Ψευδείς αποδείχθηκαν οι καταγγελίες στις οποίες προέβη ένας 18χρονος υπήκοος Ρουμανίας, προσωρινά κάτοικος Θεσσαλονίκης, για την ύπαρξη και λειτουργία κυκλώματος εμπορίας ανθρώπων στο νησί της Ρόδου. Με βούλευμα, που εξέδωσε το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ρόδου, αποφασίστηκε συγκεκριμένα να μην γίνει κατηγορία εις βάρος του 31χρονου ομοεθνή του N. L. του Ν., κατοίκου Κοσκινού, αγνώστου πλέον διαμονής, εις βάρος του οποίου είχε εκδοθεί και ένταλμα σύλληψης. Ο τελευταίος είχε βρεθεί κατηγορούμενος για εμπορία ανθρώπων, τελεσθείσα κατ’ επάγγελμα (με τη χρήση βίας και απειλής κατακράτησε άλλον, με σκοπό την εκμετάλλευση της επαιτείας του) και για ληστεία πράξεις που εφέρετο να τέλεσε στη Ρόδο στις αρχές του Φεβρουαρίου του έτους 2011. Η έρευνα για την υπόθεση ξεκίνησε από το 3ο Τμήμα Καταπολέμησης Εμπορίας Ανθρώπων της Υποδιεύθυνσης Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος της Ασφάλειας Θεσσαλονίκης τον Φεβρουάριο του 2011 και επεκτάθηκε στη Ρόδο. Αφορμή για την κινητοποίηση των αρχών έδωσαν καταγγελίες του 18χρονου υπηκόου Ρουμανίας, προσωρινά κάτοικου Θεσσαλονίκης. Ο 18χρονος ισχυρίστηκε ότι στις αρχές Φεβρουαρίου 2011, λόγω οικονομικής δυσχέρειας, αποδέχθηκε πρόταση συμπατριώτη του, προκειμένου να έρθει στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στην Ρόδο για να εργασθεί ως εργάτης με ημερομίσθιο 50 ευρώ. Ο 18χρονος δεν έχει τελειώσει το σχολείο, ενώ εκ γενετής παρουσιάζει κινητική αναπηρία στο δεξί του πόδι, πράγμα που τον εμποδίζει να διεκδικήσει μία φυσιολογική θέση εργασίας. Τόνισε ότι ο ομοεθνής του, γνωρίζοντας την δεινή οικονομική κατάσταση της οικογένειας του, πλησίασε τον πατέρα του και του πρότεινε να ταξιδέψει μαζί του στην Ελλάδα, για να εργαστεί μαζί του. Ο πατέρας του δανείστηκε από γνωστούς του το χρηματικό ποσό των 400 ευρώ το οποίο και του έδωσε σε περίπτωση που δεν κατάφερνε να βρει εργασία αμέσως, αλλά και για να καλύψει τα πρώτα του έξοδα. Ξεκίνησαν έτσι με πούλμαν από τη Ρουμανία και αφού έφτασαν στον Πειραιά μπήκαν σε πλοίο και ταξίδεψαν στη Ρόδο. Στο νησί μετέβησαν σε μια μονοκατοικία σε χωριό, περίπου 20 χιλιόμετρα έξω από την πόλη. Μαζί τους διέμεναν μία γυναίκα, υπήκοος Ρουμανίας, ηλικίας περίπου 30 ετών, εύσωμη, μελαχρινή, πιθανόν αθίγγανη, μαζί με τα δύο ανήλικα τέκνα της, ένα αγόρι τεσσάρων ετών και ένα κορίτσι εφτά ετών, καθώς και ένας ηλικιωμένος ανάπηρος άνδρας, αδύνατος, ηλικίας περίπου 60-65 ετών, ρουμανικής καταγωγής, με παραλυσία στο αριστερό του χέρι και στο δεξί του πόδι. Τρεις μέρες μετά την άφιξή του ο υποτιθέμενος εργοδότης του, όπως είχε καταγγείλει, τον τοποθέτησε σε σηματοδότη της πόλης της Ρόδου και του ζήτησε να επαιτεί, πράγμα που έκαναν ήδη για λογαριασμό του σε άλλα σημεία ο ανάπηρος άντρας καθώς και η γυναίκα με τα δυο ανήλικα παιδιά, οι οποίοι διέμεναν μαζί του. Ο 18χρονος υποστήριξε ότι αντέδρασε και του είπε ότι δεν θέλει να κάνει αυτή τη δουλειά. Ο καταγγελλόμενος φέρεται τότε να θύμωσε και να τον εξανάγκασε να ζητιανεύει επιτηρώντας τον συνεχώς. Μάλιστα του είχε δείξει και με ποιόν συγκεκριμένο τρόπο (κινήσεις χεριών) θα πρέπει να ζητιανεύει για να είναι περισσότερο πειστικός. Ο 18χρονος συνέχισε να αντιδρά και τότε ο καταγγελλόμενος τον πήρε από το συγκεκριμένο φανάρι και μαζί με τους υπόλοιπους, με TAXI, επέστρεψαν στο σπίτι. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής τον έβριζε, ενώ όταν έφτασαν στο σπίτι τον είδε να ζητά και να παίρνει από τη γυναίκα και τα ανήλικα παιδιά της όλα τα χρήματα που είχαν συγκεντρώσει από τα φανάρια. Από τον ηλικιωμένο άνδρα είχε πάρει τα μισά μόνο χρήματα. Κατόπιν κινήθηκε προς το μέρος του, βρίζοντας τον με ακατονόμαστες εκφράσεις ενώ παράλληλα άρχισε να τον χτυπάει με τα χέρια του στο κεφάλι. Στη συνέχεια προσπάθησε να τον ψάξει, θεωρώντας ότι δεν ήθελε να δουλέψει γιατί είχε χρήματα και όταν αντιστάθηκε πήρε ένα μαχαίρι από την κουζίνα και τον μαχαίρωσε δύο φορές στην παλάμη του αριστερού του χεριού, αφαιρώντας του στη συνέχεια το χρηματικό ποσό των 400 ευρώ που του είχε δώσει ο πατέρας του. Ο 18χρονος ισχυρίστηκε ότι η πληγή ήταν μεγάλη, ότι αιμορραγούσε και ότι τον παρακαλούσε να τον μεταφέρει στο νοσοκομείο, πράγμα που αρνήθηκε. Η γυναίκα του έδεσε τα χέρια με πετσέτες, ενώ ο 18χρονος λόγω του αίματος που έχασε έμεινε λιπόθυμος για δύο περίπου ώρες. Το βράδυ της ίδιας ημέρας, όταν οι υπόλοιποι κοιμήθηκαν, τον έβαλε σε ένα δωμάτιο μόνο του και τον κλείδωσε. Το πρωί της επομένης ο καταγγελλόμενος, όπως ισχυρίστηκε, μπήκε στο δωμάτιο, τον έδεσε με μία αλυσίδα σε ένα σωλήνα και εν συνεχεία έφυγε με τους υπόλοιπους για δουλειά. Το βράδυ, όταν επέστρεψαν, τον έλυσε αλλά ωστόσο συνέχισε να παραμένει κλειδωμένος στο δωμάτιο. Το ίδιο πράγμα συνέβη και τις δύο επόμενες ημέρες. Τελικώς την τέταρτη μέρα, όταν και πάλι έλειπαν για να ζητιανέψουν, κατάφερε με ένα σφυρί, που βρήκε στο δωμάτιο, να σπάσει την αλυσίδα και να δραπετεύσει. Βγαίνοντας από το σπίτι κινήθηκε προς την πόλη της Ρόδου. Χωρίς να πληρώσει εισιτήριο επιβιβάστηκε σε πλοίο, που αναχωρούσε τη στιγμή εκείνη, με προορισμό την Αθήνα. Εκεί βρήκε έναν άνδρα που μιλούσε Ρουμανικά, οποίος αφού πλήρωσε το εισιτήριο τον επιβίβασε σε τραίνο με το οποίο έφτασε στη Θεσσαλονίκη για να συναντήσει τον αδερφό της μητέρας του που είναι και το μόνο πρόσωπο που γνωρίζει στην Ελλάδα. Όταν έφτασε στη Θεσσαλονίκη πήρε τηλέφωνο το θείο του, συναντήθηκαν και μετέβησαν στην οικία του. Παράλληλα ενημέρωσε και τους γονείς του. Εν συνεχεία κατήγγειλε τα ανωτέρω στις αρχές. Από την προανάκριση που ακολούθησε είχε προκύψει ωστόσο ότι ο 18χρονος και ο καταγγελλόμενος είχαν οικονομικές διαφορές και ότι οι καταγγελίες ήταν ψευδείς και έγιναν με σκοπό την δίωξή του πράγμα που αποδέχθηκε σε συμπληρωματικές του καταθέσεις ο νεαρός, ο οποίος μάλιστα υποστήριξε βλέποντας φωτογραφίες ότι δεν ήταν ο κατηγορούμενος το άτομο που τέλεσε τα αδικήματα ως βάρος του.