Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα υπερασπίστηκε χθες, ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΔΕΕ), τη νομιμότητα του προγράμματος αγοράς ομολόγων, που εφαρμόζει από τον Μάρτιο του 2015. Ομάδα Γερμανών ευρωσκεπτικιστών πολιτικών και πανεπιστημιακών κατηγορεί την ΕΚΤ ότι παραβιάζει την ευρωπαϊκή συνθήκη περί απαγόρευσης δανεισμού σε κυβερνήσεις, ενώ θέτει, παράλληλα, σε κίνδυνο τα χρήματα των φορολογουμένων. Στόχος των Γερμανών εναγόντων δεν είναι να πετύχουν τη διακοπή του προγράμματος αγοράς ομολόγων, που άρχισε τον Μάρτιο του 2015 και αναμένεται να ολοκληρωθεί στα τέλη του 2018. Αυτό που κυρίως τους ενδιαφέρει είναι να κηρυχθεί η ποσοτική χαλάρωση (QE) παράνομη και να δημιουργηθεί δεδικασμένο που θα εμποδίσει την τράπεζα να χρησιμοποιήσει το εργαλείο που, κατά γενική ομολογία, έσωσε την Ευρωζώνη από τη διάλυση το 2012.
Την υπόθεση έστειλε πέρυσι στο ΔΕΕ το γερμανικό συνταγματικό δικαστήριο, με σειρά ερωτημάτων, όπως κατά πόσον είναι σύννομη η πολιτική της ποσοτικής χαλάρωσης, στο πλαίσιο της οποίας η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες έχουν αγοράσει κρατικά και εταιρικά ομόλογα ύψους 2,6 τρισ. ευρώ. Οι Γερμανοί πολιτικοί και πανεπιστημιακοί υποστηρίζουν στην αγωγή τους ότι αγοράζοντας η ΕΚΤ κρατικά ομόλογα των κρατών-μελών της Ευρωζώνης (πλην Ελλάδας), παραβιάζει τη συνθήκη που απαγορεύει τη χρηματοδότηση των κυβερνήσεων από την κεντρική τράπεζα. Στο πλαίσιο της ποσοτικής χαλάρωσης, η ΕΚΤ αγοράζει κρατικά ομόλογα χωρών της Ευρωζώνης, ανάλογα με το μέγεθος κάθε οικονομίας.
Το 80% των ομολόγων μιας χώρας, π.χ. της Γερμανίας, αγοράζονται από την αντίστοιχη εθνική κεντρική τράπεζα και το υπόλοιπο 20% αγοράζεται από την ίδια την ΕΚΤ. Αγορεύοντας χθες στην κατάμεστη αίθουσα του ΔΕΕ, ο Χανς Ντέτλεφ Χορν, ένας εκ των δικηγόρων των εναγόντων, είπε στους 15 δικαστές ότι το πρόγραμμα της ποσοτικής χαλάρωσης επιτρέπει στους επενδυτές να αγοράζουν χωρίς ρίσκο κρατικά ομόλογα στην πρωτογενή αγορά και αφαιρεί το κίνητρο για ένα κράτος να ακολουθεί συνετή δημοσιονομική πολιτική. Ο Ούλριχ Χέντε, δικηγόρος που εκπροσωπεί τη γερμανική κυβέρνηση, είπε στο δικαστήριο ότι η απόφαση της ΕΚΤ να αγοράζει κρατικά ομόλογα από τη δευτερογενή αγορά, δηλαδή όχι απευθείας από τις κυβερνήσεις, «εξακολουθεί να είναι σε κάθε περίπτωση σύμφωνη με τη συνθήκη». Η οποία συνθήκη απαγορεύει στην ΕΚΤ να προχωρήσει σε αυτό που ονομάζεται νομισματική χρηματοδότηση, δηλαδή χρηματοδότηση των κυβερνήσεων από την κεντρική τράπεζα, με απευθείας αγορά των ομολόγων που εκδίδουν, αλλά όχι στην αγορά κρατικών ομολόγων από τη δευτερογενή αγορά.