Μπορεί το Δικαστήριο της ΕΕ να ασκήσει αίτηση αναίρεσης σε απόφαση του Γεν. Δικαστηρίου που επιδικάζει αποζημίωση;
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Στις δημοσιευθείσες την Τετάρτη, 25 Ιουλιόυ 2018, προτάσεις του ο γενικός εισαγγελέας ΔΕΕ, Nils Wahl, προτείνει στο Δικαστήριο να αναιρέσει και έτσι να εξαφανίσει τις αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά τις οποίες η Ευρωπαϊκή Ένωση υποχρεούται να αποζημιώσει ορισμένες εταιρείες για την υλική ζημία που υπέστησαν συνεπεία της υπερβολικής διάρκειας στην εκδίκαση υποθέσεων που τους αφορούσαν ενώπιον του αυτού δικαστηρίου.
Επιπλέον, όπως επισημαίνει στις προτάσεις του ο γεν. εισαγγελέας Ν. Wahl, το κριτήριο κατά το οποίο η συμπεριφορά ενός θεσμικού οργάνου αποτελεί τον καθοριστικής σημασίας παράγοντα για την πρόκληση της προβαλλόμενης υλικής ζημίας δεν πληρούται στις υποθέσεις εν προκειμένω, καθώς συνιστούσε, επί της ουσίας, απόφαση των ίδιων των εταιρειών να διατηρήσουν την τραπεζική εγγύηση που είχαν συστήσει υπέρ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Ιστορικό της υπόθεσης
Τον Φεβρουάριο 2006, οι εταιρείες Gascogne Sack Deutschland (πρώην Sacha Verpackung) και Gascogne (πρώην Group Gascogne), Kendrion, ASPLA και Armando Álvarez άσκησαν προσφυγές ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της ΕΕ (ΓΔΕΕ) για την ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής η οποία ελήφθη εις βάρος των εν λόγω εταιρειών και αφορούσε τη δημιουργία σύμπραξης στον τομέα των πλαστικών βιομηχανικών σάκων.
Το ΓΔΕΕ απέρριψε τις ασκηθείσες προσφυγές το 2011. Επιληφθέν κατόπιν αιτήσεων αναίρεσης το Δικαστήριο της ΕΕ (ΔΕΕ) εξέδωσε αποφάσεις το 2013 με τις οποίες επικύρωσε τις προηγούμενες αποφάσεις του ΓΔΕΕ και αντιστοίχως τα επιβληθέντα εις βάρος των εταιρειών αυτών πρόστιμα. Ωστόσο, στις αποφάσεις του αυτές, το ΔΕΕ έκρινε ότι η διάρκεια εκδίκασης των υποθέσεων ενώπιον του ΓΔΕΕ δεν δικαιολογείτο από καμία από τις ιδιαίτερες συνθήκες των υποθέσεων αυτών.
Καθεμία από τις εταιρείες αυτές άσκησε αγωγή το 2014 και το 2015 ενώπιον του ΓΔΕΕ κατά της ΕΕ με αίτημα την αποζημίωση λόγω προβαλλόμενης ζημίας που υπέστησαν συνεπεία της μεγάλης χρονικής διάρκειας στην εκδίκαση των υποθέσεών τους από το ΓΔΕΕ.
Το ΓΔΕΕ εξέδωσε αποφάσεις επί των αγωγών αυτών το 2017 και υποχρέωσε την ΕΕ να καταβάλλει αποζημίωση για την πρόκληση υλικής και μη υλικής ζημίας στις εταιρείες αυτές, όπως αναλυτικά εκτίθεται στον παρακάτω πίνακα:
Εταιρεία | Απόφαση ΓΔΕΕ | Υλική ζημία
(πληρωμή εξόδων τραπεζικής εγγύησης) |
Μη υλική ζημία
(κατάσταση αβεβαιότητας για την εταιρεία) |
Gascogne Sack Deutschland | T-577/14 (Βλ. και ΑΤ 1/17) | 0 € | 5.000 € |
Gascogne | T-577/14 | 47.064,33 € | 5.000 € |
Kendrion | T-479/14 | 588.769,18 € | 6.000 € |
ASPLA | T-40/15 | 44.951,24 € | 0 € |
Armando Álvarez | T-40/15 | 111.042,48 € | 0 € |
Η ΕΕ, εκπροσωπούμενη από το ΔΕΕ, άσκησε αιτήσεις αναίρεσης κατά των αποφάσεων του ΓΔΕΕ το 2017. Μεταξύ άλλων, το ΔΕΕ πρόβαλλε το επιχείρημα ότι το ΓΔΕΕ έσφαλε κατά την ερμηνεία των εννοιών του «αιτιώδους συνδέσμου» και της «ζημίας».
Οι εταιρείες άσκησαν και αυτές από την πλευρά τους αίτηση αναίρεσης κατά των αποφάσεων του ΓΔΕΕ υποστηρίζοντας, κατ’ ουσίαν, ότι το ΓΔΕΕ προέβη σε εσφαλμένο υπολογισμό της καταβληθείσας αποζημίωσης. Πρόσθετα, η Kendrion ισχυρίζεται ότι η αίτηση αναίρεσης που άσκησε η ΕΕ είναι απαράδεκτη λόγω της ύπαρξης σύγκρουσης συμφερόντων, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η ΕΕ εκπροσωπείται κατά την άσκηση αυτών των αιτήσεων αναίρεσης από το ίδιο το ΔΕΕ (ως θεσμικό όργανο) και η υπόθεση θα εκδικασθεί ενώπιον του ΔΕΕ (ως του ανωτάτου δικαιοδοτικού οργάνου εντός του θεσμικού αυτού οργάνου).
Προτάσεις του γεν. εισαγγελέα
Με τις δημοσιευθείσες προτάσεις του, ο γενικός εισαγγελέας ΔΕΕ Nils Wahl θεωρεί κατ’ αρχάς ότι η ασκηθείσα από την ΕΕ αίτηση αναίρεσης είναι παραδεκτή.
Ο γενικός εισαγγελέας σημειώνει ότι το ΔΕΕ έχει αποκλειστική αρμοδιότητα στην εκδίκαση αγωγών κατά της ΕΕ για εξωσυμβατική ευθύνη, συμπεριλαμβανομένων των δικών του πράξεων ή παραλείψεων ως θεσμικού οργάνου της ΕΕ. Το ΔΕΕ δεν δύναται να αρνηθεί την αρμοδιότητά του οσάκις πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζουν οι Συνθήκες, όπως στην υπόθεση εν προκειμένω. Εναπόκειται στα κράτη μέλη να αναμορφώσουν, αν παραστεί ανάγκη, το νυν ισχύον ενωσιακό σύστημα δικαστικής προστασίας.
Το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι το αίτημα αποζημιώσεως που στρέφεται κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης και βασίζεται σε προβαλλόμενη υπέρβαση, εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, της εύλογης διάρκειας της δίκης πρέπει να αχθεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Σε μια τέτοια περίπτωση, η Ευρωπαϊκή Ένωση εκπροσωπείται καταρχήν από το θεσμικό όργανο που ευθύνεται για το ζήτημα το οποίο φέρεται να προκάλεσε την προβαλλόμενη ζημία, το οποίο εν προκειμένω είναι το ΔΕΕ, εφόσον το ΓΔΕΕ αποτελεί μέρος του. Κατά συνέπεια, το εν λόγω θεσμικό όργανο επέχει θέση διαδίκου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται από την άποψη δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος να ασκήσει αίτηση αναίρεσης κατά των αποφάσεων του ΓΔΕΕ.
Εντούτοις, ο γενικός εισαγγελέας τονίζει ότι παγίως το Δικαστήριο δέχεται ότι η δυνατότητα προσβάσεως σε ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο αποτελεί το θεμέλιο του δικαιώματος για δίκαιη δίκη και για τον λόγο αυτό, εξετάζει το ενδεχόμενο το Δικαστήριο να μην είναι αμερόληπτο, στην υπό κρίση υπόθεση.
Ο γενικός εισαγγελέας υπογραμμίζει ότι εντός των ορίων του θεσμικού οργάνου, η διάκριση μεταξύ διοικητικών και δικαιοδοτικών καθηκόντων είναι σαφής. Η διάκριση αυτή περιλαμβάνει τον υποχρεωτικό αποκλεισμό οποιαδήποτε ex parte επικοινωνίας μεταξύ του νομικού συμβούλου επί διοικητικών θεμάτων του ΔΕΕ και της ομάδας του, αφενός, και των μελών του Δικαστηρίου και του προσωπικού του γραφείου τους, αφετέρου, σε σχέση με το αντικείμενο της δίκης. Το κύριο σημείο επαφής μεταξύ των δύο κλάδων του θεσμικού οργάνου είναι ο Πρόεδρος του ΔΕΕ, δεδομένου ότι προεδρεύει ταυτοχρόνως τόσο του θεσμικού οργάνου όσο και του ανώτατου δικαιοδοτικού οργάνου. Στην υπό κρίση υπόθεση, η απόφαση να ασκηθεί αίτηση αναίρεσης κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου ελήφθη πράγματι από τον Πρόεδρο, ο οποίος, για την υλοποίηση της αποφάσεως αυτής, όρισε ως εκπρόσωπο τον νομικό σύμβουλο επί διοικητικών θεμάτων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο, ο Πρόεδρος δεν εμπλέκεται στον δικαστικό χειρισμό της υπό κρίση υποθέσεως, καθώς δεν μετέχει στη σύνθεση του Δικαστηρίου που εκδικάζει την αίτηση αναιρέσεως, ενώ έχει αναθέσει την αρμοδιότητα για την εκτέλεση των διαδικαστικών πράξεων, τις οποίες θα όφειλε να διεκπεραιώσει ο ίδιος, υπό την ιδιότητα του Προέδρου του Δικαστηρίου, στον Αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου. Κατά συνέπεια, ο γενικός εισαγγελέας προτείνει ότι το ΔΕΕ ως δικαιοδοτικό όργανο πληροί την επιταγή της αντικειμενικής αμεροληψίας στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.
Στη συνέχεια, ο γενικός εισαγγελέας εξετάζει την ουσία των ασκηθέντων αιτήσεων αναιρέσεως.
Κατά τον γενικό εισαγγελέα, η ΕΕ υποστηρίζει ότι δεν υφίσταται άμεσος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παραβάσεως, εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, της υποχρεώσεως εκδόσεως αποφάσεως εντός εύλογης προθεσμίας και της ζημίας των εταιρειών που οφείλεται στην πληρωμή των εξόδων τραπεζικής εγγυήσεως. Αντίθετα, η ζημία αυτή υπήρξε συνεπεία της επιλογής των εταιρειών να διατηρήσουν ενεργή την τραπεζική εγγύηση καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, αντί να καταβάλουν το επιβληθέν από την Επιτροπή πρόστιμο.
Ο γενικός εισαγγελέας υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή της έννοιας του «αιτιώδους συνδέσμου», κατά την έννοια του άρθρου 340 ΣΛΕΕ, καθώς δεν υφίσταται επαρκώς άμεσος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παραβάσεως εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου και της καταβολής των εξόδων τραπεζικής εγγυήσεως. Το κριτήριο της συμπεριφοράς του θεσμικού οργάνου ως καθοριστικής σημασίας παράγοντα πρόκλησης της προβαλλόμενης ζημίας δεν πληρούται εν προκειμένω. Ο καθοριστικός παράγοντας ήταν η απόφαση των εταιρειών να συνεχίσουν να επωφελούνται από την εξαίρεση από την υποχρέωσή τους να καταβάλουν το οφειλόμενο με την απόφαση της Επιτροπής πρόστιμο και να συστήσουν αντίθετα την τραπεζική εγγύηση.
Στις επιχειρήσεις που προτίθενται να προσβάλλουν το επιβληθέν με απόφαση της Επιτροπής πρόστιμο ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης προσφέρεται η επιλογή είτε να προχωρήσουν στην άμεση διευθέτηση αυτού (ο κανόνας) είτε να ζητήσουν να γίνει αποδεκτή η σύσταση χρηματικής εγγυήσεως (η εξαίρεση), μέχρι την έκδοση αποφάσεως επί της ασκηθείσας προσφυγής ακυρώσεως. Σύμφωνα με τον γενικό εισαγγελέα, η επιλογή αυτή δεν είναι απαραίτητο να γίνει άπαξ και διά παντός. Κατά τη διάρκεια εκδίκασης της υπόθεσης, τίποτα δεν εμποδίζει την εκάστοτε επιχείρηση να ανακαλέσει την τραπεζική εγγύηση και να διευθετήσει το πρόστιμο, εάν θεωρεί ότι αυτό τη συμφέρει περισσότερο. Συνεπώς, οι αποφάσεις των εταιρειών να συστήσουν τραπεζική εγγύηση και να εμμείνουν σε αυτή την επιλογή επιβεβαιώθηκε επανειλημμένως καθ’ όλη τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας, ακόμη και όταν κατέστη σαφές ότι η διάρκεια της εν λόγω διαδικασίας παρατεινόταν σημαντικά.
Επιπλέον, ο γενικός εισαγγελέας φρονεί ότι το ΓΔΕΕ υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο στο μέτρο που, χωρίς ιδιαίτερη εξήγηση ή περαιτέρω έρευνα, έκρινε ως αποζημιωτέα ζημία, κατά την έννοια του άρθρου 340 ΣΛΕΕ, τα έξοδα τραπεζικής εγγυήσεως κατά το χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί στην υπέρβαση. Αντίθετα, ισχυρίζεται ότι το ΓΔΕΕ όφειλε να είχε εξετάσει το κατά πόσον, κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας, τα έξοδα της τραπεζικής εγγυήσεως με τα οποία επιβαρύνθηκαν οι εταιρείες ήταν μεγαλύτερα από τα πιθανά οφέλη ή την εξοικονόμηση που πέτυχαν οι εν λόγω εταιρίες αναβάλλοντας την καταβολή του προστίμου και δανειζόμενες ουσιαστικά τα ποσά αυτά από την ΕΕ.
Τέλος, στις αιτήσεις αναιρέσεως που άσκησαν οι Gascogne Sack Deutschland, Gascogne και Kendrion, οι εν λόγω εταιρείες προβάλλουν τα επιχειρήματα ότι το ΓΔΕΕ υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την εκτίμηση των πρωτοδίκων αιτημάτων τους περί αποζημίωσης για μη υλική ζημία και ζητούν από το Δικαστήριο να τους επιδικάσει μεγαλύτερο ποσό, σύμφωνα με τα πρωτόδικα αιτήματά τους. Ο γενικός εισαγγελέας προτείνει στο Δικαστήριο να απορρίψει αυτά τα επιχειρήματα.
Κατά τον γενικό εισαγγελέα, το ΓΔΕΕ περιγράφει τα κριτήρια που όντως έλαβε υπόψη προκειμένου να καθορίσει το ύψος της οφειλομένης αποζημιώσεως για μη υλική ζημία, όπως άλλωστε όφειλε σχετικά. Επιπλέον, ο γενικός εισαγγελέας διευκρινίζει ότι η επιδικαστέα για τη μη υλική ζημία αποζημίωση ουδόλως προορίζεται να αντισταθμίσει τις οικονομικές απώλειες που υπέστη ο προσφεύγων, καθώς και ότι τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης δεν υποχρεούνται να υπολογίζουν το ποσό της αποζημιώσεως που τυχόν επιδικάζουν λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης σε ορισμένο ποσοστό του προστίμου που έχει επιβάλει η Επιτροπή.
Εν κατακλείδι, ο γενικός εισαγγελέας προτείνει στο Δικαστήριο να επικυρώσει τις αποφάσεις του ΓΔΕΕ μόνο ως προς το σκέλος αυτών που αφορά την εκτίμηση του ποσού που έπρεπε να καταβληθεί ως αποζημίωση προς αποκατάσταση της μη υλικής ζημίας, καθώς και κατά το επιδικασθέν ύψος της αποζημίωσης αυτής.
Υπενθυμίζεται ότι οι προτάσεις του γενικού εισαγγελέα δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο. Έργο του γενικού εισαγγελέα είναι να προτείνει στο Δικαστήριο, με πλήρη ανεξαρτησία, νομική λύση για την υπόθεση που του έχει ανατεθεί.
Η υπόθεση τελεί πλέον υπό διάσκεψη στο Δικαστήριο, ενώ η απόφαση θα εκδοθεί μέσα στους επόμενους μήνες.
Το πλήρες κείμενο των προτάσεων στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-174/17 P και C-222/17 P, στην υπόθεση C-150/17 P και στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-138/17 P και C-146/17 P δημοσιεύεται στον ιστότοπο CURIA