Η Θεσσαλονίκη κατά τον Μεσαίωνα – Ποιοι ήταν οι Ζηλωτές – Το «πραξικόπημα» του Ιωάννη Κατακουζηνού – Το τέλος του εμφυλίου.
Με ένα σχετικά άγνωστο, ως τις αρχές του 20ου αιώνα θέμα, το κίνημα των Ζηλωτών της Θεσσαλονίκης (1342-1349), που «έβαψε τη Σαλονίκη στο αίμα και καθιέρωσε και επέβαλε νέους κοινωνικούς θεσμούς», όπως γράφει και ο Γιάννης Κορδάτος που ήταν από τους πρώτους που το ανέδειξε, θα ασχοληθούμε στο σημερινό μας άρθρο.
Η μεσαιωνική Θεσσαλονίκη
Η Θεσσαλονίκη κατείχε ξεχωριστή θέση μέσα στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Το 390, στα χρόνια του Μεγάλου Θεοδοσίου, μία στάση του δήμου, η οποία αντιμετωπίστηκε πολύ δύσκολα και με μεγάλη σκληρότητα, έκανε το όνομά της περισσότερο γνωστό. Τον 8ο αιώνα είχε συσσωρευτεί στην πόλη μεγάλος πλούτος και από τότε θεωρείται δεύτερη πόλη του Βυζαντίου. Βέβαια, υπήρχαν πολλοί που την εποφθαλμιούσαν. Οι Σλάβοι, οι Άραβες, αργότερα οι Φράγκοι…
Ο Charles Diehl, προλογίζοντας το βιβλίο του Ελληνορουμάνου ιστορικού Orest Tafrali«Η Θεσσαλονίκη στον 14ο αιώνα», γράφει σχετικά: «Σ’ όλους τους αιώνες της ιστορίας της, η Σαλονίκη πήρε μιαν εξαιρετική θέση μέσα στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Μεγάλη εμπορική πόλη, με πολύν πληθυσμό, πλούσια και ευημερούσα, τόπος σπουδαίου πολιτισμού και λεωφόρος της Μακεδονίας, το Άστυ του Αγίου Δημητρίου, έμοιαζε στ’ αληθινά για δεύτερη πρωτεύουσα της Βυζαντινής Μοναρχίας. Όλα τα συμβάντα που έφεραν άνω κάτω τη βαλκανική χερσόνησο, όλες οι πολιτικές, θρησκευτικές και κοινωνικές ανακατωσούρες που ετάραξαν τη βυζαντινή κοινωνία είχαν έναν δυνατό αντίκτυπο μέσα σ’ αυτή…». Τον 8οαιώνα, η Θεσσαλονίκη έγινε πρωτεύουσα του θέματος που πήρε το όνομά της. Το θέμα αυτό (διοικητική περιφέρεια), ήταν ένα από τα μεγαλύτερα και σπουδαιότερα από οικονομική και στρατιωτική άποψη. Ξεκινούσε από τον Πηνειό, συμπεριλάμβανε ένα κομμάτι της Θεσσαλίας, τη Χαλκιδική, τις πόλεις Βέροια, Νευροκόπι, Βοδενά (Έδεσσα), Σέρρες και Σκόπια (Γ. Κορδάτος, «Η Κομμούνα της Θεσσαλονίκης 1342-1349) και έφθανε στο Παγγαίο και τον Νέστο.
Το 904 Σαρακηνοί πειρατές με αρχηγό τον εξωμότη Λέοντα Τριπολίτη, κατέλαβαν και λεηλάτησαν τη Θεσσαλονίκη. Ωστόσο, πολύ σύντομα, μετά από λίγες μέρες, την εγκατέλειψαν, επιστρέφοντας στις βάσεις τους στην Ανατολική Μεσόγειο. Ο Ιωάννης Καμινιάτης, ένας από τους 22.000 αιχμαλώτους, μας δίνει σημαντικές πληροφορίες για τα γεγονότα της εποχής.
Η δεύτερη άλωση της Θεσσαλονίκης έγινε το 1185 από τους Νορμανδούς. Η ανικανότητα του διοικητή της Δαβίδ Κομνηνού και η αργοπορημένη αποστολή στρατευμάτων από την Κωνσταντινούπολη, είχαν σαν αποτέλεσμα οι Νορμανδοί, αν και έχασαν 3.000 στρατιώτες, να καταλάβουν την πόλη, σκοτώνοντας 7.000 από τους κατοίκους της. Βασικός ιστορικός της άλωσης αυτής ήταν ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ευστάθιος.
Ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Ισαάκιος Β΄, διέταξε τον γενναίο στρατηγό Αλέξιο Βρανά, να εκδικηθεί τους Νορμανδούς και να ανακαταλάβει τη Θεσσαλονίκη. Πραγματικά, τον Νοέμβριο του 1185 ο Βρανάς νίκησε τους Νορμανδούς και απελευθέρωσε την πόλη, η οποία όμως είχε υποστεί τεράστιες ζημιές. Η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους (1204) και η διανομή των εδαφών της, συμπεριλάμβανε και τη Θεσσαλονίκη, η οποία παραχωρήθηκε στον Βονιφάτιο τον Μομφερατικό. Η πόλη έγινε πρωτεύουσα τοπικού φραγκικού βασιλείου. Το 1223, ο Δεσπότης της Ηπείρου Θεόδωρος Άγγελος Δούκας Κομνηνός, ανακατέλαβε τη Θεσσαλονίκη χωρίς μάχη, καθώς ο λαός που υπέφερε τα πάνδεινα από τους Φράγκους, τον έβλεπε ως ελευθερωτή. Μετά το 1246, η πόλη έγινε το κέντρο των αγώνων του βασιλείου της Νίκαιας για τη διεύρυνση της κυριαρχίας του στη Βαλκανική Χερσόνησο. Έπειτα από την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης το 1261, η Θεσσαλονίκη κατείχε πλέον εξέχουσα θέση στις δομές και τη λειτουργία της αυτοκρατορίας. Μετά την εξουδετέρωση του νορμανδικού κινδύνου (1282), η Θεσσαλονίκη ήταν πλέον το πολιτικό, στρατιωτικό και πνευματικό κέντρο των ευρωπαϊκών επαρχιών του Βυζαντίου. Ο Γιάννης Κορδάτος, κάνει ξεχωριστή μνεία στους «καλόγερους της Σαλονίκης. Από δαύτους υπήρχανε τότες χιλιάδες. Όλη η Σαλονίκη και τα περίχωρά της ήταν γεμάτα από εκκλησίες, ξωκλήσια, μετόχια, μοναστήρια. Το Άγιο Όρος μάλιστα τροφοδοτούσε ολοένα τη Σαλονίκη με καλόγερους που είχαν μεγάλη επιρροή όχι μόνο επάνω στην πολιτική διοίκηση μα και στην εκκλησιαστική ζωή του Πατριαρχείου της Πόλης» (ενν. Κων/πολης). Βέβαια, ξεχωριστή θέση για τους Θεσσαλονικείς, κάτι που συμβάλλει και σήμερα, είχε η λατρεία του Αγίου Δημητρίου. Σύμφωνα με τον συναξαριστή του, ο Άγιος ήταν στρατηγός και δεν κατοικούσε στους ουρανούς, αλλά μέσα στην πόλη! Ζωντανός καβαλάρης, βρισκόταν μέσα στο κάστρο και φύλαγε τη Σαλονίκη. Μάλιστα είχε τόσο μεγάλη εξουσία που βρισκόταν δίπλα στον Χριστό. Σε αυτά αποδίδει ο Κορδάτος το γεγονός ότι «…η διανοητική ζωή στην εποχή του Μεσαίωνα ήταν πολύ χαμηλή και περιορισμένη. Η κοινωνία της Σαλονίκης μπορούμε να πούμε- όπως και στις άλλες πόλεις και στις άλλες επαρχίες- ήταν θρησκόληπτη και γεμάτη από δεισιδαιμονίες και προλήψεις».
Η Θεσσαλονίκη τον 14ο αιώνα- Ησυχαστές και Ζηλωτές
Η Θεσσαλονίκη μετά τον 10ο αιώνα, γνωρίζει πολύ μεγάλη ακμή. Μάλιστα το λιμάνι της, όταν άρχισαν οι εμπορικές ανταλλακτικές σχέσεις, γίνεται το διαμετακομιστικό κέντρο της Βαλκανικής. Η αγορά της είχε διεθνικό χαρακτήρα. Γράφει σχετικά ο Δημήτριος Κυδώνης: «…αγορά τε τους εξαπάσης γης υποδεχόμενη…». Μία φορά τον χρόνο, στην εορτή του Αγίου Δημητρίου, γινόταν μεγάλη εμπορική πανήγυρη που διαρκούσε μία βδομάδα και η οποία δεν είχε μόνο τον χαρακτήρα της αγοράς αλλά και της έκθεσης προϊόντων. Σημαντικές πληροφορίες γι’ αυτήν, βρίσκουμε στον διάλογο «Τιμαρίων» που γράφτηκε κατά τον Κρουμπάχερ γύρω στο 1150. Ο Χούμνος, γράφει για την «ευανδρούσαν, πολυάνθρωπον, πολυανδρούσαν, την μεγάλην τωόντι Θεσσαλονίκην». Μαζί του συμφωνούν ο Παχυμέρης, ο Γρηγοράς και ο Φιλόθεος. Ο Μητροπολίτης Ευστάθιος γράφει ότι ήταν ξακουστή σ’ όλη την οικουμένη (12ος αιώνας). Ο πληθυσμός της, σύμφωνα με μαρτυρίες χρονογράφων του 10ου αιώνα, ήταν μεγαλύτερος από 200.000. Η Θεσσαλονίκη ήταν μία πολυεθνική πόλη. Σ’ αυτή κατοικούσαν Έλληνες, Εβραίοι, Σλάβοι, Ρουμάνοι, Αρμένιοι και Γασμούλοι (γεννημένοι από Φράγκο πατέρα και Ελληνίδα μητέρα). Στις αρχές του 14ου αιώνα, ανάμεσα στους κατοίκους της, βρίσκουμε και λιγοστούς Τούρκους. Από τον 12ο αιώνα σημειώθηκε στην Θεσσαλονίκη σημαντική πνευματική ανάπτυξη. Θεολόγοι, ρήτορες, νομοδιδάσκαλοι, σχολιαστές των αρχαίων συγγραφέων, μαθηματικοί, γιατροί και πολλοί άλλοι άνθρωποι του πνεύματος είχαν ως κέντρο τους τη Θεσσαλονίκη. Ωστόσο, οι εξωτερικές επιδρομές είχαν σαν αποτέλεσμα η πόλη από τις αρχές του 14ου αιώνα να κλονιστεί συθέμελα, όπως άλλωστε και ολόκληρη η Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Το πρώτο μισό του 14ου αιώνα ξέσπασε στη Θεσσαλονίκη και μία μεγάλη θρησκευτική διαμάχη, με αφορμή την εμφάνιση των Ησυχαστών, ενός θρησκευτικού μυστικιστικού κινήματος.
Ιδρυτής της ησυχαστικής κίνησης ήταν ο Γρηγόριος Σιναΐτης και κυριότερος θεωρητικός εκπρόσωπός της, ο Γρηγόριος Παλαμάς (1296-1359), ο οποίος υπήρξε Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης.
Βασικότερος εκπρόσωπος των αντιπάλων του Ησυχασμού ήταν ο μοναχός Βαρλαάμ από την Καλαβρία της Ιταλίας. Η βασική δογματική αντίθεση ανάμεσα στις δύο παρατάξεις, είχε ως αντικείμενο τη φύση του άπλετου φωτός που οι Ησυχαστές οραματίζονταν όταν βρίσκονταν σε έκσταση και το οποίο, σύμφωνα με όσα πίστευαν, ήταν της ίδιας φύσης με το φως που έλαμψε στο όρος Θαβώρ κατά τη Μεταμόρφωση του Χριστού. Από την άποψη των Ησυχαστών πως με αδιάκοπη προσευχή και κοίταγμα του αφαλού τους μπορούν να βρεθούν σε τεχνητή έκσταση και να δουν διάφορα οράματα, ανακαλύπτοντας έτσι θρησκευτικές αλήθειες, προήλθε η λέξη ομφαλοσκόπηση.
Η διένεξη μεταξύ Ησυχαστών και Βαρλααμιτών, πήρε και πολιτικό χαρακτήρα. Τελικά, με τη Σύνοδο του 1351, επικράτησαν οι Ησυχαστές και οι Βαρλααμίτες κρίθηκαν αιρετικοί. Κατά τον Γ. Κορδάτο, «το κόμμα λοιπόν των Ζηλωτών ήταν ένα επαναστατικό κόμμα. Ζητούσε όχι μόνο πολιτικές ελευθερίες μα και κοινωνικοοικονομικές μεταρρυθμίσεις… Με μία λέξη ήταν (για την εποχή του) ένα επαναστατικό δημοκρατικό κόμμα.
Η επανάσταση των Ζηλωτών (1342-1349)
Τον Ιούνιο του 1341 ο Αυτοκράτορας Ανδρόνικος Γ΄ πέθανε. Αυτοκράτορας ανακηρύχτηκε ο ανήλικος γιος του Ιωάννης Ε΄ Παλαιολόγος υπό την επιτροπεία της μητέρας του Άννας.
Τον θρόνο τότε διεκδίκησε ο Μέγας Δομέστικος Ιωάννης Καντακουζηνός ο οποίος βλέποντας ότι ο λαός δεν τον ήθελε ,σκέφτηκε να οργανώσει κίνημα μέσα στον στρατό, έτσι ώστε να μπει στην Πόλη με στρατιωτική βοήθεια του και να πάρει τον θρόνο.
Τον Καντακουζηνό υποστήριζαν οι φεουδάρχες και αγιορείτες καλόγεροι οι οποίοι αγωνίζονταν με κάθε τρόπο να τον ανεβάσουν στον θρόνο.
Με κάποια δικαιολογία, ο Καντακουζηνός έφυγε από την Κωνσταντινούπολη και πήγε στο Διδυμότειχο, όπου στέφθηκε αυτοκράτορας (τέλη 1341).
Ενθαρρυμένος, πήγε στη συνέχεια στην Αδριανούπολη όπου οι φίλοι του, ενθουσιασμένοι κάλεσαν συνέλευση στην αγορά της πόλης για να ανακοινώσουν τις προθέσεις του Καντακουζηνού. Οι ευγενείς μάλιστα προσπάθησαν με ξυλοδαρμούς να επιβάλλουν τον σφετεριστή, αλλά ο λαός αντέδρασε και με επικεφαλής τον χειροτέχνη Βράνο, χτυπήθηκε μαζί τους και τελικά επικράτησε.
Στο μεταξύ στην Κωνσταντινούπολη, οι λαϊκές μάζες είχαν κι αυτές ξεσηκωθεί εναντίον του Καντακουζηνού και του έκαναν το σπίτι γυαλιά καρφιά, όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Γ. Κορδάτος.
Ο κόσμος ξεσηκώθηκε και σε άλλες μεγάλες πόλεις της Μακεδονίας και της Θράκης και στα τέλη του 1341, αλλά κυρίως από τις αρχές του 1342, με σύνθημα «αγώνας για το νόμιμο αυτοκράτορα», ξέσπασε στη Βυζαντινή αυτοκρατορία εμφύλιος πόλεμος.
Την κατάσταση που επικράτησε τότε, περιγράφει παραστατικά ο (αντιδραστικός) λόγιος και ιστορικός Νικηφόρος Γρηγοράς: «Κι έβλεπε ο καθένας χωρισμένο σε δυο μερίδες το Γένος των Ρωμαίων σε κάθε πόλη, σε κάθε επαρχία. Από τη μια μεριά ήταν οι φρόνιμοι, οι πλούσιοι, οι ευγενείς, οι γραμματισμένοι και από την άλλη οι άμυαλοι, η φτωχολογιά, οι αγράμματοι. Από τη μια μεριά το κόμμα που είχε νομιμόφρονες ιδέες και από την άλλη το κόμμα που δεν ήξερε τι έκανε, που γύρευε τις επαναστάσεις και χαιρόταν στα αίματα» (τ. II, σελ. 613).
Η πόλη όπου η εμφύλια διαμάχη πήρε μεγάλες διαστάσεις και οδηγήθηκε σε σφοδρές συγκρούσεις, ήταν η Θεσσαλονίκη. Στις αρχές του καλοκαιριού του 1342 έκλεισε το κάστρο της. Ο αυτοκρατορικός έπαρχος Συνοδινός έπαιζε διπλό παιχνίδι, καθώς κρυφά βρισκόταν σε συνεννοήσεις με τον Καντακουζηνό, που είχε ήδη συμμαχήσει με τους Σέρβους, με στόχο να καταλάβει την πόλη.
Οι Ζηλωτές όμως αγρυπνούσαν. Με συντονισμένες ενέργειες καθάρισαν την πόλη από τα ύποπτα στοιχεία και κήρυξαν τον πόλεμο ενάντια στον σφετεριστή.
Μαζί τους ήταν σύσσωμος ο λαός. Οι πλούσιοι, με την υποστήριξη του Συνοδινού, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να πλήξουν τους εξεγερμένους. Οι συγκρούσεις ήταν σφοδρές και ανηλεείς. Γράφει σχετικά ο Γρηγοράς:
«Και ξεσηκώνεται στο λεπτό ενάντιά τους (ενν. στους ευγενείς) ο δήμος και γίνεται μεγάλος σκοτωμός από αδελφοκτόνα όπλα μέσα στην πολυάνθρωπη και εύανδρη (Θεσσαλονίκη)»
Οι προσπάθειές των ευγενών απέτυχαν. Τρομοκρατημένος ο Συνοδινός φεύγει για το Γυναικόκαστρο. Τον ακολουθούν αρκετοί ευγενείς. Μετά από αυτό, οι περίοικοι αγρότες και κτηνοτρόφοι, πήραν τα ζώα τους και κλείστηκαν μέσα στην πόλη, ενώνοντας τις δυνάμεις τους με τους εξεγερμένους. Η απόφασή τους ήταν να μην μπει με κανένα τρόπο ο Καντακουζηνός μέσα στην πόλη.
Η επανάσταση είχε αρχίσει να επικρατεί. Οι ευγενείς μετά τις αποτυχημένες προσπάθειες να αντιμετωπίσουν τον λαό, υποτάχθηκαν. Όσοι δεν έφυγαν, κρύβονταν στα πιο απίθανα μέρη για να μην εντοπιστούν. Όπως γράφει ο Γ. Κορδάτος:
«Αίμα βέβαια χύθηκε και παρατράγουδα έγιναν, πολύ φυσικό αυτό. Οι επαναστάσεις έχουν τη δική τους λογική και ψυχολογία. Κι ακόμα ανάμεσα στις επαναστατημένες μάζες εισχωρούν και αλήτικα στοιχεία, που αρπάζουν, γκρεμίζουν, σκοτώνουν».
Ο Γάλλος βυζαντινολόγος Charles Diehl, γράφει ότι οι Ζηλωτές επενέβαιναν κατευναστικά σε κάθε περίπτωση για να προλάβουν τις αντεκδικήσεις.
Στο μεταξύ ο Καντακουζηνός μόλις έμαθε τις εξελίξεις στη Θεσσαλονίκη, κατάλαβε ότι τα πράγματα δεν θα ήταν καθόλου εύκολα γι’ αυτόν. Ζήτησε τη συνδρομή των Σέρβων και με τα πιστά του στρατεύματα κατευθύνθηκε προς τη Θεσσαλονίκη. Κατέλαβε τη Ρεντίνα και έφτασε στον κάμπο του Λαγκαδά. Οι Ζηλωτές βρέθηκαν σε κίνδυνο. Το Παλάτι που έβλεπε με συμπάθεια το κίνημά τους, έστειλε στρατιωτικές ενισχύσεις με επικεφαλής τον Ανδρόνικο και τον Θωμά Παλαιολόγο οι οποίοι εμπόδισαν τον Καντακουζηνό να μπει στη Θεσσαλονίκη. Τότε εκείνος κατευθύνθηκε προς τον Γαλλικό ποταμό και στη συνέχεια πήρε τον δρόμο προς τη Βέροια, αφήνοντας δυνάμεις στη Ρεντίνα και το Γυναικόκαστρο. Παράλληλα, ο Αλέξιος Απόκαυκος που πήρε τη θέση του Καντακουζηνού στο Παλάτι της Πόλης, έφτασε στη Θεσσαλονίκη με 50 πολεμικά καράβια. Πήρε τον τίτλο του γενικού αρχηγού του στρατού της πόλης και κατέλαβε εύκολα το Γυναικόκαστρο που κρατούσε ο Καντακουζηνός. Τότε όμως οι Σέρβοι, δέχονται να βοηθήσουν τον σφετεριστή και φτάνουν έξω από τη Θεσσαλονίκη. Και πάλι όμως ο Απόκαυκος με τον αυτοκρατορικό στρατό έσωσε την πόλη.
Ο Καντακουζηνός όμως, ζήτησε τότε τη βοήθεια του φίλου του, Τούρκου ,Ουμούρ Μπέη, που ήταν εμίρης του Αϊδινίου. Οι Τούρκοι βρήκαν την ευκαιρία να λεηλατήσουν τη χώρα. Πολλοί αιχμάλωτοι πουλήθηκαν στις αγορές δούλων στη Σμύρνη και την Προύσα. Όταν μάλιστα πολιόρκησαν τη Θεσσαλονίκη ο λαός της πόλης υπέφερε τα πάνδεινα. Τα προάστια λεηλατήθηκαν. Οι αγρότες με τα ζώα τους κατέφυγαν μέσα στην πόλη. Προκλήθηκαν επιδημίες από τα ζώα που ψοφούσαν από έλλειψη τροφής.
Ο κίνδυνος επιδημιών ήταν μεγάλος. Ωστόσο οι Ζηλωτές άντεξαν. Ο Ουμούρ Μπέης επέστρεψε στην Ασία, λεηλατώντας ό,τι είχε απομείνει και αφήνοντας 6.000 άνδρες για βοήθεια στον Καντακουζηνό. Οι Σέρβοι, από την άλλη μεριά κατέλαβαν όλη σχεδόν τη Μακεδονία (1344-1345) και μόνο η Θεσσαλονίκη έμεινε ελεύθερη.
Το 1345 στη Θεσσαλονίκη υπήρχαν δύο διοικητές (άρχοντες). Ο Ιωάννης Απόκαυκος (γιος του Αλέξιου) ως αντιπρόσωπος της κεντρικής κυβέρνησης και ο Μιχαήλ Παλαιολόγος, ένας από τους αρχηγούς των Ζηλωτών. Σύντομα ο Απόκαυκος συνωμότησε με τους ευγενείς και δολοφόνησαν τον Παλαιολόγο. Πολλοί από τους ηγέτες των Ζηλωτών φυλακίστηκαν. Ο Ιωάννης Απόκαυκος, συμφώνησε να παραδώσει την πόλη στον γιο του Ιωάννη Καντακουζηνού Μιχαήλ. Οι Ζηλωτές όμως αντέδρασαν. Αρχηγοί τους ήταν ο προϊστάμενος της ναυτικής συντεχνίας Ανδρέας Παλαιολόγος και ο Γεώργιος Κοκκαλάς. Γράφει ο Γ. Κορδάτος:
«Έτσι ο εμφύλιος πόλεμος ξανάναψε. Το τι έγινε δεν περιγράφεται. Και από τις δυο μεριές πολέμησαν με λύσσα.
Το φονικό βάσταξε μια δυο μέρες. Στο τέλος όμως οι Ζηλωτές κέρδισαν τη μάχη».
Από τότε η Θεσσαλονίκη ήταν μια «επαναστατική λαοκρατική δημοκρατία» (Γ. Κορδάτος). Κάθε εξάρτηση από την Πόλη και το Παλάτι έπαψε. Μάλιστα από το 1347 ως το 1349 ανακηρύχθηκε αυτόνομη δημοκρατία.
Όμως ο Καντακουζηνός είχε πάρει τις περισσότερες πόλεις της Θράκης και συμμάχησε με τον Τούρκο ηγεμόνα Ορχάν, δίνοντάς του για σύζυγο την ανήλικη κόρη του. Παράλληλα, συμφώνησε να έχει την αντιβασιλεία του νόμιμου αυτοκράτορα Ιωάννη Παλαιολόγου.
Στη Θεσσαλονίκη αυτοκρατορικός εκπρόσωπος (πρωτοσέβαστος), ήταν ο Αλέξιος Μετοχίτης. Ουσιαστικός όμως κυβερνήτης της, ήταν ο αρχηγός των Ζηλωτών Ανδρέας Παλαιολόγος. Ο Μετοχίτης εκμεταλλευόμενος το κλονισμένο ηθικό του λαού από τη φτώχεια, τις στερήσεις και την πείνα, από τις πολιορκίες και τις συνεχεία επιδρομές κατάφερε να διασπάσει τη ναυτική συντεχνία.
Ο Ανδρέας Παλαιολόγος έφυγε (ή εξορίστηκε) στο Άγιο Όρος. Οι επικεφαλής των Ζηλωτών φυλακίστηκαν και τα σπίτια τους γκρεμίστηκαν. Ο Καντακουζηνός κάλεσε σε βοήθεια τον Ορχάν που έστειλε 20.000 άνδρες με επικεφαλής του Σουλεϊμάν. Οι Ζηλωτές ζήτησαν τη βοήθεια των Σέρβων που είχαν αρχηγό τον Στέφανο Ντουσάν. Ήθελαν να του παραδώσουν την πόλη για να αποφύγουν αντεκδικήσεις. Οι Σέρβοι έφτασαν έξω από τη Θεσσαλονίκη, αλλά η άφιξη των Τούρκων έδωσε το τελειωτικό χτύπημα στους Ζηλωτές. Τον Αύγουστο του 1349 ,βυζαντινός στρατός και στόλος μπήκε στη Θεσσαλονίκη. Ο Καντακουζηνός σε ομιλία του σε λαϊκή συνέλευση, χαρακτήρισε τους επαναστάτες «συμμορία».
Φυσικά, οι Ζηλωτές σφαγιάστηκαν σαν αρνιά. Η Θεσσαλονίκη έζησε μέρες φρίκης και απερίγραπτης τρομοκρατίας. Ο νέος αρχιεπίσκοπος Γρηγόριος Παλαμάς, εμπαθής εχθρός των Ζηλωτών, πρόσταξε ,στις εκκλησίες να εκφωνηθούν συμφιλιωτικοί λόγοι και να ξορκιστούν οι δαίμονες, οι Ζηλωτές δηλαδή.
Οι συνέπειες του πολύχρονου εμφυλίου πολέμου μεταξύ Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγου και Ιωάννη Στ’ Καντακουζηνού ήταν ολέθριες για την αυτοκρατορία και το μέλλον της. Όπως γράφει ο Καρλ Κρουμπάχερ στο έργο του «Ιστορία της Βυζαντινής Λογοτεχνίας» (τόμος ΣΤ, σελ.1119); «Η προδοτική φιλαρχία του μανιακού ανθρώπου, ο οποίος προσεκάλει τους Οσμανούς, έσκαφεν αυτή κυρίως τον τάφον του κράτους. Το 1354 κατέλαβον οι Τούρκοι την Καλλίπολιν και ούτως ηνοίγετο πλέον εις αυτούς η προς Ευρώπην οδός».
Το ίδιο έτος, ο Ιωάννης Παλαιολόγος, έγινε απόλυτος κυρίαρχος του Βυζαντίου, αναγκάζοντας τον Καντακουζηνό να παραιτηθεί. Έγινε μοναχός, έγραψε την ιστορία του και αφιερώθηκε σε θεολογικές σπουδές.
Αυτή ήταν η ιστορία της πρώτης λαϊκής δημοκρατίας στην παγκόσμια ιστορία, της Κομμούνας της Θεσσαλονίκης (Γ. Κορδάτος), αλλά και του μοιραίου ανθρώπου που άνοιξε τις πύλες του Βυζαντίου στους Οθωμανούς εκατό χρόνια πριν την άλωση της Πόλης.
Πηγές: Γ. Κορδάτος, «Η ΚΟΜΜΟΥΝΑ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 1342-1349», Β’ ΕΚΔΟΣΗ 1975
ΓΙΩΡΓΟΣ Α. ΤΕΜΕΚΕΝΙΔΗΣ, «Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΖΗΛΩΤΩΝ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, 1342-1349», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΖΗΤΗ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2001.