Οι απογυμνωμένες μαύρες εκτάσεις και ο ανθρώπινος πόνος που άφησε πίσω της η πρόσφατη καταστροφή στην Ανατολική Αττική ξεσκέπασαν, για άλλη μια φορά, τις διαχρονικές, συλλογικές και ατομικές ευθύνες μιας κοινωνίας και μιας πολιτείας που τη μια μέρα «κλαίει» πάνω από τα αποκαΐδια και την επομένη κλείνει τα μάτια και προωθεί σχέδια στο όνομα της «ανάπτυξης», καταπώς βολεύει την πελατειακή της βάση.
Εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα δασών σε όλη τη χώρα έχουν απολέσει τον δασικό τους χαρακτήρα από τη δεκαετία του ’70 και μετά. Προωθήθηκαν διαδικασίες οριοθέτησης οικισμών που περιελάμβαναν και δάση, τροποποιήθηκαν εγκεκριμένα σχέδια, τα οποία επεκτάθηκαν σε δασικού χαρακτήρα περιοχές, ή απλώς καταπατήθηκαν δημόσιες δασικές εκτάσεις που στη συνέχεια τσιμεντώθηκαν, με την ανοχή της Διοίκησης, δημιουργώντας σε πολλές περιπτώσεις ολόκληρα αυθαίρετα χωριά μέσα στα δάση – τις περίφημες οικιστικές πυκνώσεις – των οποίων τη νομιμοποίηση προωθεί σήμερα η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ.
Στο «μάτι» της αυθαιρεσίας
Στην πληγείσα περιοχή της Ραφήνας οι αυθαίρετοι οικισμοί σε δασικές εκτάσεις καταλαμβάνουν 7.347 στρέμματα, στα οποία, σύμφωνα με στοιχεία του Ελληνικού Κτηματολογίου, περιλαμβάνονται και οι περιοχές που συνορεύουν με την πληγείσα περιοχή στο Μάτι. Μάλιστα, είναι ενδιαφέρον ότι σε άλλα 2.657 στρέμματα εκτείνονται οικισμοί με σχέδια που στερούνται νόμιμης ισχύος, ενώ εντός εγκεκριμένων ορίων βρίσκονται μόνο 16.750 στρέμματα.
Πιο αποκαλυπτικά είναι τα στοιχεία για τον Δήμο Μαραθώνα, όπου ανήκει το Μάτι. Η έκταση των νόμιμων οικισμών είναι 19.654 στρέμματα, ενώ εκείνοι που στερούνται νόμιμης έγκρισης (μεταξύ των οποίων και το Μάτι) φτάνουν τα 48.752 στρέμματα. Αλλα 15.444 στρέμματα καταλαμβάνουν τα αυθαίρετα χωριά.
Ειδικότερα για το Μάτι, όπως επισημαίνει στο «Βήμα» στέλεχος του Ελληνικού Κτηματολογίου, σε εγκεκριμένα σχέδια πόλεων καταγράφονται 3.493 στρέμματα και σε μη εγκεκριμένα όρια οικισμών άλλα 3.700 στρέμματα. Περί τα 1.500 στρέμματα καταλαμβάνουν οι αυθαίρετοι δασικοί οικισμοί, σε τμήματα στα νότια της περιοχής Μάτι, στα σύνορα με τη Ραφήνα (βλέπε χάρτη, σελίδες Α8-9).
Στο παρελθόν έγιναν πολλές και επίμονες προσπάθειες για να ενταχθεί το Μάτι στο σχέδιο πόλεως. Οπως αναφέρει χαρακτηριστικά παράγοντας του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ), στο παρελθόν είχε επιχειρηθεί δύο φορές να«περάσει» Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο (ΓΠΣ) για τη συγκεκριμένη περιοχή από τον τότε Οργανισμό Αθήνας και τις αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου. Ωστόσο, ποτέ δεν εγκρίθηκε, καθώς περίπου το 80% της έκτασης ήταν δασικό. «Ούτε υπό ένταξη σε ΓΠΣ βρίσκεται σήμερα η συγκεκριμένη περιοχή» επισημαίνει η ίδια πηγή.
Το γεγονός επιβεβαιώνει και η πρώην γενική επιθεωρήτρια Περιβάλλοντος και Ενέργειας Μαργαρίτα Καραβασίλη, η οποία μάλιστα δηλώνει ότι είχε δεχθεί τρομακτικές πιέσεις για να εντάξει στο ΓΠΣ της περιοχής (είχε ολοκληρωθεί αλλά ποτέ δεν εγκρίθηκε) και προστατευόμενες δασικές περιοχές. Οπως επισημαίνει η ίδια, ο πολεοδομικός σχεδιασμός, εάν γίνει σωστά, μπορεί να εξασφαλίσει βιώσιμους οικισμούς.
Ωστόσο, για τις περισσότερες περιοχές ο σχεδιασμός είναι μια άγνωστη λέξη. Η γειτονική Νέα Μάκρη δομήθηκε με βάση τις διαθέσεις των κατοίκων και των εκάστοτε πολιτικών παραγόντων. Από τη δεκαετία του ’60 άρχισαν σταδιακά να μπαίνουν στο σχέδιο εκτάσεις διάφορων οικοδομικών συνεταιρισμών για να ακολουθήσει αργότερα η πολεοδόμηση σε έξι γειτονιές αυθαίρετων κτισμάτων. Και εκεί εντοπίζεται και το κυριότερο πρόβλημα. Οι περιαστικές περιοχές, όχι μόνο στην Ανατολική Αττική, αλλά σε ολόκληρη τη χώρα, αναπτύχθηκαν άναρχα, είτε παρανόμως είτε νομίμως, σε εκτός σχεδίου περιοχές και εκ των υστέρων ερχόταν η πολιτεία να τις εντάξει στο σχέδιο. Οπότε είναι εύλογο να αντιληφθεί κανείς ότι, όταν ο πολεοδομικός σχεδιασμός έπεται της δόμησης, αυτή μπορεί να μετατραπεί σε «εύφλεκτη ύλη».
Πόσο ορθολογική μπορεί να είναι η οργάνωση του χώρου όταν ο πολεοδόμος θα πρέπει να δουλέψει πάνω σε ένα ήδη δομημένο περιβάλλον, χωρίς ελεύθερους χώρους, δίχως εξόδους διαφυγής, με αποκλεισμένη την πρόσβαση στην ακτή από τις διαδοχικές ιδιοκτησίες στο θαλάσσιο μέτωπο; Σε κάθε περίπτωση, οι κοντόφθαλμες νοοτροπίες δύσκολα θα αλλάξουν. Είναι χαρακτηριστική η δήλωση του δημάρχου Μαραθώνα Ηλία Ψινάκη, αλλά και άλλων πολιτικών παραγόντων της Ανατολικής Αττικής, ο οποίος ζήτησε από την κυβέρνηση να μην κηρυχτεί αναδασωτέα η καμένη περιοχή στα όρια του δήμου του.
Τα στοιχεία του Κτηματολογίου
Σήμερα το πολεοδομικό παζλ στο Μάτι περιλαμβάνει μια πλούσια γκάμα ιδιοκτησιών: νόμιμα κτίσματα προ του 1955, κτίρια εκτός σχεδίου σε μη δασικά τμήματα, με νόμιμες άδειες, πολλά αυθαίρετα στους δασικούς θύλακες, αγροτικές εκτάσεις, εκ των οποίων πολλές έχουν πλέον άλλον χαρακτήρα κ.λπ.
Γενικότερα, στην Αττική, σύμφωνα με το Κτηματολόγιο και με βάση τα στοιχεία που έχουν δώσει 55 δήμοι (από τους 66 συνολικά), τα δασικά χωριά αυθαιρέτων καταλαμβάνουν 105.125 στρέμματα, με τα περισσότερα να βρίσκονται σε Μέγαρα, Μαραθώνα, Κρωπία και Ωρωπό, Μαρκόπουλο, Σαλαμίνα, Ραφήνα – Πικέρμι, Μαραθώνα, Σπάτα – Αρτέμιδα, Φυλή, Ασπρόπυργο, Μάνδρα – Ειδυλλία.
Οπως αναφέρει τοπικός παράγοντας της Ραφήνας, «το Μάτι, όπως και πολλές άλλες περιοχές καθορίστηκαν από το 1985 ως “δεύτερης κατοικίας“». Σε αυτά τα 33 χρόνια άλλες περιοχές, όπως η παραλία Ωρωπού, ο οικισμοί Αγίας Μαρίνας Κορωπίου, η παραλία Μαραθώνα κ.λπ. ρυθμίστηκαν πολεοδομικά. «Το Μάτι όμως παραμένει πολεοδομικά αρρύθμιστο, με τις ευθύνες να βαρύνουν την κεντρική διοίκηση αλλά και τους τοπικούς φορείς. Τι σημαίνει αυτό; Ο χώρος δεν είχε οδούς διαφυγής, πλατείες για να συγκεντρώνεται ο κόσμος, οι δρόμοι προς την παραλία κατέληγαν σε κτίρια. Δόθηκε εντολή να εκκενωθεί. Πού να πάνε οι κάτοικοι; Πόσω μάλλον οι επισκέπτες που δεν γνώριζαν την περιοχή. Ουσιαστικά μόνο μία οδός διαφυγής υπήρχε, που συνδέεται με τη λεωφόρο Μαραθώνος».
Σύμφωνα με τον ίδιο, πολλά ερωτηματικά προκαλεί το γεγονός ότι οι δήμοι ανά τη χώρα, αν και είχαν το νομικό οπλοστάσιο ώστε να αποκαταστήσουν ορισμένους οικισμούς, δεν το χρησιμοποίησαν. Για παράδειγμα, το 2014 με ειδική ρύθμιση είχε προβλεφθεί σε οικισμούς που οριοθετήθηκαν μετά την ψήφιση του Συντάγματος του 1975 να μην εφαρμόζονται οι διατάξεις της δασικής νομοθεσίας, πλην όμως των περιπτώσεων κοινοχρήστων χώρων πρασίνου, πάρκων, αλσών και άλλων ελεύθερων χώρων.
Ωστόσο, το συγκεκριμένο εργαλείο «σκούριασε», γεγονός που δημιουργεί ερωτηματικά για τις πραγματικές προθέσεις των τοπικών φορέων.
Η λύση στα τοπικά επιχειρησιακά σχέδια
Πέρα όμως από τις πολεοδομικές αδυναμίες, διαπιστώνονται οργανωτικά προβλήματα, έλλειψη σχεδιασμού και πρόληψης στη διαχείριση κινδύνων. Οπως αναφέρει ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενωσης Δασολόγων Δημοσίων Υπαλλήλων (ΠΕΔΔΥ), Νίκος Μπόκαρης, η πρόσφατη πυρκαγιά στην Ανατολική Αττική ήταν ιδιαίτερη. «Ο μεικτός χαρακτήρας χρήσεων γης (αυθαίρετα, νόμιμα κτίσματα, εκτός σχεδίου δόμηση σε δασική έκταση, κατασκηνωτικοί χώροι, οικόπεδα περιφραγμένα, με πολύ υψηλή και άκαυτη δασική βλάστηση κ.λπ.) και το στενό οδικό δίκτυο, χωρίς διεξόδους διαφυγής, δημιουργεί συνθήκες πολύ υψηλής επικινδυνότητας σε περίπτωση πυρκαγιάς» σημειώνει.
«Το φαινόμενο εξελίχθηκε πολύ γρήγορα με τα γνωστά αποτελέσματα. Πρέπει να αλλάξει ο σχεδιασμός, να δημιουργηθούν τοπικά επιχειρησιακά σχέδια που να καλύπτουν τα διοικητικά όρια του κάθε Δασαρχείου. Το σχέδιο για την Ανατολική Αττική πρέπει να βασίζεται στις ιδιαιτερότητες του τόπου» υπογραμμίζει ο κ. Μπόκαρης, επισημαίνοντας ότι σήμερα η μοναδική περιοχή που έχει εξειδικευμένο επιχειρησιακό σχέδιο είναι ο Εθνικός Δρυμός της Πάρνηθας, το οποίο συντάχθηκε μετά την καταστροφική πυρκαγιά του 2009.
Οσον αφορά την καταστροφική μανία των πυρκαγιών τις τελευταίες δεκαετίες, ο δασολόγος και ερευνητής στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων και Τεχνολογίας Δασικών Προϊόντων δρ Γαβριήλ Ξανθόπουλος, επισημαίνει ότι η λύση δεν βρίσκεται μόνο στην καταστολή. Οπως λέει χαρακτηριστικά, μιλώντας στο «Βήμα», δεν είναι τυχαίο ότι δεν αναφέρονται θάνατοι πριν από το 1977 στην Ελλάδα από πυρκαγιές, εκτός από την περίπτωση της μεγάλης πυρκαγιάς στα βασιλικά κτήματα στο Τατόι το 1910, όταν έχασαν τη ζωή τους περί τα 20 άτομα. «Οι καταστροφές κτιρίων και περιουσιών ήταν ιδιαίτερα σπάνιες πριν από μερικές δεκαετίες, διότι γύρω από τα χωριά οι πυρκαγιές σταματούσαν, ελλείψει καύσιμης ύλης. Η ξυλώδης βιομάζα χρησιμοποιείτο ως καύσιμο για θέρμανση και μαγείρεμα, οπότε δεν την άφηναν να συσσωρεύεται στα δάση. Η εγκατάλειψη της υπαίθρου επέτρεψε την αύξηση της νεκρής βιομάζας γύρω από τα χωριά. Επιπλέον, οι κατοικίες στις περιοχές μείξης δασών – οικισμών που δημιουργήθηκαν κατά τις τελευταίες δεκαετίες αύξησαν κατακόρυφα την πιθανότητα καταστροφών» εξηγεί ο ίδιος.
Ειδικά για τη διαχείριση δασών στην Αττική, ο κ. Ξανθόπουλος υπογραμμίζει ότι, αν και υπόκειται στην ίδια νομοθεσία όπως σε όλη τη χώρα, παρουσιάζει ορισμένα ιδιαίτερα στοιχεία που επηρεάζουν τις πυρκαγιές. Είναι η ιδιαίτερα εύφλεκτη βλάστηση της περιοχής, ο πολύ μεγάλος πληθυσμός και οι δραστηριότητες εντός δασών και δασικών εκτάσεων, οι εκτεταμένες ζώνες μείξης δασών – οικισμών, η μεγάλη αξία γης και οι πολλές διεκδικήσεις ιδιοκτησίας δασικών εκτάσεων.