Μία πρωτόγνωρη “Οδύσσεια” που τις έφερε στο χείλος του γκρεμού, απαίτησε τρεις ανακεφαλαιοποιήσεις για τη σωτηρία τους και τις ανασχημάτισε πλήρως, διορθώνοντας κακώς κείμενα και αφήνοντας κληρονομιά μεγάλες προκλήσεις, βίωσαν οι ελληνικές τράπεζες την οκταετία των μνημονίων.
Ο οκταετής επώδυνος κύκλος που ολοκληρώνεται τυπικά σήμερα με τη λήξη του προγράμματος προσαρμογής για τη χώρα, βρίσκει τις τράπεζες να έχουν επιστρέψει σε οργανική κερδοφορία ύστερα από δέκα συνεχόμενα ζημιογόνα αποτελέσματα και να διεκδικούν ξανά τον ρόλο τους στη χρηματοδότηση για την ανάπτυξη της Οικονομίας. Το “στοίχημα” αυτό “παίζεται” με βελτιούμενους όρους σε επίπεδο κεφαλαίων, ρευστότητας, διακυβέρνησης και νομοθετικού “οπλοστασίου” για τις τράπεζες. Στον αντίποδα, ορθώνονται το “όρος” των “κόκκινων” δανείων και οι “νέας κοπής” προκλήσεις για το τραπεζικό σύστημα, με αιχμή τη μετάβαση στην ψηφιακή εποχή. Αυτά, υπό το σκηνικό εξωτερικών αβεβαιοτήτων, όπως στην παρούσα φάση διαμορφώνουν οι εξελίξεις στην Ιταλία και στην Τουρκία, αλλά και εσωτερικών “προαπαιτούμενων”, με μόνιμη δαμόκλειο σπάθη την πιστή συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και το κλίμα πολιτικής σταθερότητας, κρίσιμων για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης αγορών και καταθετών.
Σύμφωνα με τον “απολογισμό” του ESM για την επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματος προσαρμογής από την Ελλάδα που λήγει σήμερα, κατά την περίοδο του προγράμματος οι ελληνικές τράπεζες ενίσχυσαν τη διακυβέρνησή τους, ευθυγραμμίζοντάς την με τις βέλτιστες διεθνείς πρακτικές, απέκτησαν ανανεωμένο νομοθετικό πλαίσιο για την πτώχευση νοικοκυριών και επιχειρήσεων, ενώ μειώνουν αργά και σταδιακά τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, τα οποία ωστόσο παραμένουν σε υψηλά επίπεδα. Το γεγονός ότι ο δείκτης NPL παραμένει ο υψηλότερος στην ευρωζώνη, όπως επίσης ότι οι τράπεζες δεν έχουν αυξήσει τις νέες χρηματοδοτήσεις, ενώ παραμένει αβέβαιη η διατηρησιμότητα της κερδοφορίας τους, συνιστούν σημαντικές προκλήσεις που παραμένουν, όπως διαπιστώνει ο ESM.
Ανακεφαλαιοποιήσεις και Stress Tests
Αναμφίβολα, ο άθλος για την επιβίωση των ελληνικών τραπεζών σε ένα πολύ απαιτητικότερο χρηματοοικονομικό περιβάλλον συνεχίζεται. Ωστόσο, απέχει από τον εφιάλτη που έζησαν οι τράπεζες την τελευταία οκταετία, περνώντας από τις συμπληγάδες του PSI, της αιμορραγίας καταθέσεων και των capital controls, και ο οποίος σηματοδοτήθηκε από τρεις ανακεφαλαιοποιήσεις και τρεις Ελέγχους Ποιότητας Ενεργητικού (Asset Quality Reviews/AQRs) και StressTests. Τα παραπάνω οδήγησαν σε τρεις ανακεφαλαιοποιήσεις συνολικού ύψους 64 δισ. ευρώ για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, με την τελευταία αύξηση κεφαλαίου που πλησίασε τα 15 δισ. ευρώ, τον Νοέμβριο του 2015, να βασίζεται στις πλέον σκληρές παραδοχές του αρνητικού μακροοικονομικού σεναρίου, οι οποίες τελικά δεν επαληθεύτηκαν.
Υπενθυμίζεται ότι η πρώτη ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών (2012 – 2013) έγινε μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και στοίχισε περίπου 25,5 δισ. ευρώ. Η δεύτερη, το 2014, καλύφθηκε στο σύνολό της από ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια, ύψους 8,3 δισ. ευρώ, προκαλώντας μεγάλη απαξίωση της περιουσίας του ΤΧΣ, το οποίο μείωσε αναγκαστικά τα ποσοστά συμμετοχής του στις τράπεζες. Στην τρίτη ανακεφαλαιοποίηση του 2015, ιδιώτες επενδυτές κάλυψαν με περίπου 5,3 δισ. ευρώ τις νέες κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών (απαιτήθηκε ποσό πολύ μικρότερο από τα 25 δισ. που είχαν αρχικά προβλεφθεί για τη στήριξη των τραπεζών από τον ESM). Βάσει των δεσμεύσεων που έχουν αναληφθεί από το πρόγραμμα προσαρμογής, το ΤΧΣ θα καταρτίσει στρατηγική για την πλήρη έξοδό του από το μετοχικό κεφάλαιο των τραπεζών μέχρι το 2022.
Σημειώνεται ότι με βάση Έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου (ΕΕΣ), μέχρι τον Δεκέμβριο του 2016 το Ελληνικό Δημόσιο είχε διαθέσει για τις τράπεζες κεφάλαια που άγγιζαν τα 45,4 δισ. ευρώ, εκ των οποίων, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΕΕΣ, το Ελληνικό Δημόσιο θα μπορέσει, στην καλύτερη περίπτωση, να ανακτήσει τα 8,9 δισ. ευρώ.
Τα κεφάλαια, τα οποία προήλθαν από τα τρία Μνημόνια, διατέθηκαν στις συστημικές τράπεζες για την ανακεφαλαιοποίησή τους (συνολικά 31,9 δισ. ευρώ), ενώ άλλα 13,5 δισ. ευρώ διατέθηκαν προκειμένου να προχωρήσει η εκκαθάριση των υπολοίπων τραπεζών που έκλεισαν ή απορροφήθηκαν από τις προηγούμενες.
Η πλήρης εικόνα για την κεφαλαιακή κατάσταση των ελληνικών τραπεζών θα αποτυπωθεί στα τέλη του τρέχοντος έτους με την ολοκλήρωση του Ελέγχου Εποπτικής Επανεξέτασης και Αξιολόγησης (SREP) που θα διενεργήσει στις τράπεζες ο SSM. Ο έλεγχος αυτός θα ορίσει τις απαιτήσεις που θα θέσει ο επόπτης σε κάθε τράπεζα χωριστά αναφορικά με τον δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας CET1. Εάν μία τράπεζα παρουσιάσει ανάγκη κεφαλαιακής ενίσχυσης θα διαθέτει χρόνο να υποβάλει σχέδιο επίτευξης αυτών των αυστηρών απαιτήσεων, αρχικά μέσω πρωτοβουλιών ενίσχυσης της κεφαλαιακής βάσης και του ισολογισμού της και εάν είναι αναγκαίο και μέσω αύξησης κεφαλαίου.
Σημειώνεται ότι τα τελευταία stress tests που ολοκληρώθηκαν για τις ελληνικές τράπεζες στις αρχές Μαΐου, έδειξαν ότι καμία από τις ελληνικές τράπεζες δεν έχει άμεσες ανάγκες πρόσθετων κεφαλαίων. Όλες διατηρούν ελάχιστους δείκτες κύριων εποπτικών κεφαλαίων στο δυσμενές σενάριο άνω του 5,50%, από 5,90% μέχρι 9,69%. H μέση μείωση κεφαλαίου που υπέστησαν από το δυσμενές σενάριο του stress test ήταν της τάξεως των 9 ποσοστιαίων μονάδων που αντιστοιχούν σε κεφάλαια 15,5 δισ. ευρώ. O δείκτης CET 1 με στοιχεία τέλους 2017 που αναδιαμορφώθηκαν με την εφαρμογή του νέου λογιστικού προτύπου IFRS9, κινείται μεταξύ 14,85% και 18,25%, ενώ υπό το δυσμενές σενάριο εκτιμήθηκε ότι θα υποχωρήσει στο 5,90% – 9,69% το 2020.
“Κόκκινα” δάνεια και εκροές καταθέσεων
Η οκταετής ελληνική κρίση, αύξησε περισσότερο από οκτώ φορές τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στο τραπεζικό σύστημα, κλείνοντας παράλληλα τη στρόφιγγα για νέες χρηματοδοτήσεις. Τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα των τραπεζών τον Ιούνιο του 2016 έφτασαν τα 106,9 δισ. ευρώ (επί συνόλου χορηγήσεων 201,6 δισ. ευρώ σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά).
Με στοιχεία Μαρτίου 2018, το ύψος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων έχει υποχωρήσει στα 92,4 δισ. ευρώ (48,5% των συνολικών ανοιγμάτων), με μείωση κατά 14,8 δισ. ευρώ από τον Μάρτιο του 2016, οπότε και έφτασαν στο αποκορύφωμά τους.
Μέχρι τα τέλη Δεκεμβρίου 2019, οι ελληνικές τράπεζες θα πρέπει να μειώσουν τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματά τους στα 64,6 δισ. ευρώ (όπως έχει γράψει το Capital.gr, ο στόχος αυτός μπορεί να καταστεί πιο φιλόδοξος κατά 2 δισ. ευρώ).
Η μείωση των “κόκκινων” δανείων θα πρέπει να συνοδευτεί με επούλωση των πληγών των τραπεζών από τις πρωτοφανείς εκροές καταθέσεων που υπέστησαν στην περίοδο της κρίσης.
Από τον Οκτώβριο του 2009 μέχρι τον Απρίλιο του 2015 (υπενθυμίζεται ότι στις 29/6/2015 επιβλήθηκαν οι κεφαλαιακοί περιορισμοί), σημειώθηκαν εκτεταμένες και επαναλαμβανόμενες εκροές καταθέσεων από το τραπεζικό σύστημα. Κατά την πρώτη και μεγαλύτερη σε διάρκεια φάση (Οκτώβριος 2009 – Ιούνιος 2012) καταγράφηκαν συνολικές καθαρές εκροές, ύψους 88,9 δισ. ευρώ (-38% του υπολοίπου του Σεπτεμβρίου 2009).
Ακολούθησε φάση ανάκτησης αρχικά και στη συνέχεια σταθεροποίησης των καταθέσεων (Ιούλιος 2012 – Νοέµβριος 2014), οπότε καταγράφηκαν εισροές ύψους 12,1 δισ. ευρώ από τις εγχώριες µη χρηµατοπιστωτικές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά (+8% του υπολοίπου του Ιουνίου 2012).
Στην τρίτη φάση (Δεκέμβριος 2014 – Απρίλιος 2015), παρατηρήθηκαν και πάλι υψηλές μηνιαίες εκροές, συνολικού ύψους 29,4 δισ. ευρώ (-19% του υπολοίπου καταθέσεων Νοεμβρίου 2014). Στο τέλος Απριλίου 2015 το υπόλοιπο των καταθέσεων αυτών στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα ανερχόταν σε 128 δισ. ευρώ έναντι 232,8 δισ. ευρώ τον Σεπτέμβριο του 2009.
Κατά το τελευταίο ένα έτος (Ιούνιος 2017 – Ιούνιος 2018, σύμφωνα με τα τελευταία δημοσιευμένα στοιχεία), οι τράπεζες έχουν ανακτήσει 9 δισ. ευρώ από καταθέσεις επιχειρήσεων και νοικοκυριών (Ιούνιος 2017: 120,4 δισ. ευρώ – Ιούνιος 2018: 129,4 δισ. ευρώ).
Σημειώνεται ότι η έλλειψη καταθετικής ρευστότητας και το κλείσιμο της διατραπεζικής αγοράς είχε οδηγήσει το 2015 τις ελληνικές τράπεζες σε δανεισμό 86 δισ. ευρώ από τον Έκτακτο Μηχανισμό Παροχής Ρευστότητας (ELA). Με τα τελευταία στοιχεία, ο δανεισμός αυτός έχει μειωθεί στα 8,4 δισ. ευρώ και αναμένεται να εξαλειφθεί πλήρως μέχρι τα τέλη του έτους.