Η ανανεωμένη αναταραχή στις χρηματοπιστωτικές αγορές πρέπει να στείλει ένα επείγον μήνυμα στους ηγέτες της Ιταλίας: πρέπει να επιταχύνουν μια δαπανηρή και ενδεχομένως διαταρακτική επιδιόρθωση των εύθραυστων τραπεζών τους, προκειμένου να αποφύγουν υψηλότερο κόστος και μεγαλύτερη διαταραχή στο μέλλον.
Όταν το νόμισμα της Τουρκίας έκανε βουτιά την περασμένη εβδομάδα, τα ιταλικά ομόλογα και οι τραπεζικές μετοχές ήταν από τα πρώτα που αισθάνθηκαν τις επιπτώσεις. Στην πραγματικότητα, η Ιταλία έχει περιορισμένη έκθεση στον κίνδυνο από την Τουρκία. Ο πραγματικός λόγος για την αναστάτωση της αγοράς βρίσκεται αλλού: μια τέλεια οικονομική και χρηματοοικονομική καταιγίδα αρχίζει να σχηματίζεται.
Τα κόστη δανεισμού αυξάνονται καθώς οι κεντρικές τράπεζες σε όλο τον κόσμο αποσύρουν τα νομισματικά μέτρα στήριξης. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, με το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της, διατηρούσε τα ιταλικά επιτόκια εξαιρετικά χαμηλά. Η αναπόφευκτη άνοδος έχει αρχίσει – με ένα πρόσφατο άλμα να προκαλείται από τα λάθη των ίδιων των Ιταλών πολιτικών. Τους επόμενους μήνες, τα ιταλικά επιτόκια έχουν μόνο μια κατεύθυνση προς την οποία θα κινηθούν: όλο και πιο ψηλά.
Στο μεταξύ, η οικονομική ανάπτυξη επιβραδύνεται: το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν της Ιταλίας αναπτύχθηκε με ετήσιο ρυθμό 1,2% στο δεύτερο τρίμηνο του 2018, από 1,8% το τελευταίο τρίμηνο του 2017. Καθώς η κινεζική οικονομία συνεχίζει να επιβραδύνει, ο ρυθμός ανάπτυξης του παγκόσμιου εμπορίου θα υποχωρήσει, γεγονός που για την Ιταλία συνεπάγεται πιθανή διακοπή της αύξησης του ΑΕΠ κατά το δεύτερο εξάμηνο του έτους.
Αυτός ο συνδυασμός – αυξανόμενων επιτοκίων και βραδύτερης ανάπτυξης – θα ασκήσει οικονομική πίεση στην κυβέρνηση, η οποία πρέπει να αναχρηματοδοτήσει περισσότερα από 300 δισεκατομμύρια ευρώ χρέους με υψηλότερα επιτόκια πριν από το τέλος του 2019, σε μια εποχή όπου η εξασθένιση της ανάπτυξης θα ροκανίσει τα φορολογικά έσοδα και θα αυξήσει τη ζήτηση για κοινωνικές δαπάνες. Ως αποτέλεσμα, το φορτίου του χρέους θα αυξηθεί περαιτέρω.
Όμως, καθώς τα δημοσιονομικά προβλήματα είναι σοβαρά, η καταιγίδα θα προκαλέσει, όπως συμβαίνει πάντοτε, το μέγιστο χάος εκεί που η διάρθρωση είναι πιο εύθραυστη: στο τραπεζικό σύστημα.
Οι ιταλικές τράπεζες έχουν επενδύσει σημαντικά σε κυβερνητικά ομόλογα, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο στον οποίο οι τράπεζες υφίστανται ζημιές όταν τα αυξανόμενα επιτόκια και οι ανησυχίες για τα οικονομικά της κυβέρνησης οδηγούν τα ομόλογα σε απώλεια αξίας, ψαλιδίζοντας τα κεφάλαια των τραπεζών. Ακόμη χειρότερα, μια οικονομική επιβράδυνση θα αφήσει τις τράπεζες με ακόμη περισσότερα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, και οι αγοραστές επισφαλούς χρέους θα απομακρυνθούν. Καθώς οι αδύναμες τράπεζες καθίστανται περισσότερο μια υποχρέωση για την κυβέρνηση, ο φαύλος κύκλος θα ενταθεί.
Όταν πλησιάζει μια χρηματοπιστωτική κρίση, όλες οι επιλογές πολιτικής είναι κακές. Αλλά το επαναλαμβανόμενο μάθημα της ιστορίας είναι ότι η καθυστέρηση στη δράση οδηγεί μόνο σε μεγαλύτερες δαπάνες αργότερα. Όπως και ο προκάτοχός της, η νέα κυβέρνηση δεν επιθυμεί να προκαλέσει πόνο στους υπερήμερους δανειολήπτες και τους απερίσκεπτους πιστωτές των ιταλικών τραπεζών. Οι υπεύθυνοι λήψης αποφάσεων εξακολουθούν να ελπίζουν ότι μια παρατεταμένη περίοδος χαμηλών επιτοκίων και η σταθερή ανάπτυξη θα θεραπεύσει τους δανειολήπτες και θα επιτρέψει την αποπληρωμή των πιστωτών. Μια τέτοια αισιοδοξία, πάντα λανθασμένη, είναι τώρα φαινομενικά απατηλή.
Κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2017 και τους πρώτους μήνες του 2018, η Ιταλία είδε για λίγο φως στο τούνελ. Δεδομένου ότι τα επιτόκια εξακολουθούν να είναι χαμηλά, μια σπάνια ώθηση της συγχρονισμένης παγκόσμιας ανάπτυξης παρέσυρε και την οικονομία της. Αυτό επέτρεψε στις ιταλικές τράπεζες να βρουν αγοραστές για μερικά από τα επισφαλή δάνειά τους στο 10% έως 35% της ονομαστικής τους αξίας. Η κυβέρνηση βοήθησε με την παροχή ορισμένων περιορισμένων εγγυήσεων για τα δάνεια. Αυτά ήταν βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση: οι ιταλικές τράπεζες αναγνώρισαν ζημίες και άρχισαν μια αργή κίνηση προς την κανονική λειτουργία.
Με αυτή τη φωτεινή εξαίρεση να εξανεμίζεται τώρα, η κυβέρνηση πρέπει να δράσει γρήγορα. Πρέπει να επιταχύνει τις πτωχεύσεις των δανειοληπτών ζόμπι, να επιβάλει ζημιές στους πιστωτές και να απαιτήσει από τις τράπεζες να αυξήσουν τις προβλέψεις τους έναντι των επισφαλών δανείων. Φυσικά, τέτοιες κινήσεις θα αυξήσουν τις εντάσεις στην αγορά, αλλά είναι απαραίτητες προκειμένου οι πιέσεις να μην γίνουν αφόρητες τους ερχόμενους μήνες.
Και δεν είναι μόνο αυτό. Η Ιταλία είναι υπερφορτωμένη από τράπεζες: Κάποια ιδρύματα πρέπει – όπως το έθεσε με έξυπνο τρόπο η επικεφαλής του τραπεζικού εποπτικού βραχίονα της ΕΚΤ – “να πεθάνουν με ομαλό τρόπο”. Η προσπάθεια συγχώνευσης τους σε ισχυρότερες τράπεζες δεν αρκεί. Στην Ιταλία, αυτό ισχύει στην περίπτωση της Monte dei Paschi di Siena, της επί μακρόν άρρωστης τράπεζας που δέχτηκε επανειλημμένη στήριξη με αποτέλεσμα σχεδόν το 70% να ανήκει σήμερα στην κυβέρνηση. Δεν μπορεί να φανταστεί κανείς κάποιο λόγο να διατηρηθεί ζωντανή.
Οι ιταλικές αρχές πρέπει να ξυπνήσουν. Το να εξαπολύουν απλά μύδρους εναντίον της διεθνούς ελίτ και των κερδοσκόπων της αγοράς δεν αρκεί. Η οικονομία και τα χρηματοοικονομικά της χώρας είναι επικίνδυνα ευάλωτα, συνέπεια των δεκαετιών του πολιτικού φανατισμού και του πολιτικού λήθαργου.
Με τους πολλούς κοινωνικούς και δημοσιονομικούς στόχους της, η κυβέρνηση μπορεί να επιλέξει να λουφάξει. Άλλωστε, η ενίσχυση της στέγης πριν ξεσπάσει η καταιγίδα είναι πάντα πολυτέλεια. Ο κίνδυνος αδράνειας, ωστόσο, είναι μεγάλος. Η οικοδόμηση ενός καταφυγίου όταν η καταιγίδα θα οργιάζει θα καταστεί αδύνατη.