Από τις αρχές του 2019 δρομολογείται με τη μορφή κοινοτικής οδηγίας ένα νέο πλέγμα “προληπτικής εποπτείας” μέσα από κρατικούς και ιδιωτικούς φορείς (Εφορία, τράπεζες, ελεγκτικούς φορείς) προκειμένου να προληφθεί ένα νέο κύμα χρεοστασίων και πτωχεύσεων στην επιχειρήσεις.
Σύμφωνα με “διευκρινίσεις” παραγόντων της Κομισιόν, το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα και οι επιχειρήσεις πρέπει “έγκαιρα να θωρακιστούν”απέναντι στον κίνδυνο ενός νέου κύκλου κρίσης χρέους με διασυνοριακές συνέπειες που θα μπορούσε να “χτυπήσει” την Ευρωζώνη και τον στόχο της δημιουργίας ενιαίας αγοράς κεφαλαίων, παράλληλα με την τραπεζική ενοποίηση.
Το πλαίσιο αυτό εισαγάγει ένα σύστημα συστηματικής προληπτικής εποπτείας στις επιχειρήσεις, το οποίο στη συνέχεια, και εφόσον διαπιστωθεί κίνδυνος χρεοστασίου, τις “υποχρεώνει” σε μέτρα αναδιάρθρωσης (χρέους, οργάνωσης, επιχειρηματικής στρατηγικής κ.λπ.) για να αποφύγουν την κατάρρευση και κυρίως για να αποφευχθούν δευτερογενείς συνέπειες στον επιχειρηματικό και τραπεζικό χώρο με διασυνοριακές διαστάσεις.
Η κίνηση αυτή, αν και αφορά ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, επισπεύδεται από την πλευρά των κοινοτικών αρχών, ιδιαίτερα για τις περιοχές της Ν. Ευρώπης, όπως η Ελλάδα, που εξακολουθούν να βαρύνονται με υψηλά ποσοστά δανείων που κινούνται στα όρια του να μετατραπούν σε “κόκκινα”. Στόχος της εποπτείας αυτής είναι να προλαμβάνεται το “κοκκίνισμα” με προληπτική αναδιάρθρωση όχι μόνο των “δανείων”, αλλά και των επιχειρήσεων, και να αποφεύγεται όπου είναι δυνατό, η πτώχευση.
Το νέο αυτό πλαίσιο θα προηγείται των διαδικασιών του ήδη υπάρχοντος εξωδικαστικού μηχανισμού και έχει ήδη αρχίσει να “δουλεύεται” στο οικονομικό επιτελείο. Όπως αναφέρεται αρμοδίως, το νέο αυτό πλαίσιο θα ενταχθεί στην προσπάθεια επανεκκίνησης της οικονομίας και της ανάγκης για δραστική μείωση των “κόκκινων” δανείων.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και ειδικά από την πλευρά της Κομισιόν, υπάρχει συνολικότερος έντονος προβληματισμός για το πώς θα αντιμετωπιστεί ο όγκος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ειδικά σε χώρες με υψηλό δείκτηNPLs όπως η Ελλάδα. Κυρίως, δε, για το πώς θα αντιμετωπισθεί το διασυνοριακό επενδυτικό ρίσκο ενισχύοντας τις προληπτικές διαδικασίες προειδοποίησης έναντι του κινδύνου στις διασυνοριακές εμπορικές συναλλαγές και επενδύσεις.
Αρμόδια στελέχη της Κομισιόν στα οποία απευθύνθηκε το “Κεφάλαιο” για διευκρινίσεις, επισημαίνουν ότι το πλαίσιο “προληπτικής εποπτείας” το οποίο θα έχει ειδικά εθνικά προσαρμοσμένα χαρακτηριστικά, στοχεύει στο να προλάβει τυχόν επιδείνωση της κατάστασης σε υπερχρεωμένες επιχειρήσεις. Αλλά και να θωρακίσει το ευρύτερο ευρωπαϊκό επιχειρηματικό χώρο από τις συνέπειες ενός νέου κύκλου κρίσης που θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να εκδηλωθεί αυξάνοντας το διασυνοριακό επενδυτικό ρίσκο.
Αναδιάρθρωση ή “bail-in” χρέους
Στο πλαίσιο αυτό, η Κομισιόν έχει διαμορφώσει το σχέδιο, το οποίο θα δρομολογηθεί με τη μορφή νέας Οδηγίας της Ε.Ε. στις αρχές του 2019.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες του “Κ”, το νέο πλαίσιο στη βάση της προληπτικής εποπτείας θα προβλέπει την αναδιάρθρωση χρεών και επιχειρήσεων, δίνοντας τη δυνατότητα για μια δεύτερη ευκαιρία σ’ αυτές που απειλούνται με χρεοστάσιο.
Ο χαρακτήρας και τα μέτρα αναδιάρθρωσης των επιχειρήσεων που θα βρεθούν σε οριακή θέση θα είναι “έμμεσα” αναγκαστικός, καθώς η μη υλοποίησή τους θα οδηγεί σε συνέπειες ολοκληρωτικού “bail-in” των ζημιών για επιχειρήσεις και επιχειρηματίες.
Αντίθετα, το νέο πλαίσιο θα δίνει τη δυνατότητα εξάντλησης των δυνατοτήτων αναδιάρθρωσής τους πριν από την πτώχευση. Για τον λόγο αυτό το πλαίσιο προληπτικής εποπτείας θα είναι ιδιαίτερα ισχυρό μέσα από τις εφορίες, τις τράπεζες, τα Ταμεία αλλά και τους ιδιωτικούς ελεγκτικούς φορείς.
Το νέο πλαίσιο έχει αρχίσει να “δουλεύεται” ήδη στο οικονομικό επιτελείο προκειμένου να δρομολογηθούν αλλαγές στη νομοθεσία που αφορά την επιχειρηματική λειτουργία. Η προοπτική αυτή έρχεται σε μία κρίσιμη χρονική στιγμή, αφού το 2019 είναι το τελευταίο έτος της στοχοθεσίας των τραπεζών για τη μείωση των NPLs, οπότε και θα εκπνεύσουν “εργαλεία” όπως ο εξωδικαστικός μηχανισμός για τη ρύθμιση των επιχειρηματικών χρεών.
Ο συγκεκριμένος χρονικός ορίζοντας υποχρεώνει σε αναζήτηση λύσεων για την επόμενη μέρα, αφού ακόμη και με παράταση του εξωδικαστικού μηχανισμού, θα είναι αδύνατον να διευθετηθούν τα χρέη των 400.000 επιχειρήσεων κάθε μεγέθους που υπολογίζεται (ελλείψει συγκεκριμένων αρχείων καταγραφής) ότι έχουν χρέη προς τράπεζες, Δημόσιο και ασφαλιστικά ταμεία. Επιπλέον, θα πρέπει να καλυφθούν ζητήματα που τώρα δεν καλύπτει ο εξωδικαστικός μηχανισμός για τη ρύθμιση οφειλών και κυρίωςνα παρασχεθούν ίδιες πρόνοιες σε όσες επιχειρήσεις θα θέλουν να ρυθμίζουν απευθείας τα δάνειά τους με τις τράπεζες και όχι μέσω της πλατφόρμας του εξωδικαστικού.
Το πρόβλημα της “υπογραφής”
Σήμερα πολλές αναδιαρθρώσεις επιχειρηματικών δανείων δεν προχωρούν γιατί οι τράπεζες απορρίπτουν σχέδια βιωσιμότητας που υποβάλλουν οι επιχειρήσεις. Παράλληλα, παρά τη νομοθετική πρόβλεψη για τη νομική κάλυψη των στελεχών που λαμβάνουν αποφάσεις για αναδιαρθρώσεις χρεών, οι τραπεζίτες διστάζουν να βάλουν την υπογραφή τους σε σχέδια αναδιαρθρώσεων, φοβούμενοι μελλοντικές διώξεις.
Με το νέο πλαίσιο, τα θέματα αυτά θα αντιμετωπιστούν με ενιαία νομοθεσία σε πανευρωπαϊκό επίπεδο αλλά και με εθνικού χαρακτήρα προσαρμογές. Η νομοθεσία αυτή θα συνενώνει τα επιμέρους κομμάτια του παζλ για την αντιμετώπιση των επιχειρηματικών χρεών και θα καλύπτει τόσο το “πριν” όσο και το “μετά” της υπερχρέωσης. Αφενός, θα προβλέπει μηχανισμούς έγκαιρης ειδοποίησης των επιχειρήσεων και των πιστωτών τους για τον κίνδυνο τα δάνειά τους να καταστούν μη εξυπηρετούμενα και θα υποχρεώνει σε προληπτική αναδιάρθρωση χρεών. Αφετέρου, θα ορίζει το πώς επιχειρήσειςκαι επιχειρηματίες που οδηγήθηκαν στην πτώχευση θα μπορούν να επανέλθουν, έχοντας μία δεύτερη ευκαιρία να ασκήσουν επιχειρηματική δραστηριότητα.
Το επείγον να βρεθούν λύσεις για τις υπερχρεωμένες επιχειρήσεις, επιτείνεται από το γεγονός ότι στα τέλη του 2019, ακόμη και με υπέρβαση των στόχων για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τους, ο δείκτηςNPEs για τις ελληνικές τράπεζες θα βρίσκεται στο 35%. Μακράν ακόμη του μέσου ευρωπαϊκού όρου στον οποίο πρέπει να συγκλίνει και ο οποίος κινείται ήδη κάτω του 5%.
Υπερχρέωση επιχειρήσεων
Ο προβληματισμός, πάντως, για το πώς θα αντιμετωπιστεί η υπερχρέωση των επιχειρήσεων είναι αυτή τη στιγμή πανευρωπαϊκός και συνδέεται με τοζητούμενο της ανάπτυξης και των επενδύσεων. Το επίπεδο των μη εξυπηρετούμενων δανείων, τα οποία αυξήθηκαν με ταχύ ρυθμό στην πλειονότητα των κρατών μελών μετά την οικονομική κρίση, παραμένει υψηλό, εμποδίζοντας τις τράπεζες να χρηματοδοτήσουν την ανάπτυξη. Το σταθερά υψηλό επίπεδο μη εξυπηρετούμενων δανείων δείχνει ότι πρέπει να αναληφθεί περαιτέρω δράση για να εξασφαλιστεί ότι ο φαύλος κύκλοςμεταξύ κακής ποιότητας περιουσιακών στοιχείων, υποτονικών πιστωτικών εξελίξεων και χαμηλής ανάπτυξης δεν θα παγιωθεί.
Όπως διαπιστώνει η Κομισιόν και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο που έχουν επεξεργαστεί το νέο πλαίσιο που θα αποτελέσει οδηγία της Ε.Ε., ένα θετικό επιχειρηματικό περιβάλλον προάγει το εμπόριο και τις επενδύσεις, τονώνει την απασχόληση και διευκολύνει την απορρόφηση κραδασμών από τα υψηλάNPLs. Αυτό έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία δεδομένου ότι η διασυνδεδεμένηενιαία αγορά και η εντεινόμενη ψηφιοποίηση, οδηγούν σε ολοένα και λιγότερο αμιγώς εθνικές επιχειρήσεις.
Παράλληλα, διαπιστώνεται ότι οι επενδυτές διστάζουν να προβούν σε επενδύσεις εκτός της χώρας τους, ή ακόμη και να συνάψουν επιχειρηματικές σχέσεις, λόγω της αβεβαιότητας που τους δημιουργούν οι διαφορετικοί κανόνες αφερεγγυότητας και ο κίνδυνος χρονοβόρων και πολύπλοκων διαδικασιών, παράγοντες που καθιστούν δυσχερή την εκτίμηση του αναλαμβανόμενου πιστωτικού κινδύνου.
Οι διαπιστώσεις των Βρυξελλών για τις επιχειρήσεις της Ευρώπης είναι ιδιαιτέρως ανησυχητικές για το μέλλον των ιδίων, της ανάπτυξης και της απασχόλησης.
Η κατάσταση στην Ε.Ε. και η δεύτερη ευκαιρία
Το σχέδιο της Κομισιόν επισημαίνει ότι ένα αποτελεσματικό πλαίσιο για την αντιμετώπιση της υπερχρέωσης των επιχειρήσεων θα πρέπει πέραν των άλλων να ορίζει ότι μια επιχείρηση που αντιμετωπίζει δυσχέρειες πρέπει να έχει πρόσβαση το συντομότερο δυνατό σε διαδικασίες προληπτικής αναδιάρθρωσης. Ωστόσο, σε αρκετά κράτη-μέλη, οι οφειλέτες δεν μπορούν να προχωρήσουν σε αναδιάρθρωση των οφειλών τους προς τους πιστωτές τουςαν δεν καταστούν όντως αφερέγγυοι ή, εάν το μπορούν, βρίσκονται αντιμέτωποι με πολύ αυστηρούς ή δαπανηρούς όρους πρόσβασης.
Οι όροι για αναστολή των καταδιωκτικών μέτρων ώστε να υποστηριχθούν οι διαπραγματεύσεις με σκοπό την αναδιάρθρωση επίσης εμφανίζουν μεγάλες αποκλίσεις.
Αναφορικά με την έγκριση των σχεδίων αναδιάρθρωσης από τους πιστωτές, υπάρχουν επίσης σημαντικές διαφορές μεταξύ των κανόνων των κρατών-μελών σχετικά με την κατηγοριοποίηση των πιστωτών, τη δυνατότητα αναδιάρθρωσης με τη συμμετοχή ορισμένων μόνο πιστωτών και χωρίς να θίγονται τα δικαιώματα των πιστωτών που δεν συμμετέχουν, τις απαιτούμενες πλειοψηφίες, καθώς και τους όρους για την επικύρωση του σχεδίου αναδιάρθρωσης από δικαστική ή διοικητική αρχή.
Η προστασία της νέας χρηματοδότησης και της προσωρινής χρηματοδότησης (ως ουσιαστικών στοιχείων για τη διασφάλιση της επιτυχίας των σχεδίων αναδιάρθρωσης) επίσης διαφοροποιείται μεταξύ των κρατών μελών, κυμαινόμενη μεταξύ μιας ελάχιστης προστασίας έναντι των ανακλητικών αγωγών και της απονομής καθεστώτος προτεραιότητας έναντι των υφιστάμενων χρεών σε επακόλουθες διαδικασίες αφερεγγυότητας.
Περαιτέρω, η συμμετοχή δικαστικών ή διοικητικών αρχών και επαγγελματιών του κλάδου που διορίζονται από τις δικαστικές ή διοικητικές αρχές κυμαίνεται μεταξύ μιας ελάχιστης και της πλήρους συμμετοχής.
Οι αποκλίσεις αυτές καθιστούν ουσιαστικά αδύνατη την έγκριση σχεδίου αναδιάρθρωσης για έναν διασυνοριακό όμιλο εταιρειών με θυγατρικές σε περισσότερα από δύο κράτη-μέλη.
Εν τω μεταξύ, οι υπερβολικά χρονοβόρες διαδικασίες αναδιάρθρωσης, αφερεγγυότητας και απαλλαγής που ισχύουν σήμερα σε αρκετά κράτη μέλη ευθύνονται σε σημαντικό βαθμό για τα χαμηλά ποσοστά ανάκτησης και για τηναπροθυμία των επενδυτών να δραστηριοποιηθούν επιχειρηματικά σε κράτη όπου υπάρχει ο κίνδυνος υπερβολικής διάρκειας των διαδικασιών. Στα μισά κράτη-μέλη απαιτούνται δύο έως τέσσερα έτη για την ολοκλήρωση μιας διαδικασίας αφερεγγυότητας.
Επιμέρους παράμετροι που επηρεάζουν σημαντικά τη διάρκεια των διαδικασιών είναι το επίπεδο εξειδίκευσης των δικαστών και, συνεπώς, η ικανότητά τους να λαμβάνουν αποφάσεις σε σύντομο διάστημα, οεπαγγελματισμός των στελεχών στους τομείς αναδιάρθρωσης, αφερεγγυότητας και δεύτερης ευκαιρίας, και η αξιοποίηση των ψηφιακών μέσων επικοινωνίας στις εν λόγω διαδικασίες. Όπως εκτιμάται, η ανάθεση των σχετικών υποθέσεων σε εξειδικευμένους διαχειριστές αφερεγγυότητας και δικαστές, καθώς και η διαθεσιμότητα ψηφιακών εργαλείων μπορούν να συμβάλουν σημαντικά στη μείωση της διάρκειας των διαδικασιών, στη μείωση του κόστους και στη βελτίωση της ποιότητας της παρεχόμενης συνδρομής ή εποπτείας.
Βασικός άξονας της επικείμενης οδηγίας είναι η έννοια της δεύτερης ευκαιρίας, επισημαίνοντας χαρακτηριστικά ότι οι επιχειρηματίες και τα διευθυντικά στελέχη των εταιρειών δεν θα πρέπει να στιγματίζονται ότανθεμιτά επιχειρηματικά εγχειρήματά τους αποτυγχάνουν, ούτως ώστε να ενθαρρύνεται η επιχειρηματικότητα.
Όπως αναφέρεται σχετικά με την παροχή δεύτερης ευκαιρίας σε πτωχευμένες επιχειρήσεις, σε πολλά κράτη-μέλη απαιτούνται περισσότερα από τρία χρόνια για να απαλλαγεί ένας έντιμος επιχειρηματίας που έχει πτωχεύσει από τα χρέη του και να μπορέσει να πραγματοποιήσει ένα νέο ξεκίνημα. Τα μη αποτελεσματικά πλαίσια παροχής δεύτερης ευκαιρίας εγκλωβίζουν τους επιχειρηματίες σε παγίδες χρέους ή τους ωθούν στην παραοικονομία ή στη μετεγκατάσταση σε άλλα κράτη προκειμένου να αποκτήσουν πρόσβαση σε πιο φιλικά καθεστώτα. Η μετεγκατάσταση συνεπάγεται σημαντικό κόστος για τους πιστωτές.