Η πρωτοφανής κρίση στις ελληνορωσικές σχέσεις που έχει προκύψει τον τελευταίο καιρό ενδέχεται να έχει και επικίνδυνες δυνητικές συνέπειες στις ισορροπίες του ελληνοτουρκικού συστήματος. Συγκεκριμένα, μια «ήπια» καλή σχέση Αθηνών – Μόσχας αποτελούσε παραδοσιακά ένα «τοιχίο αντιστήριξης» για την Ελλάδα όσον αφορά τις σχέσεις της με τη Δύση αλλά και την Τουρκία.
Πολύ απλά, γράφει ο Δρ Κωνσταντίνος Γρίβας σε άρθρό του στο news.gr, η Δύση γνώριζε ότι αν «άδειαζε» την Ελλάδα έναντι της τουρκικής επιθετικότητας, αυτή θα μπορούσε να ενεργοποιήσει τους, εν υπνώσει αλλά υπαρκτούς, δεσμούς της με τη Ρωσία, που προέρχονται από την κοινή θρησκεία και πολιτισμική κληρονομιά και να περάσει στη σφαίρα επιρροής της Μόσχας. Αυτό όμως θα αποτελούσε γεωπολιτική καταστροφή για τη Δύση και έτσι, κουτσά στραβά, κάπως προσπαθούσε να φρενάρει την τουρκική επιθετικότητα έναντι της Ελλάδας.
Για να υπάρχει όμως αυτή η δυνατότητα της Ελλάδας να «εκβιάζει» τη Δύση, δια της εν δυνάμει απροβλεπτότητάς της, έπρεπε να υπήρχε ένα πρόπλασμα ελληνορωσικής προσέγγισης, το οποίο εξασφάλιζαν οι καλές ελληνορωσικές σχέσεις. Σε αυτήν την πολιτική είχαν επενδύσει πολιτικοί σαν τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και τον Ανδρέα Παπανδρέου, χωρίς να θίγεται ο στρατηγικός προσανατολισμός της χώρας. Και ενώ αυτοί οι ηγέτες κατάφερναν και έκαναν πολυπολική διεθνή πολιτική μέσα σε έναν διπολικό κόσμο, το σημερινό σύστημα εξουσίας εν Ελλάδι επέλεξε να εγκλωβιστεί σε μια μονολιθική διπολική πολιτική μέσα σε έναν πολυπολικό κόσμο, ταυτιζόμενο ολοκληρωτικά και απόλυτα με τον δυτικό παράγοντα και μηδενίζοντας τις σχέσεις με τη Μόσχα.
Οι κίνδυνοι από την απώλεια της απροβλεπτότητας της Ελλάδας
Όμως, με αυτήν της την επιλογή, η Ελλάδα χάνει και τα τελευταία στοιχεία της γεωπολιτικής της απροβλεπτότητας και καθίσταται απόλυτα δεδομένη για τη Δύση, η οποία πλέον δεν έχει κανέναν λόγο να την στηρίξει έναντι της τουρκικής επιθετικότητας, αφού θεωρεί «τσιμεντωμένη» τη θέση της στη δυτική γεωπολιτική αρχιτεκτονική.
Εδώ βέβαια, μπορεί να προκύψει η αντίρρηση ότι η Ρωσία έχει επιλέξει μια στρατηγική σχέση με την Τουρκία, οπότε η ελληνορωσική προσέγγιση ήταν έτσι και αλλιώς εκτός πραγματικότητας. Όμως δεν είναι έτσι. Καταρχάς, η «συμμαχία» Μόσχας – Άγκυρας είναι άκρως επισφαλής και δύσκολα θα μπορέσει να μακροημερεύσει, δεδομένου ότι τα ανταγωνιστικά στοιχεία στις γεωπολιτικές ταυτότητες των δύο χωρών όχι μόνο παραμένουν αλλά και εντείνονται εξαιτίας της φιλοδοξίας της Τουρκίας να καταστεί δύναμη πρώτης γραμμής στο ευρασιατικό σύστημα, γεγονός που θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε απομείωση της ρωσικής επιρροής σε αυτό.
Ακόμη όμως και στο πλαίσιο μιας παγιωμένης τουρκορωσικής σχέσης, η Μόσχα έχει κάθε λόγο να αξιοποιεί την Ελλάδα ως παράγοντα απομείωσης της τουρκικής ισχύος, έτσι ώστε να βρίσκεται σε μια πλεονεκτική θέση όσον αφορά τη διαμόρφωση των ισορροπιών μέσα στην όποια ρωσοτουρκική «συμμαχία». Αντιθέτως, μια υπερβολικά ισχυρή Τουρκία, που θα προέκυπτε από την επιβολή των επιδιώξεών της έναντι της Ελλάδας στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, θα ήταν πολύ πιο δύσκολα ελέγξιμη από τη Ρωσία.
Οπότε και η Μόσχα είχε κάθε λόγο να «βάζει φρένο» στις ιμπεριαλιστικές στοχεύσεις της Άγκυρας έναντι της Ελλάδας. Αυτό όμως προϋπόθετε την ύπαρξη ενός ρωσικού «προγεφυρώματος» στην Ελλάδα, το οποίο εξασφάλιζαν οι καλές ελληνορωσικές σχέσεις και το οποίο σήμερα βρίσκεται υπό αμφισβήτηση. Άρα και η Μόσχα παύει να έχει κάποιο ενδιαφέρον ως προς το να λειτουργεί ως παράγοντας απομείωσης της τουρκικής επιθετικότητας έναντι της Ελλάδας.
Υπάρχει βέβαια και η αισιόδοξη, σε επίπεδο αφέλειας, αντίληψη ότι η Τουρκία βρίσκεται σε πορεία πλήρους ρήξης των σχέσεών της με τη Δύση και η Ελλάδα με αυτήν την «καθαρή» της επιλογή τοποθετείται στη σφαίρα κάλυψης των δυτικών δυνάμεων. Όμως, ακόμη και αν η Τουρκία οδηγηθεί σε σύγκρουση με τη Δύση αυτό είναι που θα συμβεί σε κάποιο απροσδιόριστο μέλλον. Προς ώρας, παρ’ όλες τις τριβές που έχουν προκύψει στις σχέσεις Ουάσιγκτον και Άγκυρας, οι Αμερικανοί δείχνουν να επιμένουν στην τεράστια γεωπολιτική επένδυση που έχουν κάνει όλα αυτά τα χρόνια στην Τουρκία, ενώ οι ευρωπαϊκές χώρες, με προεξάρχουσα τη Γερμανία, συνεχίζουν να την αντιμετωπίζουν ως μεγάλη αγορά και σημαντικό γεωπολιτικό εταίρο.
Μια απομονωμένη Ελλάδα αντιμετωπίζει μια αυτοκρατορική Τουρκία
Με άλλα λόγια, η ελληνική εξωτερική πολιτική φαίνεται πως οδηγεί την Ελλάδα στο μέσο μιας γεωπολιτικής ερήμου όπου θα βρεθεί χωρίς στηρίγματα έναντι της Τουρκίας.
Και το πρόβλημα είναι ότι η σημερινή Τουρκία δεν είναι η Τουρκία του χθες. Είναι μια εξαιρετικά φιλόδοξη χώρα, που προσπαθεί να θεραπεύσει τις εσωτερικές της αντιθέσεις, αντιφάσεις και αδυναμίες δια ενός αυτοκρατορικού μέλλοντος και της μετατροπής της σε μια από τις σημαντικότερες ευρασιατικές δυνάμεις σε ένα πολυπολικό διεθνές σύστημα. Και για να επιτύχει κάτι τέτοιο, ένα από τα πρώτα πράγματα που πρέπει να κάνει είναι να ακρωτηριάσει γεωπολιτικά την Ελλάδα ώστε να επιτύχει πλήρη και αναντίρρητη κυριαρχία στον κρισιμότατης για τη διαμόρφωση των διεθνών ισορροπιών χώρο του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου.
Εν κατακλείδι, η πολιτική καμένης γης που ακολουθεί το ελληνικό σύστημα εξουσίας όσον αφορά τις ελληνορωσικές σχέσεις, στερεί την Ελλάδα από τα ψιχία της γεωπολιτικής απροβλεπτότητας που διατηρούσε και συνακόλουθα μειώνει τις όποιες δυνατότητες είχε να «εκβιάζει» τόσο τη Δύση όσο και τη Ρωσία ώστε να ασκούν πολιτική ανάσχεσης της τουρκικής επιθετικότητας, την ίδια στιγμή που η τουρκική επιθετικότητα αναμένεται να ενταθεί επικίνδυνα σε βάθος χρόνου, λόγω της γεωπολιτικής μετάλλαξης της Τουρκίας.
Έχουν μπει λοιπόν οι σπόροι για μια ακόμη μεγάλη εθνική περιπέτεια η οποία δεν ξέρουμε που θα οδηγήσει.
- Ο Κωνσταντίνος Γρίβας είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Γεωπολιτικής στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Διδάσκει επίσης Γεωγραφία της Ασφάλειας στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών