Παρά τις προσπάθειες μεταρρύθμισης, η Ελλάδα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σημαντικές, συσσωρευμένες από το παρελθόν, ανισορροπίες και ευπάθειες”
Δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης η Εκτελεστική Απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με την ενεργοποίηση της ενισχυμένης εποπτείας για την Ελλάδα.
Σύμφωνα με την απόφαση, η Ελλάδα υπόκειται σε ενισχυμένη εποπτεία βάσει του άρθρου 2 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 472/2013 για περίοδο έξι μηνών, αρχής γενομένης από την 21η Αυγούστου 2018.
Μεταξύ άλλων, στην απόφαση αναφέρεται ότι ως αποτέλεσμα των δράσεων που αναλήφθηκαν από την ελληνική κυβέρνηση, οι δημοσιονομικές και εξωτερικές ανισορροπίες των ροών διορθώθηκαν σε μεγάλο βαθμό.
Το ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης ήταν θετικό το 2016 και το 2017 και η Ελλάδα βρίσκεται σε καλό δρόμο για την επίτευξη του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5 % του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος το 2018 και μεσοπρόθεσμα. Η εξωτερική καθαρή δανειοδότηση ήταν θετική το 2015 και στη συνέχεια παρουσίασε μόνο μικρά ελλείμματα. Η οικονομία έχει αρχίσει να ανακάμπτει, εμφανίζοντας ρυθμό ανάπτυξης 1,4 % το 2017, ενώ η ανεργία βρίσκεται σε πτωτική πορεία.
Η Ελλάδα βελτίωσε την κατάταξή της όσον αφορά τους κύριους συγκριτικούς δείκτες επιδόσεων της χώρας.
Ωστόσο, παρά τις προσπάθειες μεταρρύθμισης, η Ελλάδα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σημαντικές, συσσωρευμένες από το παρελθόν, ανισορροπίες και ευπάθειες.
Ειδικότερα, όπως προκύπτει επίσης από την έκθεση του μηχανισμού επαγρύπνησης της Επιτροπής του 2018 [συνταχθείσα σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1176/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ], η Ελλάδα αντιμετωπίζει τα ακόλουθα προβλήματα. Το δημόσιο χρέος, μετά την κορύφωσή του στο 180,8 % του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος στα τέλη του 2016, παρέμεινε στο 178,6 % του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος στα τέλη του 2017, που είναι το υψηλότερο στην Ένωση.
Η καθαρή διεθνής επενδυτική θέση περίπου στο – 140 % του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος το 2016 παραμένει επίσης πολύ υψηλή· επιπλέον, παρά το σχεδόν ισοσκελισμένο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, το αποτέλεσμα αυτό εξακολουθεί να είναι ανεπαρκές για τη στήριξη μιας μείωσης της μεγάλης καθαρής διεθνούς επενδυτικής θέσης σε συνετά επίπεδα με ικανοποιητικό ρυθμό. Η ανεργία, αν και μειώθηκε από το ανώτατο επίπεδο του 27,9 % το 2013, εξακολουθεί να παραμένει υψηλή ανερχόμενη σε 20,1 % τον Μάρτιο του 2018. Η μακροχρόνια ανεργία (15,3 % στο τέλος του 2017) και η ανεργία των νέων (43,8 % τον Μάρτιο του 2018) παραμένουν επίσης σε πολύ υψηλά επίπεδα.
Το επιχειρηματικό περιβάλλον εξακολουθεί να χρειάζεται σημαντική περαιτέρω βελτίωση, καθώς η Ελλάδα εξακολουθεί να υστερεί κατά πολύ των ορίων της βέλτιστης επίδοσης σε αρκετούς τομείς των διαρθρωτικών συνιστωσών των κύριων δεικτών συγκριτικών οικονομικών επιδόσεων (π.χ. εκτέλεση συμβάσεων, κτηματολόγιο, αφερεγ γυότητα κ.λπ.).
Μετά τον αποκλεισμό της από τη λήψη δανείων στη χρηματοπιστωτική αγορά από το 2010, η Ελλάδα άρχισε να ανακτά πρόσβαση στην αγορά από τον Ιούλιο του 2017 μέσω εκδόσεων κρατικών ομολόγων.
Ωστόσο, εν μέσω αστάθειας στις χρηματοπιστωτικές αγορές, οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων παραμένουν σε υψηλά επίπεδα σε σύγκριση με άλλα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ, ενώ οι όροι δανειοληψίας της Ελλάδας παραμένουν εύθραυστοι στο πλαίσιο εξωτερικών οικονομικών κινδύνων.
Ως εκ τούτου, πρέπει να καταβληθούν περαιτέρω προσπάθειες για την εξασφάλιση συνεχούς και σταθερής πρόσβασης στην αγορά για τα κρατικά ομόλογα.
Με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει κινδύνους όσον αφορά τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, οι οποίοι, αν υλοποιηθούν, θα μπορούσαν να έχουν δυσμενείς δευτερο γενείς επιπτώσεις σε άλλα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ.
Εάν επέλθουν τυχόν δευτερογενείς συνέπειες, θα μπορούσαν να προκύψουν έμμεσα με επιπτώσεις στην εμπιστοσύνη των επενδυτών, και, ως εκ τούτου, κόστος αναχρηματοδότησης για τράπεζες και κρατικά χρεόγραφα σε άλλα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ.
Δείτε αναλυτικά την απόφαση εδώ.