Οι σχέσεις ΕΕ-Τουρκίας έχουν επιδεινωθεί κατακόρυφα τα τελευταία χρόνια, και ακόμη και η διατήρηση μιας απλής συνεργασίας για τις συναλλαγές θα μπορούσε να εξελιχθεί σε ιδιαίτερα δύσκολη. Η πρόκληση για την Ευρώπη είναι πώς να αποτρέψει την περαιτέρω επιδείνωση των σχέσεων.
Οι σχέσεις της ΕΕ με την Τουρκία έχουν επιδεινωθεί κατακόρυφα την τελευταία περίοδο. Η διαδικασία ένταξης της ΕΕ έχει “παγώσει”, όπως και τα σχέδια για τη μεταρρύθμιση της τελωνειακής ένωσης ΕΕ-Τουρκίας. Η καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου στην Τουρκία είναι οι κύριοι ένοχοι, αλλά η έλλειψη βιώσιμης θετικής ατζέντας για τη διάρθρωση των σχέσεων αποτελεί επίσης ένα σημαντικό παράγοντα.
Οι Ευρωπαίοι ξεχνάνε μερικές φορές ότι η Τουρκία έχει επίσης απομακρυνθεί από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ. Η Άγκυρα αισθάνεται προδομένη από την αμερικανική στήριξη για τους Κούρδους της Συρίας, ενώ η Ουάσιγκτον είναι δυσαρεστημένη για την εξαγορά του συστήματος αεροπορικής άμυνας S-400 από τη Ρωσία.
Η επανεκλογή του Recep Tayipp Erdogan ως πρόεδρος τον Ιούνιο του 2018, σημαίνει ότι η εγχώρια και η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας είναι απίθανο να αλλάξει στο προσεχές μέλλον. Ακόμη και η διατήρηση της συναλλακτικής συνεργασίας ΕΕ-Τουρκίας θα μπορούσε να γίνει εξαιρετικά δύσκολη εάν πληγεί ακόμη περισσότερο η εμπιστοσύνη.
Η πρόκληση για την Ευρώπη είναι πώς να αποτρέψει το να επιδεινωθεί περαιτέρω η σχέση της με την Τουρκία. Η ΕΕ θα πρέπει να αποφύγει τον πειρασμό να δώσει τέλος στις διαπραγματεύσεις ένταξης μέχρι να υπάρξει μια καλύτερη εναλλακτική, και να διατηρήσει υψηλού επιπέδου διάλογο με την Τουρκία και να την βοηθήσει ώστε να διατηρήσει έναν βαθμό εμπιστοσύνης και να διευκολύνει τη συνεργασία.
Η ΕΕ θα πρέπει επίσης να ξεκινήσει εκ νέου διαπραγματεύσεις για μια επικαιροποιημένη τελωνειακή ένωση για την εκ νέου δέσμευση της Τουρκίας και να την βοηθήσει να αναπτύξει την οικονομία της. Και θα πρέπει να επιδιώξει διάλογο με την Τουρκία για την καλύτερη αντιμετώπιση των προκλήσεων εξωτερικής πολιτικής στην περιοχή, ιδιαίτερα στην σταθεροποίηση της Συρίας και του Ιράκ.
Μεσοπρόθεσμα, η ΕΕ πρέπει να σκεφτεί πέρα από την ένταξη, και να αναλογιστεί ποιο πλαίσιο θα μπορούσε να χρησιμεύσει καλύτερα για την δόμηση των σχέσεών της με την Τουρκία όσο η ένταξη παραμένει απίθανη. Η ΕΕ θα πρέπει να αναπτύξει ένα φιλόδοξο μοντέλο “ειδικής εταιρικής σχέσης”, προσφέροντας συμμετοχή στην ενιαία αγορά για αγαθά, υπηρεσίες και κεφάλαια, για να ανακτήσει την δύναμη της έλξης της. Το εταιρικό μοντέλο της σχέσης ΕΕ-Ηνωμένου Βασιλείου, που προτάθηκε από το Bruegel, θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως σχέδιο.
Υπάρχουν καλοί λόγοι για την ΕΕ να αναπτύξει ένα τέτοιο μοντέλο. Η ένταξη έχει χάσει μεγάλο μέρος της έλξης της καθώς η ΕΕ έχει γίνει λιγότερο πρόθυμη να διευρυνθεί, και το ενδιάμεσο καθεστώς μεταξύ της ένταξης και της μη ένταξης, όπως οι συμφωνίες σύνδεσης, δεν προσφέρουν αρκετά σε χώρες που δεν φιλοδοξούν να είναι πλήρη μέλη της ΕΕ ή δεν μπορούν. Εάν η ΕΕ είχε περισσότερες ελκυστικές επιλογές μεταξύ της μη ένταξης και της ένταξης, θα ανακτούσε την επιρροή της σε όλη τη γειτονιά και θα ήταν σε θέση να προβάλει καλύτερα την σταθερότητα.