίσει ρητά είτε να προβλέψει συγκεκριμένη προθεσμία, εντός της οποίας θα όφειλε να ασκηθεί τυχόν ένδικο μέσο κατά αποφάσεως που δημοσιεύθηκε σε χρόνο μεγαλύτερο των δύο ετών από τη θέση σε ισχύ του νέου νόμου ή από την άσκηση του ενδίκου μέσου. Εξάλλου, η προσήλωση στη φραστική διατύπωση του άρθρου ένατου παρ. 2 του ν. 4335/2015 θα ήγειρε ανυπολόγιστους κινδύνους ανασφάλειας δικαίου και διάψευσης της εύλογης πεποίθησης και δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των συναλλασσομένων από ενδεχόμενη απώλεια κρίσιμων προθεσμιών και δικαιωμάτων. Γι’ αυτούς κυρίως τους λόγους, η ρύθμιση του ως άνω νόμου πρέπει να υποχωρήσει υπέρ της θεμελιώδους διαχρονικού δικαίου αρχής, που διατυπώνεται στο άρθρο 24 παρ. 1 Εισ. Ν.Κ.Πολ.Δ., δηλαδή να εφαρμόζεται επί της προθεσμίας των ενδίκων μέσων και εναντίον των αποφάσεων που δεν έχουν επιδοθεί ο κατά το χρόνο της δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης ισχύων νόμος. Έτσι, ως προς τις δημοσιευόμενες πριν την έναρξη ισχύος του ν. 4335/2015 αποφάσεις, που είχαν εκδοθεί αντιμωλία των διαδίκων και δεν είχαν επιδοθεί και καταστεί τελεσίδικες ή αμετάκλητες, εξακολουθεί να ισχύει η τριετής καταχρηστική προθεσμία προσβολής τους με αναίρεση (πρβλ Ολ ΑΠ 296/1974 στην αντίστροφη περίπτωση της αύξησης της ως άνω καταχρηστικής προθεσμίας από διετή, κατά το άρθρο 817 παρ. 4 της ΠολΔ, σε τριετή με τον ΚΠολΔ/1968). Η με τον τρόπο αυτό τελολογική προσέγγιση του άρθρου ένατου παρ. 2 του ν. 4335/2015 συντελεί στην εγκαθίδρυση αισθήματος εμπιστοσύνης του πολίτη και άρσης οποιασδήποτε ανασφάλειας δικαίου. Άλλωστε, υπέρ της ερμηνευτικής αυτής αντίληψης συνεπικουρεί και η διάταξη του άρθρου 13 παρ. 2 Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ, σύμφωνα με την οποία ‘ ‘ Η διάρκεια των προθεσμιών που είχαν αρχίσει πριν από τη εισαγωγή του ΚΠολΔ και δεν έχουν λήξει, καθώς και η παρέκτασή τους, κρίνονται σύμφωνα με το δίκαιο που ίσχυε πριν την εισαγωγή του, η παράταση όμως, η αναστολή και η διακοπή τους εξαιτίας γεγονότων που επήλθαν μετά την εισαγωγή του ΚΠολΔ κρίνονται με βάση τις διατάξεις του’ ‘ .
Συνεπώς, κατά την πλειοψηφούσα άποψη του παρόντος Δικαστηρίου, η ένδικη, από 25-5-2016, αίτηση αναίρεσης κατά της 45/31-5-2013 μη επιδοθείσας τελεσίδικης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κέρκυρας, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόντος την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση στις 27-5-2013, είναι παραδεκτή, ως εμπροθέσμως ασκηθείσα. Κατά τη γνώμη, όμως, των από τα μέλη του Δικαστηρίου Βασιλείου Πέππα, Προέδρου του Αρείου Πάγου, Ειρήνης Κιουρτσόγλου-Πετρουλάκη, Γεωργίου Λέκκα, Αντιπροέδρων του Αρείου Πάγου και των Αρεοπαγιτών Ιωάννη Φιοράκη, Χρήστου Τζανερίκου και Λουκά Μόρφη, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 564 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, και το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 και 4 του ίδιου νόμου, προκύπτει με σαφήνεια ότι επί αιτήσεως αναιρέσεως, η οποία ασκείται με την κατάθεση του σχετικού δικογράφου στη γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου μετά την 1-1-2016 και στρέφεται κατ’ αποφάσεως που έχει δημοσιευθεί πριν από την πιο πάνω ημερομηνία χωρίς να έχει επιδοθεί, η προθεσμία για την άσκησή της είναι διετής από τη δημοσίευσή της, καθόσον η διάταξη του άρθρου ένατου παρ. 2 του ν. 4335/2015 είναι ειδική και ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι οι διάδικοι αιφνιδιάστηκαν από την επελθούσα με το ν. 4335/2015 νομοθετική μεταβολή, ενόψει της ευρείας δημοσιότητας που δόθηκε στην τροποποίηση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας με τον πιο πάνω νόμο, καθώς και του μακρού χρόνου που μεσολάβησε από τη δημοσίευση αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (23-7-2015) μέχρι την έναρξη της ισχύος του (1-1-2016). Επομένως, κατά την άποψη αυτή, η ένδικη αίτηση αναίρεσης είναι εκπρόθεσμη. Κατά την εν μέρει αποκλίνουσα, όμως, άποψη τριών μελών αυτού και ειδικότερα των Πηνελόπης Ζωντανού, Μαρίας Χυτήρογλου, Αντιπροέδρων του Αρείου Πάγου και Νικολάου Πιπιλίγκα Αρεοπαγίτη, κατά τη διάταξη του άρθρου 24 παρ.2 ΕισΝΚΠολΔ, η οποία είναι ειδικότερη εκείνης της παρ. 1 του ιδίου άρθρου, αφού με αυτήν ρυθμίζονται ειδικά οι καταχρηστικές προθεσμίες των ενδίκων μέσων και η οποία εφαρμόζεται και στην κρινόμενη περίπτωση, ορίζεται ότι οι διατάξεις των άρθρων 518 παρ.2, 545 παρ.5 και 564 παρ.3 εφαρμόζονται και στις αποφάσεις που εκδόθηκαν πριν την εισαγωγή του και ότι οι προθεσμίες που καθορίζονται από τις διατάξεις αυτές αρχίζουν από την έναρξη ισχύος αυτού του νόμου. Εξ άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 18 παρ.2 ΕισΝΑΚ, η οποία απηχεί γενικότερη επί του ρυθμιζομένου θέματος διαχρονικού δικαίου αντίληψη του νομοθέτη, ορίζεται ότι αν ο χρόνος παραγραφής του Κώδικα είναι συντομότερος από αυτόν που προβλέπει το ως τώρα δίκαιο, υπολογίζεται ο συντομότερος από την εισαγωγή του Κώδικα και αρχίζει από αυτήν. Στην περίπτωση όμως που ο χρόνος παραγραφής του έως τώρα δικαίου συμπληρώνεται νωρίτερα από το χρόνο που ορίζεται στο Κώδικα, η παραγραφή συμπληρώνεται μόλις περάσει ο χρόνος παραγραφής του έως τώρα δικαίου. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι η νέα διάταξη του άρθρου 564 παρ. 3 του ΚΠολΔ, με την οποία καθιερώνεται διετής καταχρηστική προθεσμία από τη δημοσίευση της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης, έχει εφαρμογή επί αιτήσεων αναίρεσης που ασκούνται μετά την 1.1.2016 και στρέφονται κατ’ αποφάσεων που δημοσιεύθηκαν πριν τη χρονολογία αυτή (έναρξη ισχύος του ν. 4335/2015), υπό την έννοια ότι δεν είναι επιτρεπτή, ως εκπρόθεσμη, η άσκηση αυτών μετά την 1η Ιανουαρίου 2018, οπότε συμπληρώνεται η διετής προθεσμία που προβλέπει η νέα διάταξη του άρθρου 564 παρ.3 από την 1η Ιανουαρίου 2016 (έναρξη εφαρμογής του ν. 4335/2015) και η οποία αποτελεί το απώτατο χρονικό όριο για την άσκηση αναίρεσης. Στη περίπτωση όμως που εντός της πιο πάνω διετίας (1.1.2016 – 1.1.2018) λήγει η τριετής καταχρηστική προθεσμία, ως εκ του χρόνου δημοσίευσης της πριν την 1.1.2016 εκδοθείσας απόφασης που προσβάλλεται με την αίτηση αναίρεσης, η ανωτέρω προθεσμία λήγει κατά την χρονολογία αυτή κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 564 παρ.3 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε προηγουμένως, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 24 παρ.2 ΕισΝΚΠολΔ και 18 παρ.2 εδ β ΕισΝΑΚ, αναλόγως εφαρμοζομένης και επί προθεσμιών (πρβλ ΟλΑΠ 296/1974 στην αντίστροφη περίπτωση της αύξησης της ως άνω καταχρηστικής προθεσμίας από διετή κατά το άρθρο 817 παρ.4 της ΠολΔ σε τριετή με τον ΚΠολΔ/1968). Στην προκειμένη περίπτωση η ένδικη από 27.5.2016 αίτηση αναίρεσης, η οποία στρέφεται κατά της υπ’ αριθμό 45/31.5.2013 απόφασης του (Τριμελούς) Εφετείου Κέρκυρας έχει ασκηθεί εντός της κατά το άρθρο 564 παρ.3 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε προηγουμένως, τριετούς καταχρηστικής προθεσμίας, αφού η προσβαλλομένη απόφαση δημοσιεύθηκε στις 31.5.2013 και η αίτηση αναίρεσης κατατέθηκε στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε τη προσβαλλομένη απόφαση στις 27.5.2016 με αριθμό 13/27.5.2016, χωρίς κατά το χρόνο άσκησής της να έχει παρέλθει η 1.1.2018 με την πάροδο διετίας αρχομένης από την 1.1.2016, ημερομηνία έναρξης εφαρμογής του ν. 4335/2015. Επομένως, η ως άνω αίτηση είναι παραδεκτή, ως εμπροθέσμως ασκηθείσα. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της παρούσας δίκης πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων, διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 εδάφιο τελευταίο ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Η Ολομέλεια του Δικαστηρίου αποφαίνεται ότι για αποφάσεις που δημοσιεύθηκαν πριν την 1-1-2016, χωρίς να επιδοθούν, εξακολουθεί και μετά την 1-1-2016 να ισχύει η τριετής προθεσμία για την άσκηση του ενδίκου μέσου της αναίρεσης που προέβλεπε η διάταξη του άρθρου 564 παρ. 3 ΚΠολΔ, πριν την αντικατάστασή της με το άρθρο πρώτο, άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015.
Και
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα της παρούσας δίκης μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 14 Ιουνίου 2018.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 28 Ιουνίου 2018.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ