Αποστολή διαφημιστικού SMS για υποψηφιότητα σε εκλογές, χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεση του παραλήπτη
Με την υπ’ αριθμ. 51/2018 απόφασή της η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα επέβαλε προειδοποίηση σε υποψήφιο Βουλευτή (Β) για την αποστολή αζήτητης πολιτικής επικοινωνίας (spam) και για μη προσήκουσα ικανοποίηση δικαιώματος πρόσβασης.
Η υπόθεση έφτασε στην Αρχή έπειτα από καταγγελία του Α, σύμφωνα με την οποία ο Β πραγματοποίησε αποστολή διαφημιστικού σύντομου γραπτού μηνύματος στον καταγγέλλοντα μέσω κινητού τηλεφώνου (SMS) χωρίς να έχει εξασφαλίσει την προηγούμενη συγκατάθεσή του, ενώ δεν ικανοποίησε το δικαίωμα πρόσβασης που αυτός άσκησε.
Ο καταγγέλλων δήλωσε στην καταγγελία του ότι ποτέ δεν είχε δώσει τη συγκατάθεσή του στον καταγγελλόμενο για την αποστολή πολιτικής επικοινωνίας.
Επίσης, ο καταγγέλλων αναφέρει στην καταγγελία του ότι, διαμαρτυρόμενος για την αποστολή του εν λόγω μηνύματος, είχε αποστείλει στον καταγγελλόμενο, έγγραφο διαμαρτυρίας για την αποστολή του SMS, και, ασκώντας το δικαίωμα πρόσβασης, τον κάλεσε να τον ενημερώσει, μεταξύ άλλων, για τα προσωπικά του δεδομένα που αποτελούν ή αποτέλεσαν αντικείμενο επεξεργασίας από τον καταγγελλόμενο και τις πηγές αυτών.
Περαιτέρω, άσκησε το δικαίωμα αντίρρησης για την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων που τον αφορούν και αιτήθηκε τη διαγραφή τους.
Ο καταγγελλόμενος απάντησε με έγγραφο, καλώντας τον καταγγέλλοντα να του αποστείλει τον αριθμό του κινητού τηλεφώνου του, το πατρώνυμό του, καθώς επίσης και την ιδιότητά του, προκειμένου να γίνει διασταύρωση και ταυτοποίηση στοιχείων, και εν συνεχεία να ικανοποιήσει το αίτημα ενημέρωσης και διαγραφής.
Ο καταγγέλλων γνωστοποίησε όλα εκείνα τα στοιχεία που ζήτησε, πλην της ιδιότητας, δηλώνοντας πως δεν είναι απαραίτητη για την ικανοποίηση των δικαιωμάτων του.
Ο καταγγελλόμενος απάντησε στον καταγγέλλοντα, αναφέροντας ότι διαθέτει στο αρχείο του πολιτικού γραφείου του, εγγραφή με το ονοματεπώνυμό του και το κινητό του τηλέφωνο, συνοδευόμενο με την ένδειξη: «Δημοσιογράφος Επαρχιακού ΜΜΕ» αλλά και τα στοιχεία επικοινωνίας της εφημερίδας στην οποία τότε εργαζόταν, όμως δεν παρέχει κάποιο στοιχεί για το πώς βρέθηκαν στην κατοχή του τα στοιχεία αυτά, ούτε αν διαθέτει τη συγκατάθεση του καταγγέλλοντος. Επίσης, δήλωσε ότι, σε συνέχεια του αιτήματος του καταγγέλλοντος, προέβη σε διαγραφή των εν λόγω στοιχείων του από το αρχείο του.
Το σκεπτικό και η απόφαση της Αρχής
Λαμβάνοντας υπόψη το σχετικό νομικό πλαίσιο, η Αρχή έκρινε ότι, ο καταγγελλόμενος υπεύθυνος επεξεργασίας (υποψήφιος βουλευτής) πραγματοποίησε αποστολή σύντομου γραπτού μηνύματος μέσω κινητού τηλεφώνου (SMS) για σκοπούς πολιτικής επικοινωνίας, χωρίς να έχει εξασφαλίσει την προηγούμενη συγκατάθεση του παραλήπτη του μηνύματος.
Ο καταγγελλόμενος δεν προσκόμισε στοιχεία τα οποία να αποδεικνύουν ότι ο καταγγελλόμενος είχε χορηγήσει την προηγούμενη συγκατάθεσή του, ή να αποδεικνύουν ότι τα στοιχεία επικοινωνίας (αριθμός κινητού τηλεφώνου) συλλέχθηκαν νομίμως στο πλαίσιο προηγούμενης επαφής με το υποκείμενο.
Περαιτέρω, ο καταγγελλόμενος δεν παρείχε στο επίμαχο μήνυμα πολιτικής επικοινωνίας τη δυνατότητα στο υποκείμενο να ασκήσει το δικαίωμα αντίρρησης.
Επιπλέον, δεν απέδειξε την πηγή των στοιχείων του καταγγέλλοντος, καθώς αναφέρει ότι αυτά είτε προέρχονταν από το κόμμα με το οποίο ήταν υποψήφιος είτε είχαν συλλεγεί από συνεργάτες του πολιτικού του γραφείου απευθείας από τον ίδιο τον καταγγελλόμενο.
Όφειλε, όταν του διαβιβάστηκαν, όπως αναφέρει, τα στοιχεία, να έχει ελέγξει ή να έχει εξασφαλίσει ότι είχαν αρχικώς συλλεγεί νομίμως.
Λόγω του γεγονότος ότι δεν γνώριζε με σιγουριά την πηγή των δεδομένων, δεν κατέστη εφικτή η προσήκουσα ικανοποίηση του δικαιώματος πρόσβασης του υποκειμένου, σε ό,τι αφορά στην προέλευση των δεδομένων του.
Σύμφωνα με την Αρχή, ο ισχυρισμός του καταγγελλόμενου ότι δεν υπήρξαν καταγγελίες στο παρελθόν σχετικά με τον τρόπο που πραγματοποιούσε την πολιτική επικοινωνία είναι αβάσιμος, καθώς είχαν υποβληθεί στην Αρχή καταγγελίες για αποστολή αζήτητης ηλεκτρονικής επικοινωνίας μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, για τις οποίες είχε ενημερωθεί με έγγραφο της Αρχής, στο οποίο γινόταν αναφορά και στο περιεχόμενο της υπ’ αριθμ. 1/2010 Οδηγίας.
Η Αρχή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η υπό εξέταση περίπτωση δεν εμπίπτει στην εξαίρεση της παρ. 3 άρθρου 11 ν. 3471/2006, η πραγματοποιούμενη επεξεργασία συνιστά αζήτητη ηλεκτρονική επικοινωνία χωρίς τη συγκατάθεση του παραλήπτη (spam) και παραβιάζει την παρ. 1 άρθρου 11 του ίδιου νόμου και αιτιολογεί την, κατ’ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 21 παρ. 1 εδαφ. α΄ ν. 2472/1997, επιβολή των διοικητικών κυρώσεων, λαμβάνοντας υπόψη τη βαρύτητα της παράβασης αλλά και το γεγονός ότι ο καταγγελλόμενος δεν ασχολείται πλέον ενεργά με την πολιτική.
Για τους λόγους αυτούς, η Αρχή επέβαλε προειδοποίηση στον Β, ως υπεύθυνο επεξεργασίας, για:
α) παράνομη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων για τον σκοπό της πολιτικής επικοινωνίας μέσω της αποστολής αζήτητης ηλεκτρονικής επικοινωνίας (παραβίαση του άρθρου 11 ν. 3471/2006), και
β) μη προσήκουσα ικανοποίηση του προβλεπόμενου από το άρθρο 12 ν. 2472/1997 δικαιώματος πρόσβασης των υποκειμένων των προσωπικών δεδομένων τα οποία επεξεργάζεται.
Επίσης, η Αρχή απηύθυνε κατά το αρ. 19 παρ. γ ν. 2472/1997 σύσταση για τη μη υποβολή γνωστοποίησης για το αρχείο που τηρούσε για το σκοπό της πολιτικής επικοινωνίας.
Διαβάστε αναλυτικά την απόφαση εδώ.