Θα πρέπει να ήταν μια πολύ συγκινητική συνεδρίαση τον Ιούλιο του 1998 στη Ρώμη. Επί τρία χρόνια συζητούσαν στα ΗΕ τη δημιουργία ενός Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (ICC) στη Χάγη. Στη συνεδρίαση εκείνη δόθηκε το πράσινο φως στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ για τη σύσταση του Διεθνούς Δικαστηρίου.
Οι Γερμανοί, υπό τον τότε υπ. Εξωτερικών Κλάους Κίνκελ, ήταν εκείνοι που κυρίως επέμειναν στη δημιουργία ενός ανεξάρτητου ποινικού δικαστηρίου.
Το νέο δικαστήριο θα διέφερε από τα άλλα δυο διεθνή ποινικά δικαστήρια που είχαν δημιουργηθεί για την εκδίκαση των πολέμων στην πρώην Γιουγκοσλαβία και τη Ρουάντα. Το Συμβούλιο Ασφαλείας είχε δημιουργήσει τα δικαστήρια εκείνα στις αρχές της δεκαετίας του 1990 υπό την προϋπόθεση ότι θα μπορεί να ασκεί επιρροή σε αυτά. Έτσι μπορούσε να εκλέγει δικαστές και κατηγόρους και διατηρούσε το δικαίωμα ακόμα και να κλείσει τα δικαστήρια.
Το νέο διεθνές δικαστήριο όμως που ήθελαν να δημιουργήσουν θα ήταν διαφορετικό και κανένα κράτος δεν θα μπορούσε να έχει επιρροή σε αυτό.
Ωστόσο μια διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου που θα μπορούσε να θίξει διεθνή κυριαρχικά δικαιώματα, ήταν και είναι για τις ΗΠΑ και άλλα κράτη απαράδεκτο. Οι ΗΠΑ φοβόντουσαν ότι εξαιτίας των αμερικανικών στρατιωτικών αποστολών σε πολλά μέρη του κόσμου Αμερικανοί στρατιώτες θα μπορούσαν να παραπεμφθούν στο νέο διεθνές δικαστήριο. Οι Αμερικανοί αρνούνταν επί χρόνια να αποδεχθούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της διεξαγωγής ενός επιθετικού πολέμου. Μόλις το 2010 αποδέχθηκαν ότι μπορεί να στοιχειοθετηθεί ένα τέτοιο έγκλημα.
123 κράτη μέλη ωστόσο Κίνα, ΗΠΑ και Ρωσία εκτός
Οι ΗΠΑ προσπάθησαν να εμποδίσουν τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου ωστόσο στις 17 Ιουλίου 1998 συμφώνησαν 120 κράτη στην ίδρυσή του, 21 απείχαν ενώ η Κίνα, το Ιράκ, το Ισραήλ, η Υεμένη, η Λιβύη, το Κατάρ και οι ΗΠΑ ψήφισαν κατά. Στις 31 Δεκεμβρίου 2000 υπέγραψε και ο Αμερικανός τότε Πρόεδρος Μπιλ Κλίντον ωστόσο ο διάδοχός του Τζόρτζ Μπους δύο χρόνια αργότερα ακύρωσε τη συμφωνία.
Τον Μάρτιο του 2003 κατάφερε τελικά το νεοϊδρυθέν δικαστήριο να λειτουργήσει. Τότε ορκίστηκαν οι πρώτοι 18 δικαστές.
Σήμερα είκοσι χρόνια μετά την ίδρυσή του έχουν προσχωρήσει συνολικά 123 κράτη, ωστόσο η Κίνα, οι ΗΠΑ, η Ρωσία, η Ινδία, σχεδόν όλα τα αραβικά κράτη καθώς και το Ισραήλ και το Ιράν δεν συμμετέχουν.
Η συμμετοχή στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο είναι εθελοντική και η αποχώρηση είναι εφικτή μέσω μιας ανακοίνωσης. Το 2016 ο Πρόεδρος του Μπουρούντι Πιερ Νκουρουνζίζα έκανε χρήση αυτής της δυνατότητας μια και φοβόταν πιθανή δίωξή του εξαιτίας διώξεων δημοσιογράφων και ακτιβιστών μετά από μια τρίτη παράνομη συνταγματικά προεδρική θητεία. Ωστόσο το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο επιμένει ότι διατηρεί τη δικαιοδοσία να προσφύγει εναντίον του Προέδρου του Μπουρούντι όσο η χώρα ήταν μέλος του διεθνούς δικαστηρίου.
Αμφισβητήσεις και κριτική για το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο έχουν διατυπωθεί πολλές φορές κυρίως από αφρικανικές χώρες με το επιχείρημα ότι το δικαστήριο στρέφεται κυρίως κατά Αφρικανών ηγετών παρά το γεγονός ότι εγκλήματα πολέμου και γενοκτονίες καταγράφονται και από λευκούς. Εκπρόσωποι του δικαστηρίου αντιπαραθέτουν πάντως ότι επικεντρώνονται εκεί διότι πουθενά στον κόσμο δεν σημειώνονται περισσότερες παραβιάσεις όσον αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα.