Το βλέμμα του Αλέξη Τσίπρα μετά τη συνάντησή του με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν το απόγευμα της Πέμπτης στις Βρυξέλλες μιλούσε από μόνο του για την εξέλιξη της συνομιλίας των δύο ανδρών. Οπως ο ίδιος ο Πρωθυπουργός παραδέχθηκε, δεν ήταν μια εύκολη συνάντηση. Το συμπέρασμα προέκυψε αβίαστα. Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις παραμένουν αυτή την περίοδο εγκλωβισμένες στις υποθέσεις των δύο ελλήνων στρατιωτικών που κρατούνται στις φυλακές υψίστης ασφαλείας στην Αδριανούπολη και των οκτώ τούρκων αξιωματικών που σταδιακά λαμβάνουν άσυλο στην Ελλάδα και βρίσκονται, υπό δρακόντεια μέτρα ασφαλείας, σε άγνωστη τοποθεσία.
Η παγωνιά που επικρατούσε μέσα στην αίθουσα της συνέντευξης Τύπου ταίριαζε πλήρως με το κλίμα που επικράτησε στη διμερή συνάντηση των δύο ηγετών. Ο κ. Τσίπρας μίλησε για κάποια ελπίδα ότι ίσως υπάρξει μια θετική εξέλιξη στο ζήτημα των «2». Απέφυγε τις λεπτομέρειες, αλλά όπως φαίνεται το καλύτερο δυνατό σενάριο είναι κατ’ αρχήν να απαγγελθεί τουλάχιστον κατηγορητήριο στους Αγγελο Μητρετώδη και Δημήτρη Κουκλάτζη που βρίσκονται ήδη πάνω από τέσσερις μήνες υπό κράτηση. Το αναπάντητο ερώτημα είναι πόσο μπορεί να επενδύσει η Αθήνα σε κάτι τέτοιο, ιδιαίτερα από τη στιγμή που το θέμα αυτό έχει αρχίσει να κοστίζει πολιτικά στην κυβέρνηση. Ο κ. Ερντογάν όμως φέρεται να συνέδεσε ξανά το ζήτημα με εκείνο των «8». Μπορεί να το έκανε πιο κομψά, αλλά πάντως το έκανε. Η δε αναφορά του έλληνα πρωθυπουργού ότι η χώρα μας δεν θεωρεί ευπρόσδεκτους τους πραξικοπηματίες μάλλον δεν συγκινεί τον τούρκο πρόεδρο ούτε του προκαλεί ηθικά διλήμματα.
Το θέμα των «2»
Συνεργάτες του κ. Τσίπρα αλλά και ο υπουργός Εθνικής Αμυνας Πάνος Καμμένος τόνιζαν τη σημασία της κίνησης του Πρωθυπουργού να θέσει σε επίπεδο κορυφής το θέμα των «2». Ωστόσο, δύσκολα το ΝΑΤΟ θα λάβει σαφή θέση σε αυτό το ζήτημα. Ο λόγος είναι σαφής. Η θέση της Τουρκίας στη Συμμαχία παραμένει ισχυρή και προκαλεί απορία το αίτημα πολλών να τοποθετηθεί υπέρ της μιας ή της άλλης πλευράς ο Γενικός Γραμματέας Γενς Στόλτενμπεργκ. Μια αναδρομή στη σύγχρονη ιστορία θα αρκούσε για να σταματήσουν οι ευσεβείς πόθοι. Το ζήτημα που ίσως θα έπρεπε να απασχολήσει περισσότερο την Αθήνα είναι το ότι η Αγκυρα εμφανίζεται διατεθειμένη να κάνει ολική επαναφορά σε επίπεδο ΝΑΤΟ μετά τις εκλογές σε μια προσπάθεια να αποκρούσει και τις κατηγορίες πως κινείται σε υπερβολικά φιλορωσική τροχιά.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η Τουρκία επιθυμεί να αναλάβει (το 2021) τη διοίκηση της Very High Readiness Joint Task Force (VJTF), η οποία αριθμεί 5.000 άνδρες και θεωρείται η «δύναμη πυρός» της Δύναμης Ταχείας Αντίδρασης (NRF) της Συμμαχίας και συστάθηκε ύστερα από τη ρωσική κατάληψη της Κριμαίας. Η Αγκυρα εμφανίζεται επίσης διατεθειμένη να αναλάβει μεγαλύτερο ρόλο στη δράση του ΝΑΤΟ στη Μαύρη Θάλασσα, περιοχή υψηλής σημασίας για τη Συμμαχία λόγω της ρωσικής παρουσίας στην Κριμαία.
Οι ευρωτουρκικές σχέσεις
Την ίδια στιγμή, σε επίπεδο Κομισιόν, διατυπώνονται αναζητήσεις για το πώς μπορούν να αναθερμανθούν οι ευρωτουρκικές σχέσεις. Με το Προσφυγικό στην πρώτη γραμμή, η ελληνική κυβέρνηση διάκειται θετικά στην κατεύθυνση αυτή. Οι κ.κ. Τσίπρας και Ερντογάν συζήτησαν επί του Προσφυγικού, με το μείζον ζήτημα να είναι οι επιστροφές από τα ελληνικά νησιά στην Τουρκία. Η Αθήνα εκτιμά ότι σε ένα ευρύτερο πακέτο, το οποίο π.χ. θα περιελάμβανε την αναβάθμιση της Τελωνειακής Ενωσης ΕΕ – Τουρκίας, θα μπορούσε να ενταχθεί και το ζήτημα των δύο στρατιωτικών.
Ο εγκλωβισμός με τις υποθέσεις των στρατιωτικών δεν επιτρέπει πρόοδο σε άλλα διμερή θέματα. Οι κ.κ. Τσίπρας και Ερντογάν φέρονται να συμφώνησαν να εξετάσουν τρόπους να μειωθεί η ένταση στο Αιγαίο και ιδιαίτερα στον εναέριο χώρο (το τελευταίο διάστημα έχουν μειωθεί τα περιστατικά στη θάλασσα). Αν και δημοσίως δεν ειπώθηκε, προφανώς οι δύο άνδρες συζήτησαν για κάποιο πακέτο Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ). Σύμφωνα με πληροφορίες του «Βήματος», στην τελευταία συνάντηση που είχαν τον Μάιο, στο περιθώριο της συνεδρίασης της Στρατιωτικής Επιτροπής του ΝΑΤΟ, ο Α/ΓΕΕΘΑ ναύαρχος Ευάγγελος Αποστολάκης και ο πρώην πλέον ομόλογός του και νέος υπουργός Αμυνας της Τουρκίας Χουλουσί Ακάρ είχαν πολύ καλή και εις βάθος συζήτηση. Η Αθήνα θέλει να αξιοποιήσει αυτόν τον δίαυλο, ο οποίος συμπληρώνεται και από τον διάλογο σε επίπεδο γενικών γραμματέων των υπουργείων Εξωτερικών. Τα θέματα όμως που συζητούνται σε αυτό το πλαίσιο είναι πολύ ευαίσθητα (π.χ. τα πεδία βολής στο Αιγαίο).