ΑΠ 620/2017 (ποιν.): Αφαίρεση του χρόνου προσωρινής κράτησης από τη διάρκεια της ποινής που επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο σύμφωνα με το άρθρο 87 ΠΚ. Προϋπόθεση εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως, η οποία προβλέπει την αφαίρεση του χρόνου κρατήσεως από άλλη ποινή, είναι η συνεκδίκαση των δύο υποθέσεων και όχι η επιβολή των ποινών με διαφορετικές δικαστικές αποφάσεις, εν προκειμένω δε η έκτιση των ποινών θα γινόταν διαδοχικά και όχι με συνέκτιση, εφόσον δεν καταγνώσθηκε μία συνολική ποινή.
«Από τις διατάξεις του άρθρου 87 παρ. 1 και 2 Π.Κ. σαφώς προκύπτει ότι: α) ο χρόνος της προσωρινής κρατήσεως του κατηγορουμένου αφαιρείται από τη διάρκεια της ποινής που θα καταγνωσθεί σε αυτόν για το ίδιο έγκλημα και β) κατ’ εξαίρεση ο χρόνος της προσωρινής κρατήσεως του κατηγορουμένου για μία πράξη αφαιρείται από την ποινή που θα καταγνωσθεί σε αυτόν για άλλη πράξη όταν τα πλείονα εγκλήματα συρρέουν και συνεκδικάζονται, είναι δε αδιάφορο αν ο κατηγορούμενος καταδικάσθηκε τελικά ή αθωώθηκε για την πράξη για την οποία κρατήθηκε προσωρινά.
Πέραν όμως της περιπτώσεως αυτής, τα άρθρα 533 επ. Κ.Π.Δ. ορίζουν ότι αυτοί που κρατήθηκαν προσωρινά ή εξέτισαν ποινή και στη συνέχεια αθωώθηκαν δικαιούνται αποζημιώσεως, ενώ η διάταξη του πέμπτου άρθρου του ν. 1128/1981 ορίζει επί πλέον ότι “Εάν η απόφασις εις εκτέλεσιν της οποίας κρατείται τις, ανηρέθη ή εξαφανίσθη συνεπεία ασκήσεως ενδίκου τινός μέσου και παραπέμπεται η υπόθεσις εις νέαν δίκην, η κράτησις του κατηγορουμένου λογίζεται ως προσωρινή κράτησις και διέπεται υπό των διατάξεων του παρόντος, συμπεριλαμβανομένης και της τοιαύτης περί ανωτάτου χρονικού ορίου διαρκείας αυτής”.
Βάσει της τελευταίας αυτής διατάξεως όταν η εκτελούμενη καταδικαστική απόφαση αναιρεθεί ή εξαφανισθεί συνεπεία ασκήσεως ενδίκου μέσου, το μέρος της ποινής που εξέτισε ο καταδικασθείς σε εκτέλεσή της λογίζεται ως προσωρινή κράτησή του και ρυθμίζεται από τις περί αυτής διατάξεις, άρα και από τα άρθρα 87 Π.Κ. και 533 επ. του Κ.Π.Δ.
Συνεπώς αν κατά τη νέα δίκη ο κατηγορούμενος αθωωθεί, η εκτιθείσα από αυτόν ποινή θα αφαιρεθεί από εκείνη που τυχόν θα του επιβληθεί για άλλο έγκλημα συρρέον και συνεκδικαζόμενο, διαφορετικά θα αποτελέσει τη βάση για θεμελίωση δικαιώματος αποζημιώσεως εφόσον συντρέχουν και οι λοιποί όροι του νόμου. Σε καμία όμως περίπτωση το εκτιθέν μέρος της ποινής δεν μπορεί να προσμετρηθεί στο χρόνο προσωρινής κρατήσεως του κατηγορουμένου για άλλη πράξη.
Εξάλλου κατά το άρθρο 565 Κ.Π.Δ. κάθε αμφιβολία ή αντίρρηση σχετικά με την εκτελεστότητα της αποφάσεως κατά το είδος ή τη διάρκεια της ποινής λύεται από το δικαστήριο των πλημμελειοδικών του τόπου που εκτίεται η ποινή. Κατά της αποφάσεως αυτής επιτρέπεται να ασκηθεί αναίρεση από τον εισαγγελέα και από τον καταδικασμένο (Α.Π. 558/2013). Περαιτέρω η αρχή της αναλογικότητας αναγνωρίζεται ήδη με το άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ του Συντάγματος (όπως το άρθρο αυτό ισχύει από τις 18-4-2001, μετά την αναθεώρηση από τη Ζ Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων), κατά το οποίο οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας.
Η παραβίαση της αρχής αυτής πρέπει να ερευνάται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ενόψει και του ύψους της ποινής που έχει επιβληθεί ή τη μικρή ή μεγάλη απαξία της αξιόποινης πράξεως, εφόσον και αυτή αποτελεί ένα από τα κριτήρια των οποίων η συνεκτίμηση διαμορφώνει τη κρίση του δικαστηρίου για την υπέρβαση ή μη της ως άνω αναλογικότητας (Ολ. Α.Π. 14/2001, Α.Π. 637/2015).
Στην προκειμένη περίπτωση από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία επιτρεπτώς επισκοπούνται για την έρευνα της βασιμότητας του προβαλλόμενου λόγου αναιρέσεως, προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την 485/1-6-2012 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Κρήτης η αναιρεσείουσα καταδικάστηκε για διακεκριμένη περίπτωση κλοπής αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας τελεσθείσα από δύο δράστες που είχαν ενωθεί για να διαπράττουν κλοπές κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια και για φθορά ξένης ιδιοκτησίας από κοινού σε ποινή καθείρξεως οκτώ (8) ετών και πέντε (5) μηνών, η εκτέλεση της οποίας άρχισε στις 19-10-2012. Στη συνέχεια με την 104/18-6-2015 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κρήτης, που ήδη έχει καταστεί αμετάκλητη, η αναιρεσείουσα αθωώθηκε για τις προαναφερόμενες πράξεις.
Περαιτέρω με την 2712/23-5-2013 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών η ίδια καταδικάστηκε για εγκληματική οργάνωση, διακεκριμένη κλοπή κατ’ εξακολούθηση, διακεκριμένη φθορά ξένης ιδιοκτησίας κατ’ εξακολούθηση, κατοχή και χρήση πλαστών εγγράφων κατ’ εξακολούθηση, σε συνολική ποινή καθείρξεως δώδεκα (12) ετών και μετά την οριστική έκτιση της ποινής της διατάχθηκε η ισόβια απέλασή της από τη χώρα και η απαγόρευση επανεισόδου της επ’ αόριστον.
Με τις από 4-3-2016 αντιρρήσεις της ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θηβών, αρμοδίου ως εκ του τόπου εκτίσεως της άνω ποινής καθείρξεως των δώδεκα (12) ετών, αντέλεξε η αναιρεσείουσα, ζητώντας όπως το χρονικό διάστημα κράτησής της δυνάμει της άνω 485/1-6-2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Κρήτης, ήτοι το χρονικό διάστημα από τις 19-10-2012 (ημερομηνία ενάρξεως της επιβληθείσης με αυτήν ποινής) μέχρι τις 18-6-2015 (ημερομηνία δημοσιεύσεως της 104/2015 αθωωτικής αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Κρήτης) υπολογισθεί ως χρονικό διάστημα εκτίσεως της ποινής καθείρξεως των δώδεκα (12) ετών που της επεβλήθη με την 2712/23-5-2013 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θηβών με την αναιρεσιβαλλόμενη 422/2016 απόφασή του απέρριψε τις αντιρρήσεις αυτές ως νομικά αβάσιμες με την εξής αιτιολογία: “Το αίτημα αυτό, ωστόσο, δεν είναι νόμιμο, αφού η έκτιση των ανωτέρω ποινών θα γινόταν διαδοχικά και όχι με συνέκτιση, εφόσον δεν καταγνώσθηκε μία συνολική ποινή, όπως απαιτείται από την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 87 παρ. 2 Π.Κ. Επιπλέον, εν προκειμένω, αφενός μεν δεν τίθεται θέμα αντισυνταγματικότητας της διάταξης του άρθρου 87 παρ. 2 Π.Κ., αφού αυτή δεν σχετίζεται με την ένδικη περίπτωση, η οποία δεν έχει ρυθμιστεί από το νόμο, αφετέρου δεν τίθεται ζήτημα αναλογικής εφαρμογής της στην υπό κρίση περίπτωση, αφού αυτή αναφέρεται σε ζήτημα διάφορο του κρινόμενου”.
Με τις παραδοχές αυτές η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ορθά εφάρμοσε τις κείμενες διατάξεις (άρθρο 87 Π.Κ.) και απέρριψε τις υποβληθείσες από την αναιρεσείουσα σχετικές αντιρρήσεις της, καθόσον προϋπόθεση εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως, η οποία προβλέπει την αφαίρεση του χρόνου κρατήσεως από άλλη ποινή, είναι η συνεκδίκαση των δύο υποθέσεων και όχι η επιβολή των ποινών με διαφορετικές δικαστικές αποφάσεις, εν προκειμένω δε η έκτιση των ποινών θα γινόταν διαδοχικά και όχι με συνέκτιση, εφόσον δεν καταγνώσθηκε μία συνολική ποινή.
Εξάλλου η ρύθμιση αυτή δεν αντιβαίνει στην προβλεπόμενη από το άρθρο 25 παρ.1 εδ δ του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητος, καθόσον η αναιρεσείουσα, για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο αρχικά κρατήθηκε και στη συνέχεια αθωώθηκε, έχει αυτοτελές δικαίωμα αποζημιώσεώς της.
Συνεπώς η προσβαλλόμενη απόφαση ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 87 Π.Κ. και 25 του Συντάγματος, ο δε σχετικός εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ Ε Κ.Π.Δ. μόνος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Μετά ταύτα πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ)».