Πραγματικά περιστατικά διαφοράς:
Στην προκείμενη διαφορά, συνελήφθη αλλοδαπός στο λιμάνι των Πατρών να μεταφέρει παράνομους λαθρομετανάστες με αυτοκινούμενο τροχόσπιτο, το οποίο είχε μισθώσει στη Σουηδία. Ο αλλοδαπός καταδικάστηκε από το ποινικό δικαστήριο του δεύτερου βαθμού σε συνολική ποινή φυλακίσεως 11 μηνών, διετάχθη δε με την ίδια απόφαση και η δήμευση του ως άνω οχήματος. Για τα γεγονότα αυτά ενημερώθηκε αμέσως η Ελληνική υπηρεσία της EUROPOL. Ο ιδιοκτήτης του οχήματος απευθύνθηκε στη Σουηδική αστυνομία, στην οποία ανέφερε ότι το προαναφερόμενο αυτοκίνητο, κυριότητάς του, δεν του επεστράφη από τον μισθωτή του τη συμφωνηθείσα, κατά τους ισχυρισμούς του, ημερομηνία. Η Σουηδική αστυνομία ζήτησε πληροφορίες από το Σουηδικό παράρτημα της INTERPOL, που απάντησε αυθημερόν και ύστερα από ενημέρωση που έλαβε από την EUROPOL, ότι ο μισθωτής του οχήματος συνελήφθη να μεταφέρει με αυτό λαθρομετανάστες και, για την αιτία αυτή, εκρατείτο. Ακολούθως, η Σουηδική υπηρεσία της EUROPOL, ζήτησε από την αντίστοιχη Ελληνική, πληροφορίες σχετικώς με την τύχη του εν λόγω αυτοκινήτου και, ειδικότερα, εάν αυτό είχε απαλλοτριωθή ή εάν δύναται να το επανακτήσει ο ιδιοκτήτης του και, εάν ναι, με ποίο τρόπο. Τελικώς, η Ελληνική υπηρεσία της EUROPOL, με έγγραφό της ενημέρωσε την αντίστοιχη Σουηδική ότι το αυτοκίνητο αυτό περιήλθε στην κυριότητα της Ελληνικής Πολιτείας και, στη συνέχεια, παρεχωρήθη στην Ελληνική Πολεμική Αεροπορία, προς κάλυψη των αναγκών της. Ο ιδιοκτήτης του οχήματος άσκησε αγωγή κατά του Ελληνικού Δημοσίου, ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πατρών, με την οποία υπεστήριξε ότι απώλεσε οριστικώς την κυριότητα του ως άνω οχήματός του αφ΄ ενός λόγω της παραλείψεως των ελληνικών δικαστικών και εισαγγελικών αρχών των Πατρών να τον καλέσουν να συμμετάσχει στη σχετική ποινική διαδικασία που αφορούσε και την τύχη του οχήματός του και αφ΄ ετέρου λόγω της, κατά παράβαση του άρθρου 4 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, παραλείψεως των αστυνομικών οργάνων της ελληνικής υπηρεσίας της EUROPOL να τον ενημερώσουν σχετικώς, απαντώντας εγκαίρως στο τεθέν από τη Σουηδική υπηρεσία της EUROPOL σχετικό ερώτημα, για την δήμευσή του, ώστε να δυνηθή να προβεί στις απαραίτητες νόμιμες ενέργειες για να του αποδοθή αυτό. Με απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πατρών η αγωγή απερρίφθη κατά το μέρος, που το αγωγικό αίτημα επεκαλείτο ως βάση την ευθύνη του αναιρεσιβλήτου λόγω παρανόμων πράξεων και παραλείψεων των δικαστικών αρχών, κατά τα λοιπά δε, δηλαδή κατά το μέρος που ο ενάγων επεκαλείτο ως βάση της αστικής ευθύνης του αναιρεσιβλήτου παράνομες πράξεις και παραλείψεις των αστυνομικών αρχών, η αγωγή παρεπέμφθη προς εκδίκαση στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών, ως κατά τόπον αρμόδιο. Με απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών κρίθηκε εν προκειμένω ότι δεν εστοιχειοθετείτο παράβαση του άρθρου 4 του Κώδικος Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999) και συνεπώς, δεν συνέτρεξε η κατά τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος παράνομη συμπεριφορά των οργάνων του αναιρεσιβλήτου. ΄Εφεση του αναιρεσείοντος κατά της ως άνω αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών απερρίφθη με την ήδη αναιρεσιβαλλομένη απόφαση.
Κατόπιν τούτων το ΣτΕ έκρινε:
Επειδή από τις ανωτέρω διατάξεις της Συμβάσεως Europol προκύπτει ότι σκοπός της Europol στο πλαίσιο της συνεργασίας των κρατών μελών είναι η βελτίωση της αποτελεσματικότητος και της συνεργασίας μεταξύ των οικείων εθνικών Υπηρεσιών των κρατών μελών χάριν της καταπολεμήσεως των εκεί αναφερομένων μορφών εγκληματικότητος και της διεθνούς εγκληματικότητος. Ειδικώτερα, οι αρμοδιότητες της Europol ανάγονται στην διευκόλυνση της συνεργασίας μεταξύ των εθνικών Υπηρεσιών με ανταλλαγή πληροφοριών, στη διεξαγωγή ερευνών, ανάλυση και παροχή πληροφοριών στις εθνικές υπηρεσίες και παροχή σ΄ αυτές εκπαιδεύσεως. Εξ άλλου, από τις διατάξεις της ανωτέρω Συμβάσεως σε συνδυασμό με αυτές του
ν. 2800/2000 και του πδ 14/2001, προκύπτει ότι το Τμήμα Ευρωπαϊκής Ένωσης – EUROPOL της Διευθύνσεως Διεθνούς Αστυνομικής Συνεργασίας της Ελληνικής Αστυνομίας αποτελεί την Εθνική Υπηρεσία σύνδεσμο με την Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία (EUROPOL) και τις εθνικές μονάδες των κρατών – μελών της Συμβάσεως EUROPOL και ασκεί τις αρμοδιότητες που καθορίζονται από τις διατάξεις της συμβάσεως αυτής. Όπως δε εξετέθη, η σύμβαση Europol αποβλέπει στη συνεργασία μεταξύ κρατών μελών υπό τους στη σύμβαση αυτή αναφερόμενους όρους. Υπό τα δεδομένα αυτά, ήτοι εφ΄ όσον η δράση της EUROPOL αναπτύσσεται αποκλειστικώς στο πλαίσιο της διακρατικής συνεργασίας, οι εθνικές αρχές της EUROPOL δεν συνιστούν, έναντι των ιδιωτών, διοικητικές αρχές, κατά την έννοια του άρθρου 4 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2690/1999 Κώδικος Διοικητικής Διαδικασίας, περαιτέρω δε, τυχόν υποβολή από ιδιώτη αιτήματος σε εθνική υπηρεσία τρίτου κράτους μέλους δεν συνιστά υποβολή αιτήματος στις ελληνικές διοικητικές αρχές, κατά την έννοια του ως άνω άρθρου 4 του Κώδικος Διοικητικής Διαδικασίας.
- Επειδή εν προκειμένω, κατά τα ανελέγκτως κατ’ αναίρεσιν γενόμενα δεκτά από το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο πραγματικά περιστατικά, στο πλαίσιο και σε εκπλήρωση των διακρατικών υποχρεώσεων των, οι ελληνικές αστυνομικές αρχές είχαν προβή επικαίρως -και πριν την υποβολή οποιουδήποτε αιτήματος παροχής πληροφοριών σχετικά με την εμπλοκή του οχήματος σε αξιόποινη πράξη- στην καταχώριση στο σύστημα της Europol των σχετικών με την σύλληψη του μισθωτού του οχήματος, ιδιοκτήτης του οποίου φέρεται ο αναιρεσείων, στο λιμάνι των Πατρών και την κράτηση τούτου για μεταφορά λαθρομεταναστών με το εν λόγω όχημα, στοιχείων. Για τα γεγονότα δε αυτά το σουηδικό παράρτημα της INTERPOL ενημερώθηκε αυθημερόν από την Europol, όταν υπέβαλε σχετικό ερώτημα (5-9-2002). Περαιτέρω, η υποβολή ερωτήματος από τη σουηδική υπηρεσία της Europol προς την ελληνική Υπηρεσία της Europol για την χορήγηση πληροφοριών σχετικά με την τύχη του ανωτέρω οχήματος, τη δυνατότητα ανακτήσεως του από τον ιδιοκτήτη του και τον τρόπο τυχόν ανακτήσεως του, εντασσόμενη στο πλαίσιο της κατά την Σύμβαση Europol διακρατικής συνεργασίας δεν συνιστούσε υποβολή αιτήματος σε διοικητική αρχή κατά το άρθρο 4 του Κώδικος Διοικητικής Διαδικασίας. Τέτοιο αίτημα, διεπόμενο από το άρθρο 4 του Κώδικος Διοικητικής Διαδικασίας δεν συνιστούσε, άλλως τε, και η, κατά τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, υποβολή από αυτόν σχετικού αιτήματος στις σουηδικές αστυνομικές αρχές, εφ’ όσον, λόγω της διαδικαστικής αυτονομίας των κρατών μελών, οι διατάξεις του εν λόγω Κώδικος διέπουν τις σχέσεις των πολιτών με τις ελληνικές διοικητικές αρχές, τέτοια δε δεν ήταν εν πάση περιπτώσει η σουηδική αρχή. Υπό τα δεδομένα αυτά, η κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου, ότι εν προκειμένω δεν στοιχειοθετείται ευθύνη του αναιρεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου κατά το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ, καθ΄ όσον δεν συνέτρεξε παράνομη πράξη ή παράλειψη των οργάνων του, παρίσταται, ανεξαρτήτως των επί μέρους αιτιολογιών της, νόμιμη και είναι απορριπτέα, ως αβάσιμα, τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με τον κατά τα ανωτέρω μόνο παραδεκτώς προβαλλόμενο λόγο αναιρέσεως.