Όταν ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας τον Ιούλιο του 2012 στο Λονδίνο βγήκε δημόσια να δηλώσει –χωρίς καμία προσυνεννόηση με τους ηγέτες της Ευρωζώνης– ότι είναι έτοιμος να κάνει ό,τι κι αν χρειασθεί για να στηρίξει το ευρώ (“whatever it takes”) δεν είχε σίγουρα στο μυαλό του ότι ο κόσμος θα είναι έτσι όπως είναι σήμερα, έξι χρόνια μετά, το 2018.
Ο ίδιος όπως και οι “συνάδελφοί” στην Ουάσινγκτον (Μπερνάνκι και Γέλεν) είχαν ήδη πριν από αυτόν αρχίσει να υλοποιούν το “whatever it takes” για το δολάριο και το αμερικανικό τραπεζικό σύστημα, αμέσως μετά την πτώση της Lehman Brothers (2008), αγοράζοντας χωρίς όρια το “χρέος” που απειλούσε να διαλύσει το αμερικανικό νόμισμα και τις τράπεζες.
Στην Ευρώπη αυτό καθυστέρησε μέχρι το 2012 και την πρωτοβουλία Ντράγκι –παρά το γεγονός ότι είχε μεσολαβήσει η κρίση στην Ελλάδα– γιατί “έπρεπε” να δικαιολογηθεί στις κοινωνίες της Ευρώπης, στη βάση της κυρίαρχης λογικής Μέρκελ – Σαρκοζί ότι υπαίτιοι της κρίσης ήταν οι σπάταλες κυβερνήσεις και όχι το χρηματοπιστωτικό σύστημα…
Έκτοτε όμως η ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ (στα βήματα της Fed) σε συνδυασμό με την εσπευσμένη διαδικασία τραπεζικής ενοποίησης στην Ευρωζώνη, έγιναν η βασική αιτία να διαμορφωθεί η βεβαιότητα ότι η οικονομία της Ευρωζώνης έχει ξεπεράσει την κρίση χρέους του 2008. Μοναδική “ουρά” στον εφιάλτη αυτό, ήταν οι παρασπονδίες των ελληνικών κυβερνήσεων στα προγράμματα στήριξης. Μέχρι να κλείσει και αυτό με τη συμφωνία “εξόδου” της Ελλάδας στις 20 Αυγούστου φέτος.
Όμως καταπώς φαίνεται “η χειρότερη χρηματοπιστωτική κρίση στην παγκόσμια ιστορία, συμπεριλαμβανομένης της Μεγάλης Ύφεσης”, όπως την είχε χαρακτηρίσει ο Μπεν Μπερνάνκι πριν αποχωρήσει από την προεδρία της Fed, δεν είναι κάτι που έχουμε αφήσει πίσω μας…
Η νέα φάση της κρίσης
Τρεις είναι οι αιτίες που προαναγγέλλουν όμως μία νέα φάση της κρίσης με άγνωστες διαστάσεις, σύμφωνα με τις κυρίαρχες αναλύσεις των μεγάλων επενδυτικών τραπεζών.
Πρώτη και βασική αιτία είναι το γεγονός ότι το σύστημα έχει αρχίσει μέσω των κεντρικών τραπεζών την “επιχείρηση” απόσυρσης των τεράστιων όγκων κεφαλαίων με τα οποία τα πρώτα έξι χρόνια της κρίσης είχε πλημμυρίσει το τραπεζικό σύστημα για να το κρατήσει “όρθιο”. Πρώτη η Fed ξεκίνησε το tapering στις αρχές του 2014 με έναν αργό και μετρημένο βηματισμό. Και σε συνεννόηση με τις άλλες κεντρικές τράπεζες που την ίδια στιγμή με τα δικά τους προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης προσπαθούσαν να κλείσουν τις τρύπες που άφηνε πίσω της η διακοπή της ποσοτικής χαλάρωσης από τη Fed. Πρώτη στην γραμμή αυτή η ΕΚΤ με το δικό της QE των 2,4 τρισ. ευρώ. Ήρθε όμως και η ώρα του ευρωπαϊκού tapering, όπως επίσης και της επαναφοράς των επιτοκίων σε πραγματικό έδαφος που ήδη έχει αρχίσει από τη Fed και την BoE.
Συνολικά οι κεντρικές τράπεζες έχουν τροφοδοτήσει αυτά τα χρόνια το σύστημα με 15 τρισ. δολ. δάνεια μηδενικού κόστους. Και αυτά τώρα πρέπει να επιστρέψουν στην “πηγή” τους και να διαγραφούν από τους πρωτοφανείς στην ιστορία του συστήματος ισολογισμούς των μεγάλων κεντρικών τραπεζών. Αυτά όμως μέσα από τις τράπεζες έχουν πολλαπλασιασθεί (μόχλευση) σε πρωτοφανή επίπεδα. Μόνο το κρατικό χρέος στα χρόνια της κρίσης έχει αυξηθεί κατά 70 τρισ. δολ. αντί να μειωθεί, ενώ πολλαπλάσια είναι η αύξηση του ιδιωτικού χρέους…
Η κεφαλαιακή άμπωτη που έρχεται με την αντιστροφή της νομισματικής πολιτικής των κεντρικών τραπεζών δεν έχει το προηγούμενό της στην ιστορία του καπιταλισμού. Και αναμφίβολα είναι εξαιρετικά δύσκολο να εκτιμηθεί η επίπτωση που αυτό θα έχει στη διεθνή οικονομία και πολιτική.
Αυτή η αβεβαιότητα έχει γεννήσει ανάλογης κλίμακας εντάσεις στη διεθνή οικονομία, καθώς κάποιος θα πρέπει να πληρώσει… τον λογαριασμό.
Ο κ. Τραμπ διακηρύσσει ότι όλοι χρωστάνε στις ΗΠΑ και όλοι εκμεταλλεύονται την οικονομία και την… προστασία της.
Έτσι δρομολόγησε τη δεύτερη μεγαλύτερη αιτία αβεβαιότητας με την κήρυξη εμπορικού πολέμου στην Κίνα και την Ευρώπη, τους δύο μεγαλύτερους εμπορικούς εταίρους της Ουάσινγκτον.
Τα μέτρα που έχουν εξαγγελθεί και έχουν αρχίσει να προωθούνται τόσο εναντίον της Κίνας όσο και της Ευρώπης, πέραν της Ρωσίας και του Καναδά, έχουν αρχίσει να χτυπάνε το διεθνές εμπόριο ύψους δεκάδων τρισ. δολ. ετησίως, στο οποίο στηρίζεται κατά κύριο λόγο το παγκόσμιο ΑΕΠ. Κάποιες εκτιμήσεις που έχουν γίνει από Αμερικανούς οικονομολόγους κάνουν λόγο για ζημιές δεκάδων τρισ. δολ. Μαζί με τον εμπορικό πόλεμο κατά συγκεκριμένων χωρών ο Αμερικανός πρόεδρος “απαξιώνει” βήμα το βήμα και όλες τις δομές, όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου που είχαν οικοδομηθεί για να σταθεροποιήσουν (και να ελέγξουν) τις εμπορικές συναλλαγές μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η τρίτη αιτία
Οι πρωτοβουλίες του κ. Τραμπ δεν σταμάτησαν όμως στον εμπορικό πόλεμο. Την εβδομάδα που πέρασε έβαλε τα τύμπανα του πολέμου να ηχήσουν και σε μία άλλη ακόμα μεγαλύτερη αγορά, την αγορά συναλλάγματος. Ο ημερήσιος τζίρος της οποίας υπολογίζεται σε 5,1 τρισ. δολ. και που αποτελεί τη βάση των εμπορικών και χρηματοπιστωτικών συναλλαγών… Ο Αμερικανός πρόεδρος κατηγορεί πλέον την Κίνα και την Ευρωζώνη ότι χειραγωγούν τις συναλλαγματικές ισοτιμίες των νομισμάτων τους εις βάρος του δολαρίου.
Η αλήθεια είναι ότι ο κ. Τραμπ έχει μέσω της Fed στα χέρια του το εργαλείο με το οποίο υλοποιείται το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των διεθνών συναλλαγών στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και στο παγκόσμιο εμπόριο, το δολάριο. Και αυτό είναι ένα πλεονέκτημα που κανένας από τους αντιπάλους του δεν διαθέτει σε τέτοιο βαθμό. Όμως αυτό το “μαχαίρι” που κρατά έχει δύο κόψεις πλέον. Η Κίνα και η Ευρώπη μαζί με την Ιαπωνία αποτελούν τους μεγαλύτερους δανειστές των ΗΠΑ. Το έλλειμμα των ΗΠΑ σε λίγο καιρό θα έχει ξεπεράσει το ένα τρισ. δολ. και κάποιος θα πρέπει να το “καλύψει” αγοράζοντας τα αμερικανικά ομόλογα. Σ’ αυτήν τη διελκυστίνδα κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τον νικητή…
Ίσως γι’ αυτό Βερολίνο, Μόσχα και Πεκίνο έχουν αυξήσει τις αγορές χρυσού τα τελευταία δύο χρόνια.
Αυτή η “εικόνα” του κόσμου είναι διαφορετική από εκείνη του 2008, αλλά όχι λιγότερο επικίνδυνη…
Γιούνκερ – Τραμπ, συμφωνία ανακωχής πάνω… από τα χαρακώματα
Η αρχικά δύσκολη συνάντηση Τραμπ – Γιούνκερ εξελίχθηκε σε διπλωματική προσέγγιση που κατά τη συνήθη τακτική του προέδρου της Κομισιόν άφησε πίσω της μια αίσθηση “αποτελέσματος” στη διευθέτηση της έντασης του εμπορικού “πολέμου” μεταξύ των δύο πλευρών.
“Θα εργαστούμε για να μειώσουμε τους φραγμούς (των δασμών) και να αυξήσουμε το εμπόριο στους τομείς των υπηρεσιών, των χημικών και των φαρμακευτικών προϊόντων, των ιατρικών προϊόντων και ακόμη και της σόγιας”, υποστήριξε μετά τη συνάντηση ο Τραμπ.
Στην πραγματικότητα, όμως, κανένα από το μέτρα που έχουν εξαγγελθεί από τις ΗΠΑ ειδικά στους δασμούς χάλυβα και αλουμινίου δεν ανακλήθηκε ούτε ορίσθηκε κάποιο χρονοδιάγραμμα στο οποίο κάποια αποτελέσματα θα πρέπει να έχουν επιτευχθεί.
Οι ευρωπαϊκές δεσμεύσεις σε γενικές γραμμές οριοθετήθηκαν σε εξαγγελίες για περισσότερες αγορές φυσικού αερίου και σόγιας από τις ΗΠΑ ενώ από την πλευρά της Ουάσινγκτον οι υποσχέσεις κινήθηκαν στο επίπεδο της μη οριοθέτησης άμεσων μέτρων και δασμών για τα ευρωπαϊκά (κατά κύριο λόγο γερμανικά) αυτοκίνητα.
Όμως η αμερικανική σόγια είναι γενετικά μεταλλαγμένη και απαγορεύεται η κατανάλωσή της στην Ευρώπη, ενώ οι περιορισμοί για τα γερμανικά αυτοκίνητα στις ΗΠΑ ήταν ήδη παραμονές της επίσκεψης Γιούνκερ στα συρτάρια των αρμόδιων υπηρεσιών στην Ουάσινγκτον και προέβλεπαν 25% αύξηση δασμών (!). Τα δύο μέρη σύμφωνα με τις επίσημες ανακοινώσεις μετά τη συνάντηση “προτίθενται να κινηθούν αμοιβαία προς τον σκοπό να υπάρχουν “μηδέν τελωνειακοί δασμοί” στις ανταλλαγές τους στη βιομηχανία, με εξαίρεση τον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας…”. Το πότε θα γίνει αυτό είναι βέβαια ζητούμενο. Κάποιοι αναλυτές μίλησαν για μία “συμφωνία ανακωχής πάνω στα χαρακώματα…”.
Το ενδιαφέρον, πάντως, συγκεντρώνεται –λόγω των ευρύτερων συνεπειών που ξεπερνά τις δύο πλευρές– στο ότι το πλαίσιο συμφωνίας Τραμπ – Γιούνκερ προβλέπει ότι ΗΠΑ και Ε.Ε. θα εργαστούν “από κοινού για να μεταρρυθμιστεί ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ)”, με στόχο να διευθετηθεί “το πρόβλημα των κακόβουλων εμπορικών πρακτικών, συμπεριλαμβανομένων της κλοπής πνευματικής ιδιοκτησίας, της εξαναγκαστικής μεταφοράς τεχνολογιών, των (κρατικών) ενισχύσεων της βιομηχανίας, των στρεβλώσεων που δημιουργούνται από κρατικές επιχειρήσεις και της υπερπροσφοράς…”.
Είναι προφανές ότι η κατεύθυνση αυτής της αναφοράς “δείχνει” αντιπάλους όπως η Κίνα και άλλες χώρες τις οποίες ο Τραμπ έχει θέσει στο στόχαστρο.
Σε κάθε περίπτωση το άμεσο “κέρδος” για τον Τραμπ είναι ότι με τη συνάντηση αυτή εμφανίζεται στο εσωτερικό του μέτωπο στις ΗΠΑ, ως εκείνος που φέρνει “αποτελέσματα” και εξαναγκάζει τους εμπορικούς του εταίρους/ανταγωνιστές να αναθεωρήσουν καταστάσεις εμπορικών συναλλαγών που κατά τον Τραμπ ήταν εις βάρος των ΗΠΑ. Μένει να αποδειχθεί αν αυτό είναι κάτι που ισοσκελίζει το βάρος των συνεπειών στο διεθνές εμπόριο…