Σε συνάντησή του με τον πρόεδρο της Τουρκίας, Ταγίπ Ερντογάν στις 25 Απριλίου ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος έθεσε για άλλη μία φορά το ζήτημα της επαναλειτουργίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης.
Τα μηνύματα που έλαβε τότε ο προκαθήμενος της Ορθοδοξίας υπήρξαν ως φαίνεται αρκετά ενθαρρυντικά, ώστε ο κ. Βαρθολομαίος να εκφράσει σε κατοπινές δηλώσεις του την αισιοδοξία του ότι η Σχολή θα μπορούσε να επαναλειτουργήσει ακόμα και τον προσεχή Σεπτέμβριο, οπότε αρχίζει το νέο ακαδημαϊκό έτος.
Αντ’ αυτού, οι αποφάσεις των τουρκικών αρχών αποκαλύπτεται τώρα ότι κινούνται σε ολότελα διαφορετική κατεύθυνση που αποβλέπει στην δραματική αλλοίωση της φυσιογνωμίας της ίδιας της νήσου Χάλκης.
Σύμφωνα με ανακοίνωση του Φουάτ Μπεκιρογλου, διευθυντή του Diyanet, ήτοι της πανίσχυρης Διεύθυνσης Θρησκευτικών Υποθέσεων της Τουρκίας, που υπάγεται στην προεδρία, η Χάλκη προορίζεται να φιλοξενήσει ένα Κέντρο Ισλαμικών Σπουδών στο οποίο θα εκπαιδεύονται ως οικότροφοι σπουδαστές από τα ενδότερα της Τουρκίας και το εξωτερικό, συγγενείς θυμάτων της τρομοκρατίας κ.ο.κ.
Για την λειτουργία αυτού του Κέντρου θα διατεθεί πευκόφυτη έκταση 200 στρεμμάτων στην περιοχή Τσαμ Λιμάνι, όπου και το παλαιό σανατόριο της Χάλκης που ιδρύθηκε το 1924.
Το σχέδιο αυτό προκαλεί τις αντιδράσεις των κατοίκων του νησιού, συμπεριλαμβανομένης της τοπικής οργάνωσης του κυβερνώντος κόμματος, οι οποίοι κάνουν λόγο για την ανάγκη να μην επιβαρυνθεί μια περιοχή φυσικού κάλλους με δημόσιες και ιδιωτικές δραστηριότητες ξένες προς την καθημερινότητα και την ιστορία του νησιού.
Επιπλέον στηλιτεύεται ο αδιαφανής τρόπος με τον οποίο μεταβιβάζεται η ιδιοκτησία του ιστορικού κτηρίου του σανατορίου και του περιβάλλοντος χώρου από το υπουργείο Υγείας στο Diyanet. Σχετική κοινοβουλευτική ερώτηση κατέθεσε προς τον αρμόδιο για τα θρησκευτικά ζητήματα αντιπρόεδρο της Δημοκρατίας Φουάτ Οκτάι ο βουλευτής του αριστερού κόμματος HDP Φιλίζ Κερεστετσίογλου.
Η πρόθεση δημιουργίας ενός τέτοιου ισλαμικού κέντρου σε απόσταση μικρότερη του ενός χιλιομέτρου από την (χωρίς σπουδαστές από το 1971) Θεολογική Σχολή ασφαλώς αλλάζει άρδην το πλαίσιο εντός του οποίου συζητείται η επαναλειτουργία του κορυφαίου εκπαιδευτικού ιδρύματος της ομογένειας της Κωνσταντινούπολης.
Υπενθυμίζεται ότι η υπόσχεση για ικανοποίηση του αιτήματος επαναλειτουργίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης δόθηκε για πρώτη φορά από τον Ταγίπ Ερντογάν το 2004 σε συνάντηση με τον Κώστα Καραμανλή.
Ωστόσο, μολονότι το ζήτημα αφορά τις θρησκευτικές ελευθερίες της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Τουρκίας, η λογική του παζαριού για την απόσπαση ανταλλαγμάτων σε διακρατικό επίπεδο (λόγου χάρη με την ίδρυση Τεμένους στην Αθήνα ή με την εκλογή των μουφτήδων μουσουλμανικής μειονότητας Δυτικής Θράκης) κυριάρχησε.
Στην παρούσα φάση οι τουρκικές αρχές μοιάζουν σαν να μην ενδιαφέρονται ούτε για αυτό και τον τόνο να δίνει η μέριμνα για μεγαλύτερη “ισλαμοποίηση” του αστικού τοπίου της Κωνσταντινούπολης.
Επιπλέον, το επίπεδο στο οποίο έχουν περιέλθει οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις (βλ. τα σχετικά με τον κρατούμενο Αμερικανό πάστορα Άντριου Μπράνσον) δεν βοηθά να εισακουστούν οι συχνές παρεμβάσεις της κυβέρνησης των ΗΠΑ επί του θέματος της Χάλκης.
Σε κάθε περίπτωση, η ελληνορθόδοξη κοινότητα εξακολουθεί να παραμένει αντικείμενο αρνητικών διακρίσεων, όπως καταδεικνύει το γεγονός ότι η λειτουργία της θεολογικής σχολής διεκόπη με βάση νόμο που απαγόρευε τα ιδιωτικά ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, που όμως 47 χρόνια μετά έχουν κατά τα λοιπά επιτραπεί και γνωρίζουν στην γείτονα μεγάλη άνθηση.
Με αυτή την έννοια μόνο ειρωνικά μπορεί να προσεγγίσει κανείς την πρόσφατη κοινή δήλωση των ηγετών των θρησκευτικών μειονοτήτων της Τουρκίας, συμπεριλαμβανομένου του Οικουμενικού Πατριάρχη, στην οποία αναφέρεται ότι τα μη μουσουλμανικά δόγματα χαίρουν πλήρους ελευθερίας και επιλύουν τα προβλήματά τους σε διάλογο με τις αρχές.