Νέες αλλαγές αναμένονται στους φακέλους των Θρησκευτικών για την επόμενη σχολική χρονιά, οι οποίες θα ενταχθούν στα νέα βιβλία που θα συγγραφούν για το μάθημα. Χθες, η Επιτροπή του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) έλαβε τις παρατηρήσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος και της Εκκλησίας της Κρήτης για το θέμα.
Ειδικότερα, μετά τις αντιδράσεις για τα προγράμματα σπουδών όπως διαμορφώθηκαν επί υπουργίας Νίκου Φίλη και τις αλλαγές που έγιναν σε αυτά από τον νυν υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων Κώστα Γαβρόγλου, συμφωνήθηκε η συνέχιση του διαλόγου ανάμεσα στο υπουργείο και στην Εκκλησία. Χθες, λοιπόν, πραγματοποιήθηκε συνάντηση της Επιτροπής του ΙΕΠ με τις αντιπροσωπείες της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδας και της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Κρήτης. Εκ μέρους του ΙΕΠ ήταν παρόντες ο πρόεδρός του κ. Γεράσιμος Κουζέλης, ο γ.γ. Θρησκευμάτων κ. Γεώργιος Καλαντζής, ο επίκουρος καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Αθηνών κ. Σταύρος Γιαγκάζογλου, ο σύμβουλος του ΙΕΠ κ. Ευστράτιος Ψάλτου και ο σχολικός σύμβουλος Θεολόγων κ. Γεώργιος Στριλιγκάς. Από τη Σύνοδο της Εκκλησίας Ελλάδας παρέστησαν οι μητροπολίτες Υδρας, Σπετσών και Αιγίνης κ. Εφραίμ και Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος, και από τη Συνόδο της Εκκλησίας της Κρήτης ο μητροπολίτης Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου και Βιάννου κ. Ανδρέας. Στη συνάντηση αξιολογήθηκαν η εφαρμογή των νέων προγραμμάτων σπουδών και η χρήση των αντίστοιχων φακέλων (δόθηκαν στους μαθητές επειδή δεν υπήρχαν βιβλία με βάση τα νέα προγράμματα) κατά το σχολικό έτος 2017-2018.
Σύμφωνα με υψηλόβαθμα στελέχη του υπουργείου Παιδείας το κλίμα ήταν θετικό, ωστόσο συμφωνήθηκε η συνέχιση του διαλόγου με σκοπό τη βελτίωσή τους. Ουσιαστικά, η εικόνα που μεταδίδεται είναι ότι η Εκκλησία θα έχει συνεχή λόγο για το μάθημα όπως διαμορφώθηκε από τα νέα προγράμματα σπουδών, με δεδομένο και ότι διάλογος Πολιτείας – Εκκλησίας για το μάθημα των Θρησκευτικών διεξάγεται εντός του πλαισίου και των στόχων που ορίζονται από το Σύνταγμα. Το γεγονός αυτό αναδεικνύει την ιδιαίτερη προσπάθεια να διατηρηθούν οι καλές σχέσεις ανάμεσα στο υπουργείο και στους ιθύνοντες των νέων προγραμμάτων (επιδιώκεται η φιλοσοφία του μαθήματος να ενισχυθεί με στοιχεία θρησκειολογίας και νέα μεθοδολογία στη διδασκαλία του) και την Εκκλησία που σαφώς εκκινεί από μία αντίθετη θέση, δηλαδή να μην αλλοιωθεί ο ομολογιακός χαρακτήρας του μαθήματος. Μάλιστα, γίνεται σαφές ότι θα ληφθούν υπόψη και οι παρατηρήσεις των δύο Εκκλησιών, εν όψει της μελλοντικής συγγραφής των νέων βιβλίων για τα Θρησκευτικά.