Είναι πραγματική αυτοκτονία η ανυπαρξία διόδου προς τη θάλασσα, τονίζει ο ακαδημαϊκός Χρήστος Ζερεφός
«Η χώρα μας πρέπει να θωρακιστεί απέναντι στις πυρκαγιές όπως θωρακίζεται απέναντι στους σεισμούς», λέει σε συνέντευξή του στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων ο ακαδημαϊκός Χρήστος Ζερεφός κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου για το γεγονός ότι τις επόμενες δεκαετίες θα έχουμε επιπλέον σαράντα ημέρες δασικών πυρκαγιών.
Πρέπει να μελετήσουμε τα φαινόμενα σε βάθος, εξηγεί ακόμη, ενώ εντοπίζει τις αιτίες της καταστροφής στην απουσία οδών διαφυγής, τις πευκοφυτεύσεις και την αντίληψη ότι ένας μεγάλος δρόμος μπορεί να εμποδίσει πάντοτε την εξάπλωση της πυρκαγιάς.
«Η καταστροφή ήταν προφανές ότι θα συμβεί όπως θα συμβούν και άλλες καταστροφές εάν δεν αλλάξουμε νοοτροπία.
Έχουμε εμποδίσει τις εξόδους διαφυγής σε περιπτώσεις όπως αυτή που αντιμετωπίσαμε προχθές στο Μάτι. Είναι πραγματική αυτοκτονία η ανυπαρξία διόδου προς τη θάλασσα. Επαιτώ, έχουμε υπερεκτιμήσει την ικανότητα ενός δρόμου να εμποδίσει την πυρκαγιά να περάσει από τη μία στην άλλη πλευρά. Αυτό ακριβώς συνέβη στη Λεωφόρο Μαραθώνος. Η κατάσταση δεν εκτιμήθηκε σωστά, η πυρκαγιά πέρασε χωρίς να έχει δοθεί εντολή εκκένωσης. Αλλά το μείζον, επαναλαμβάνω, είναι η μη έξοδος διαφυγής» τονίζει.
Στο ερώτημα αν έχει και στο παρελθόν συμβεί ένας δρόμος να μην λειτουργήσει ως φυσικό φράγμα λέει: «Μπορώ να θυμηθώ αμέσως το 2009 στο Ντράφι. Όλοι θεωρούσαν ότι η οδός Αχαιών θα αποτελούσε ένα φράγμα στην εξάπλωση της πυρκαγιάς η οποία ερχόταν τότε από τον Διόνυσο. Αλλά την πυρκαγιά δεν την σταματάει τίποτε όταν φουντώσει. Απλώς πρέπει να είναι έτοιμοι οι κάτοικοι να εκκενώσουν την περιοχή έχοντας σαφείς οδηγίες. Πράγμα δυστυχώς που δεν συμβαίνει στη χώρα μας.
Έως τώρα οι μηχανικοί εστίασαν στην αντισεισμική προστασία. Και πολύ σωστά αφού η χώρα μας είναι σεισμογενής. Από την άλλη πλευρά όμως είναι και πυρογενής. Οι πυρκαγιές στη χώρα μας, το ξέρουμε πολύ καλά πια, μπορούν να σκοτώσουν. Έγινε δυστυχώς τώρα στην Αττική, όπως έγινε και στην Ηλεία πριν από έντεκα χρόνια και θα επαναληφθεί στο μέλλον εάν δεν λάβουμε τα κατάλληλα μέτρα».
Όπως σημειώνει: «Η άνοδος της θερμοκρασίας και η ξηρασία είναι φονικός συνδυασμός. Φέτος βέβαια δεν είχαμε ξηρασία, είχαμε πολλές βροχές. Και συνέβη το εξής: Λόγω της υγρασίας στο έδαφος δεν κάηκαν τα κάτω μέρη των δέντρων, αλλά η φωτιά διαδόθηκε από τα ψηλότερα κλαδιά.
Ο καθαρισμός είναι πολύ σημαντικός. Συνήθως οι οικοπεδούχοι που δεν μένουν στην περιοχή δεν καθαρίζουν τα οικόπεδά τους. Οι δήμοι θα πρέπει να τιμωρούν όσους δεν μεριμνούν για τον καθαρισμό από ξερά χόρτα, εύφλεκτα σκουπίδια κλπ. Δυστυχώς κάτι τέτοιο δεν γίνεται. Το αποτέλεσμα είναι όσοι ζουν στα βουνά της Αττικής να έχουν πάντα τον φόβο να καούν από τη μία ημέρα στην άλλη».
Στο ερώτημα αν τα πεύκα κάνουν τον κίνδυνο ακόμη μεγαλύτερο σημειώνει: «Μου δίνετε την αφορμή για να θίξουμε το φλέγον θέμα των αναδασώσεων. Οι αναδασώσεις γίνονται με πεύκα, τα οποία λόγω του ρετσινιού είναι μπουρλότα έτοιμα να ανάψουν. Οι αναδασώσεις δεν γίνονται με την χλωρίδα που υπήρχε. Στο Πεντελικό Όρος για παράδειγμα μόνο ένα μικρό κομμάτι είχε πεύκα. Και ήταν μάλιστα το κομμάτι προς την πλευρά που υπήρχαν έλη, στον Σχοινιά κλπ. Στο υπόλοιπο όρος δεν υπήρχαν πεύκα, το γράφει ο Δημήτριος Αιγινήτης στον τόμο που εξέδωσε το 1910 “Το κλίμα της Αττικής”.
Αρκεί να σας πω ότι έως το τέλος του αιώνα θα έχουμε σαράντα ημέρες επιπλέον δασικές πυρκαγιές. Αλλά ήδη φαντάζει αδιανόητο να νομιμοποιούνται κτίσματα σε εύφλεκτες περιοχές. Έχουμε τεράστιο έλλειμμα στο θέμα της ορθής χωροταξικής κατανομής κατοικιών και δρόμων. Πρέπει να μελετήσουμε σε βάθος τα φαινόμενα, είδαμε τι συνέβη με τις εκρηκτικές ροές ύδατος στη Μάνδρα, είδαμε και τώρα τι συνέβη με την εκρηκτική μεταφορά θερμικής ενέργειας».