Όσο πλησιάζουν οι ημέρες για την “έξοδο” από το τρίτο πρόγραμμα ολοένα και περισσότερο ξεκαθαρίζουν οι δυσκολίες και γίνονται περισσότερο εμφανή τα “φρένα” με τα οποία έχει… εξοπλισθεί με… γερμανική εντολή ο μηχανισμός “ενισχυμένης εποπτείας”, μέσα από τον οποίο οι ευρω-θεσμοί και το Δ.Ν.Τ θα εξακολουθήσουν να ελέγχουν την πορεία υλοποίησης των προαπαιτούμενων της ελάφρυνσης του χρέους.
Ένα μέρος αυτής της εικόνας παρουσίασε ο κ. Ρέγκλιγκ επισημαίνοντας όμως ότι το ελληνικό χρέος θα είναι βιώσιμο από την πλευρά της εξυπηρέτησής του όσο οι ετήσιες δαπάνες γι’ αυτό δεν ξεπερνούν το 15% – 20% του ΑΕΠ.
Ο “μηχανισμός” μέσα από τον οποίο θα συνεχίσει να ασκείται η πίεση για πειθάρχηση στις ήδη υπάρχουσες δεσμεύσεις ακουμπάει σε δύο σκέλη.
Το ένα έχει δημοσιονομικό χαρακτήρα και αφορά την ετήσια προικοδότηση ή μη της οικονομίας με ένα ποσό της τάξης του 0,5% – 0,7% του ΑΕΠ ετησίως από τα “κέρδη” της ΕΚΤ από τα ελληνικά ομόλογα που έχει και λήγουν και τα οποία θα μπορεί να απορροφά το ΥΠΟΙΚ μόνο εφόσον δεν σημειώνονται “αποκλίσεις”. Το ποσό είναι σημαντικό αν σκεφτεί κανείς ότι είναι περίπου υπερδιπλάσιο από εκείνο του υπερπλεονάσματος (το πάνω από το 3,5% πλεόνασμα) με το οποίο σχεδιάζει να κάνει παρεμβάσεις στην οικονομία η κυβέρνηση φέτος εφόσον πετύχει τους δημοσιονομικούς στόχους της.
Το δεύτερο έχει να κάνει συνολικά με το περιεχόμενο των ελέγχων από τους θεσμούςοι οποίοι με τις εκθέσεις τους θα δημοσιοποιούν στις αγορές τη δέσμευση ή την απόκλιση της κυβέρνησης από τις αποφάσεις που έχουν ληφθεί όσον αφορά τις δημοσιονομικές και μεταρρυθμιστικές πολιτικές.
Υπάρχει όμως και ένα χαρακτηριστικό αυτών των εκθέσεων που θα μπορεί να επηρεάσει άμεσα τη στάση των αγορών καθώς θα αφορά την εκτίμηση – κάθε φορά – της ικανότητας της ελληνικής οικονομίας να εξυπηρετεί το χρέος της.
Αυτό το στοιχείο ίσως αποδειχθεί “κλειδί” τελικά για την αποτελεσματικότητα της “ενισχυμένης εποπτείας” αφού θα υπενθυμίζει σχεδόν σε μόνιμη βάση το επίπεδο βιωσιμότητας του χρέους ανάλογα με την πορεία της οικονομίας και την προώθηση των μεταρρυθμιστικών δεσμεύσεων. Βέβαια εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι για τα επόμενα πέντε χρόνια η εξυπηρέτηση του χρέους είναι ήδη εξασφαλισμένη με τις επιμηκύνσεις που έχουν γίνει σ’ αυτό όπως επίσης και με τη δημιουργία του μεγάλου μαξιλαριού διαθεσίμων που υπερκαλύπτει τις ανάγκες εξυπηρέτησης του χρέους ακόμα και αν δεν υπάρξει καμία νέα έκδοση ομολόγων τα επόμενα 4 – 5 χρόνια. Επιπλέον η διαμόρφωση των ετήσιων δαπανών χρέους μέχρι το 2032 παραμένει σε επίπεδο χαμηλότερο και του 10% του ΑΕΠ, γεγονός που το καθιστά εξαιρετικά ασφαλές σε ευρωπαϊκά επίπεδα. Μετά το 2032 η εικόνα είναι υπό διαμόρφωση και θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό τόσο από το ύψος των επιτοκίων στις αγορές όσο και από την κατάσταση που θα διαμορφωθεί στο ασφαλιστικό σύστημα ανάλογα με το πως θα εξελιχθεί η εφαρμογή των μέτρων που προβλέπονται για την διετία 2019 – 2020.