Φαίνεται ότι μια γνήσια εξωτερική πολιτική της Ε.Ε. τώρα τελικά αναδύεται, αλλά κινείται προς κατεύθυνση άλλη από αυτή που αρχικά είχε αρχικά προβλεφθεί; Ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν Κλοντ Γιούνκερ ολοκλήρωσε ένα εντυπωσιακό πρόγραμμα διεθνών συναντήσεων τον Ιούλιο, με αποκορύφωμα την απρόσμενη συμφωνία που επιτεύχθηκε με τον Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ στις 26 Ιουλίου. Αυτά τα επιτεύγματα έχουν εκτεταμένες επιπλοκές για την Ε.Ε. και τους θεσμούς της, συμπεριλαμβανομένης της “Επιτροπής τελευταίας ευκαιρίας”, της διαδικασίας Spitzenkandidaten και της λειτουργίας της εμπορικής πολιτικής της Ε.Ε. καθώς και της Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης (EEAS). Επίσης εγείρουν το ερώτημα του ενός και μόνου Προέδρου, που ο Γιούνκερ έθεσε το 2017.
Δεν έχουν γίνει πολλά στο πεδίο των θεσμών της Ε.Ε., πιθανόν γιατί υπήρχαν τόσο πολλά άλλα ζητήματα που έπρεπε να αντιμετωπιστούν. Με τις ευρωπαϊκές εκλογές να πλησιάζουν ωστόσο, οι θεμελιώδεις ανησυχίες που αναδύθηκαν στην αρχή της τρέχουσας θητείας της Κομισιόν γρήγορα θα επανέλθουν το φθινόπωρο και ακόμη πιο έντονα όσο ανακύπτει μια συμφωνία για το Brexit. Αυτά τα ζητήματα –δηλαδή ο διορισμός και το πρόσωπο του νέου προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο ρόλος, το μέγεθος και η δομή της επόμενης Επιτροπής και το όλο ευρωπαϊκό προτζεκτ – πρέπει επειγόντως να τεθούν ξανά επί τάπητος. Πολλά έχουν αλλάξει τα τελευταία τέσσερα χρόνια τόσο στην Ε.Ε. όσο και διεθνώς και μετά από έναν χρόνο ανακούφισης ύστερα από την εκλογή Μακρόν, η Ε.Ε. δέχεται ξανά επίθεση.
Με δεδομένη την προοπτική μιας ακόμη πιο κατακερματισμένης Ευρωβουλής, σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις (από το Reuters), η διαδικασία Spitzenkandidaten (διαδικασία των “κορυφαίων υποψηφίων”, κατά την οποία τα ευρωπαϊκά πολιτικά κόμματα ορίζουν το καθένα, πριν από τις ευρωεκλογές, έναν υποψήφιο για τη θέση του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής) θα είναι δύσκολα διαχειρίσιμη. Οι δύο μεγαλύτερες ομάδες στην Ευρωβουλή -το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα και το Σοσιαλδημοκρατικό- δεν θα έχουν πια πλειοψηφία και θα χρειάζονται τη στήριξη μιας τρίτης ομάδας, των φιλελευθέρων (ALDE) ή της νέας ομάδας με επικεφαλής το κόμμα του Γάλλου προέδρου La République en Marche, προκειμένου να διασφαλίσουν μια συμφωνία για τον νέο πρόεδρο της Κομισιόν.
Αλλά στο περιθώριο, τα λαϊκίστικα κόμμα στην άκρα αριστερά ή στην άκρα δεξιά επίσης αναμένεται να μεγαλώσουν. Το μέγεθος τόσο του AfD (Εναλλακτική για τη Γερμανία) όσο και του M5S (Κίνημα Πέντε Αστέρων) στην Ευρωβουλή, μελών του λαϊκίστικου EFDD (Ευρώπη Ελευθερίας και Άμεσης Δημοκρατίας) με επικεφαλής των Νάιτζελ Φάρατζ θα αυξηθούν σημαντικά, σύμφωνα με πρόσφατες δημοσκοπήσεις. Θα χρησιμοποιήσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τη συμβολή αυτών των εξελίξεων σαν ευκαιρία για να επανεξετάσει τη διαδικασία και να βρει ένα πρόσωπο που θα αναδυθεί μέσα σε αυτήν την αναστάτωση;
Ένας ισχυρός υποψήφιος θα χρειαστεί όχι μόνο για να πείσει την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη ότι η Κομισιόν αξίζει μια νέα ευκαιρία, αλλά αυτό το πρόσωπο πρέπει επίσης να απολαμβάνει διεθνούς αναγνώρισης και να έχει τεράστια εμπειρία στην άσκηση εκτελεστικής εξουσίας. Η συμφωνία που ο Γιούνκερ και η Κομισιόν κατάφεραν να επιτύχουν στην Ουάσινγκτον μπορούν να είναι ένα ορόσημο που ξεπερνάει κατά πολύ αυτό που κατόρθωσαν οι άλλοι έξι Ευρωπαίοι ηγέτες που έχουν συναντήσει τον Αμερικανό πρόεδρο τους τελευταίους μήνες. Ένα συμπέρασμα που θα μπορούσε να βγει από αυτό το επίτευγμα είναι πως μόνο χτίζοντας μια ισχυρότερη και πιο ενωμένη Ε.Ε. μπορεί τόσο η Ε.Ε. όσο και τα μέλη της να κερδίσουν και να διατηρήσουν τον σεβασμό ανά τον κόσμο. Αυτή είναι λοιπόν η σημασία της ενδυνάμωσης της ηγεσίας της Ε.Ε.
Σε αντίθεση με άλλες διεθνείς συνόδους στις οποίες η Ε.Ε. συμμετείχε τον ίδιο μήνα, ο Ντόναλντ Τουσκ δεν ήταν παρών στην επίσκεψη στον Λευκό Οίκο, κάτι που αμέσως εγείρει το ζήτημα του ενός και μόνου προέδρου της Ε.Ε., το οποίο έθεσε ο Γιούνκερ το 2017. Είναι ώρα να αντιμετωπιστούν κάποια άβολα δεδομένα. Όταν η Ε.Ε. εκπροσωπείται από δύο “προέδρους” στο εξωτερικών, όπως συνέβη στις πρόσφατες συνόδους Ε.Ε. – Κίνας, Ε.Ε. – Ιαπωνίας ή στις συνόδους των G7, αυτό κάνει την Ε.Ε. να δείχνει αδύναμη ή ανίκανη. Και αυτή η πρακτική μπορεί επίσης να προκαλέσει σύγχυση στο μυαλό των ξένων αξιωματούχων (για να μην αναφερθούμε στους Ευρωπαίους πολίτες!). O πρόεδρος της Κομισιόν είχε δίκιο όταν έθεσε το πρόβλημα στην ετήσια ομιλία του. Πρέπει να θυμηθούμε την απάντηση που έδωσε ο πρώην πρόεδρος της Κομισιόν Ντελόρ όταν ρωτήθηκε σε συνέντευξη πριν από αρκετά χρόνια αν θα επέστρεφε ποτέ στις Βρυξέλλες: “Όχι με δύο προέδρους”.
Αλλά θα πρέπει να αναγνωριστεί ότι ένας και μόνος πρόεδρος θα έθετε ζητήματα για τη διεθνή εκπροσώπηση της Ε.Ε. Οι απόψεις είναι μοιρασμένες σε ό,τι αφορά την επιθυμία η EEAS να λειτουργεί ως ξεχωριστή οντότητα από την Κομισιόν. Σημειώνεται ότι ο χωρισμός του εμπορίου από τις εξωτερικές σχέσεις δεν αποδείχθηκε και τόσο αποτελεσματικός. Αποδυνάμωσε την Ε.Ε. και δημιούργησε σύγχυση και διπλές προσπάθειες στην αντιπροσώπευση της Ε.Ε. Καθώς οι Ευρωπαίοι πολίτες συνειδητοποιούν όλο και περισσότερο τη σημασία της εξωτερικής πολιτικής της Ε.Ε., θα πρέπει να γίνουν βήματα ώστε να ενταχθεί περισσότερο η EEAS στη δομή της Κομισιόν ως ένα βήμα προς μια ισχυρότερη και πιο ενωμένη εξωτερική πολιτική της Ε.Ε.
Η ένταξη της EEAS στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα μπορούσε να είναι το πρώτο λιθαράκι προς μια στρατηγική για μια νέα Κομισιόν. Το επόμενο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί θα είναι το μέγεθος του Κολεγίου των Επιτρόπων, όπου η ένταξη νέων μελών της Ε.Ε. από τα δυτικά Βαλκάνια θα πρέπει να ιδωθεί σαν ευκαιρία για μείωση του αριθμού των Επιτρόπων. Ένα μικρότερο Κολέγιο θα βοηθούσε στη διαμόρφωση χαρτοφυλακίων με περισσότερη σημασία.
Προκειμένου να είναι αξιόπιστος, ο νέος πρόεδρος της Κομισιόν θα πρέπει να έχει ένα μεγάλο σχέδιο για να πείσει την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη ότι ο θεσμός έχει καθαρή αποστολή και εντολή. Ο νέος ή η νέα πρόεδρος θα πρέπει να έχει αποτελεσματικές ιδέες για τη μεταρρύθμιση του θεσμού ώστε να γίνει πιο αποτελεσματικός και υπεύθυνος. Ένας business-as-usual σενάριο δεν είναι μια βιώσιμη επιλογή. Μόνο μια εκτεταμένη ανανέωση μπορεί να εγγυηθεί την επιβίωση.
Η επιλογή του νέου ηγέτη δεν θα είναι εύκολη: Θα είναι πάλι ένας Spitzenkandidat ή το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα το δει σαν ευκαιρία να προτείνει τον δικό του υποψήφιο; Ή εναλλακτικά, η επιλογή θα βασιστεί στον συνδυασμό των δύο διαδικασιών; Οι διαμορφωτές πολιτικής πρέπει γρήγορα να ξεκαθαρίσουν τα σχέδιά τους έως το τέλος του καλοκαιριού ώστε να δημιουργήσουν το μομέντουμ προς την επόμενη Κομισιόν και να διασφαλίσουν τη ζωτική συνέχιση του ευρωπαϊκού πρότζεκτ.