Εκδόσεις Ποιότητα
…ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΚΑΛΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
«Πλαίσιο Αρχών για μια δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού με γνώμονα το Διεθνές και Ευρωπαϊκό Δίκαιο», από το Διεθνές Συμβούλιο Εμπειρογμωμόνων συκληθέν από την Πανελλήνια Επιτροπή για Ευρωπαϊκή Λύση του Κυπριακού»
Πληροφορίες και σχόλια από Παναγιώτη Ήφαιστο
Δημοσιοποίηση του κειμένου του διεθνούς συμβουλίου εμπειρογνωμόνων για τις βασικές αρχές λύσης του κυπριακού ζητήματος στην βάση του διεθνούς δικαίου και του ευρωπαϊκού νομικού και πολιτικού κεκτημένου
Περιεχόμενα (για ηλεκτρονικά κείμενα κλικ για μετάβαση στον τίτλο ή στην κορυφή της σελίδας): 1. Εισαγωγικές πληροφορίες και παρατηρήσεις. 2. Επιστημονική συζήτηση και πολιτικός ορθολογισμός. 3. Διεθνής ομάδα ειδικών, η τελική έκθεση και δημόσια επιστημονική συνηγορία
1. Εισαγωγικές πληροφορίες και παρατηρήσεις
Επισυνάπτω το κείμενο με τίτλο «Πλαίσιο αρχών για μια δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού με γνώμονα το Διεθνές και Ευρωπαϊκό Δίκαιο» («A principle basis for a just and lasting Cyprus settlement in the light of International and European Law»). Είναι αποτέλεσμα συλλογικής προσπάθειας που άρχισε το καλοκαίρι του 2004 και ολοκληρώθηκε αρχές Φθινοπώρου του 2005 (σημειώνεται ότι τα κείμενα είναι επίσης αναρτημένα στην ηλεκτρονική διεύθυνσηhttp://www.ifestos.edu.gr/32.htm).
Η προσπάθεια αυτή άρχισε στο πλαίσιο της «Επιστημονικής Επιτροπής» που δημιουργήθηκε από το Σωματείο «Πανελλήνια Επιτροπή για Ευρωπαϊκή Λύση στην Κύπρο» που ιδρύθηκε το 2004. Η «Επιστημονική Επιτροπή» αποτελείται από τον προεδρεύοντα Ομότιμο Καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου Γιώργο Κασιμάτη και μέλη τους Καθηγητές του Παντείου Πανεπιστημίου Στέλιο Περράκη, Παναγιώτη Ήφαιστο και Χριστόδουλο Γιαλλουρίδη και τον Περικλή Νεάρχου, πρώην σύμβουλο επί διπλωματικών θεμάτων του Πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου. Με την Επιστημονική Επιτροπή, επίσης, συνεργάστηκαν τα μέλη του «Διεθνούς Συνδέσμου για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κύπρο». Στην συνέχεια, η «Πανελλήνια Επιτροπή για Ευρωπαϊκή λύση στην Κύπρο» συγκάλεσε το «Διεθνές Συμβούλιο εμπειρογνωμόνων για Ευρωπαϊκή λύση του κυπριακού» την τελική έκθεση του οποίου και επισυνάπτω. Λεπτομερέστερα κείμενα που παρουσιάστηκαν ως εισηγήσεις στην φάση της επεξεργασίας του τελικού επιστημονικού πορίσματος έχουν ήδη δημοσιευτεί στον τύπο και πολλές από αυτές αναρτήθηκαν στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.ifestos.edu.gr/20.htm.
Εξαρχής, κύριος σκοπός ήταν ο περιορισμός των συζητήσεων περί το κυπριακό σε αυστηρά επιστημονικά πλαίσια που θα αποσύνδεαν την ανάλυση του σχεδίου Αναν και τις συζητήσεις για την λύση του κυπριακού ζητήματος από ιδεολογικά, πολιτικά, κομματικά και εθνικά κριτήρια και που θα παρήγαν αντικειμενικές εκτιμήσεις συμβατές με το υποχρεωτικό νομικό κεκτημένο του διεθνούς δικαίου και του ευρωπαϊκού δικαίου. Ο προσδιορισμός αντικειμενικών κριτηρίων είναι εφικτός επειδή η Κυπριακή Δημοκρατία είναι μέλος του ΟΗΕ και της ΕΕ. Τόσο η Κυπριακή Δημοκρατία, επίσης, όσο και όλα τα υπόλοιπα εμπλεκόμενα κράτη δεσμεύονται από τις Υψηλές Αρχές του διεθνούς δικαίου, από τους Καταστατικούς Χάρτες των διεθνών οργανισμών στους οποίους συμμετέχουν και από τις διεθνείς συμβάσεις που αφορούν τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα εγκλήματα πολέμου και τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
Αυτό το πλέγμα σχέσεων και νομικών δεσμεύσεων δημιουργεί για όλα τα εμπλεκόμενα κράτη και για τους αξιωματούχους διεθνών θεσμών –όπως ο ΓΓ του ΟΗΕ, οι πολιτικοί ηγέτες της Ευρώπης και οι Επίτροποι της ΕΕ– ένα απολύτως δεσμευτικό κανονιστικό πλαίσιο (κατά το πλείστον πλήρως ενσωματωμένο στην ενδοκρατική δικαιοταξία των εμπλεκομένων κρατών). Στο σημείο αυτό, ακριβώς, τονίζεται η διάκριση μεταξύ του δεσμευτικού νομικού πλαισίου που δημιουργούν οι διεθνείς συμβάσεις και ζητημάτων που αφορούν ασαφείς γενικές αρχές διεθνούς δικαίου, οι οποίες ενόσω υπάρχουν αίτια πολέμου θα βρίσκονται υπό την αίρεση της ισχύος. Η Κύπρος και η Ελλάδα κατά την διάρκεια της περιόδου 2001-2005, ακριβώς, διέθεταν πολύ μεγαλύτερα περιθώρια πρόταξης θεμιτών, νομίμων και νομιμοποιημένων αξιώσεων εφαρμογής της διεθνούς νομιμότητας. Τόσο οι πολιτικοί επιστήμονες όσο και οι πολιτικοί ηγέτες οφείλουν να γνωρίζουν την διεθνή νομιμότητα και να την προτάσσουν. Εν τούτοις οι πλείστοι δεν το έπραξαν! Γιατί άραγε;
2. Επιστημονική συζήτηση και πολιτικός ορθολογισμός
Στον λεγόμενο ελληνικό επιστημονικό διάλογο των τελευταίων δεκαετιών, όταν κάποιος ανέλυε τους τομείς της διεθνούς ζωής που επηρεάζονται από τις σχέσεις ισχύος, συνήθως εισέπραττε ανοίκειους χαρακτηρισμούς άσχετους με την ουσία των αναλύσεων του [Για το κατά πόσο τέτοιες άθλιες «δολοφονίες (επιστημονικών) χαρακτήρων» ενδέχεται να υποκινούνταν από έξωθεν κριτήρια και συμφέροντα –σύνηθες σε κοσμοθεωρητικά αδύναμα και πολιτικά εξαρτημένα κράτη– το αφήνω στην κρίση του καθενός. Πολλοί «επιστημονικοί» ρύποι έχουν εκτοξευθεί, πάντως, από ένα ευρύ φάσμα αναλυτών του ακαδημαϊκού και δημοσιογραφικού χώρου της Ελλάδας και του εξωτερικού –συνήθως ξεπεσμένων κοσμοπολίτικων και/ή διεθνιστικών πεποιθήσεων που δημιουργούν προκαταλήψεις υπονομευτικών του επιστημονικού στοχασμού– οι οποίοι για ποικίλους λόγους δεν κατανοούν ή δεν θέλουν να κατανοήσουν την βασική δομή του κόσμου όπως θεμελιώθηκε οντολογικά τους τελευταίους αιώνες. Μερικοί από αυτούς με ιδιαίτερο και με λογικούς όρους ανεξήγητο φανατισμό υποστήριξαν μανιωδώς το σχέδιο Αναν. Το σχέδιο αυτό, εν τούτοις, αναμφίβολα εμπεριέχει την πιο αντιπροσωπευτική εκδοχή των διεθνοφασιστικών και νεοαποικιακών αξιώσεων στο κατώφλι του 21ου αιώνα. Το σχέδιο Αναν όχι μόνο αποτελεί προϊόν αναθεωρητικής-ηγεμονικής χρήσης της ισχύος αλλά επιπλέον παραβιάζει όλα τα κεκτημένα του πολιτικού και νομικού πολιτισμού στις διακρατικές σχέσεις. Ερωτώ: Πως πρέπει να κρίνει κάποιος τους υποστηρικτές αυτού του διεστραμμένου σχεδίου, ιδιαίτερα τους φανατικούς και διαχρονικά αμετανόητους;
Ένα τέτοιο σοβινιστικό και διεθνοφασιστικό κείμενο νομικά παράνομο και πολιτικά αθέμιτο δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί παρά μόνον αν οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι το αποδέχονταν ψηφίζοντάς το, γεγονός που εξηγεί τις πρωτοφανείς αφόρητες πιέσεις των ηγεμονικών δυνάμεων και των ντόπιων νεροκουβαλητών –βλ. http://www.ifestos.edu.gr/26.htm και http://www.ifestos.edu.gr/27.htm– επί των κυπρίων από το 2001 μέχρι το 2005. Με αναλύσεις που αγγίζουν τα όρια της «επιστημονικής παραπληροφόρησης» για το περιεχόμενο του σχεδίου αυτού, με πολιτικούς εξαναγκασμούς, με τελεσίγραφα και με εκβιαστικά διλήμματα επιχειρήθηκε ο εξαναγκασμός της κυπριακής λαϊκής κυριαρχίας, χωρίς εν τούτοις αποτέλεσμα, επειδή το ένστικτο επιβίωσης και ο ορθολογισμός της κυπριακής κοινωνίας οδήγησε στην συντριπτική καταψήφισή του στις 24 Απριλίου 2004. Κατά την εκτίμησή μου, οι πιο πάνω στάσεις υπέρ του διεστραμμένου αυτού σχεδίου, αν δεν πρόκειται για απόλυτη εθελοτυφλία ή απόλυτη αγραμματοσύνη, φανερώνουν την πραγματική κοσμοθεωρητική ταυτότητα όσων κατά καιρούς ενδύονται «ιδεαλιστικούς», «μετριοπαθείς» και «ειρηνόφιλους» μανδύες για να επισκιαστεί η πραγματικότητα, δηλαδή η συμφέρουσα για την εκάστοτε επικυρίαρχη-ηγεμονική δύναμη υπονόμευση των θεσμών ελευθερίας των κυρίαρχων κοινωνιών (δηλαδή, η υπονόμευση των κρατικών δομών που εξ ορισμού αποτελούν τον κύριο στόχο των αλληλένδετων ηγεμονικών, διεθνιστικών και κοσμοπολίτικων παραδοχών όλων των αποχρώσεων). Όσοι ενέχονται φανερώθηκαν και εκτέθηκαν παντοτινά και ανεπανόρθωτα. Οι πολιτικοί επιστήμονες είναι επιστημονικά ασυγχώρητοι εάν δεν διακρίνουν την κατάφωρη παραβίαση της διεθνούς νομιμότητας και οι πολιτικοί ηγέτες που δεν την γνωρίζουν ή αμελούν να την επικαλεστούν επιδεικνύουν μεγάλη πολιτική ανευθυνότητα επειδή δεν την προτάσσουν για να στηρίξουν τα νόμιμα, θεμιτά και νομιμοποιημένα συμφέροντα της κοινωνίας που αντιπροσωπεύουν. Σε κάθε περίπτωση, εξ αντικειμένου, η πλειονότητα της μεγάλης μάζας των καλοπληρωμένων ειδικών του διεθνούς δικαίου, του συνταγματικού δικαίου, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του ευρωπαϊκού δικαίου στην Ελλάδα και στην υπόλοιπη Ευρώπη δεν εκπλήρωσαν το δεοντολογικά υποχρεωτικό γι’ αυτούς έργο ακριβούς και αντικειμενικής αναζήτησης της επιστημονικής αλήθειας αναφορικά με το κρίσιμο αυτό ζήτημα που αφορά την ανθρώπινη ελευθερία, την περιφερειακή σταθερότητα και την διεθνή ειρήνη. Πολλοί σιώπησαν, αρκετοί προτίμησαν να επιδίδονται σε «επιτήδεια ουδέτερα αναμασήματα» άσχετων και ανούσιων ιδεών για «μεταεθνικούς κόσμους» των οποίων η Κύπρος θα αποτελούσε πειραματόζωο και άλλοι προσχώρησαν στο ολισθηρό πεδίο της πολιτικής προπαγάνδας και των ιδεολογικοπολιτικών εκλογικεύσεων υπέρ ενός εξ αντικειμένου διεθνοπολιτικά εγκληματικού και επιστημονικά διεστραμμένου σχεδίου αμιγούς νεοαποικιακής έμπνευσης.
Όσον αφορά το ευρωπαϊκό κεκτημένο πιο συγκεκριμένα, θα πρόσθετα με νόημα πως μια μεγάλη «στρατιά» «ειδικών για τα ευρωπαϊκά» δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο στην είσπραξη τεράστιων χρηματοδοτήσεων επιστημονικά ασήμαντων ζητημάτων και την χρήση βαρύγδουπων τίτλων ή την συχνότατη συμμετοχή σε πλουσιοπάροχα συνέδρια όπου αφθονούν οι πολυτέλειες αλλά σπανίζουν οι επιστημονικού χαρακτήρα αναλύσεις. Τα μέλη αυτής της «στρατιάς» που κινδυνεύει να γίνει πλέον συντεχνία, έχει επιστημονική, δεοντολογική και ηθική υποχρέωση να αναζητά διαρκώς, να θεμελιώνει και να δημοσιοποιεί την επιστημονική αλήθεια (τουλάχιστον αυτή που φαίνεται με γυμνό οφθαλμό).
Τα πιο πάνω εξηγούν πλήρως τα αίτια των ακατάσχετων εισροών πολιτικού ανορθολογισμού στον ελλαδικό, κυπριακό και ευρωπαϊκό δημόσιο διάλογο, κάτι που κάποιος θα πρέπει να είναι τυφλός για να μην το παρατηρήσει και εξαιρετικά κυνικός για να μην ανησυχήσει.
3. Διεθνής ομάδα ειδικών, η τελική έκθεση και δημόσια επιστημονική συνηγορία
Η «Επιστημονική Επιτροπή για μια Ευρωπαϊκή λύση του κυπριακού», πέραν των οικείων αναλύσεων που ήδη δημοσιοποιήθηκαν, συνεργάστηκε με την προαναφερθείσα ομάδα διακεκριμένων επιστημόνων από την υπόλοιπη Ευρώπη, οι οποίοι, διασώζοντας έτσι την τιμή των ευρωπαίων ειδικών του διεθνούς και ευρωπαίου δικαίου μελέτησε το σχέδιο Αναν και τα κριτήρια που θα καθιστούσαν την λύση του κυπριακού συμβατή με το διεθνές δίκαιο και το ευρωπαϊκό νομικό κεκτημένο.
Το κείμενο της ομάδας αυτής δημοσιοποιήθηκε ευρέως, γεγονός που σημαίνει ότι δεν «ανήκει» μόνο στους ξένους καθηγητές και στην ολιγομελή ομάδα της ελληνικής επιστημονικής επιτροπής αλλά ότι επιπλέον αποτελεί επιστημονικό κεκτημένο στον χώρο των κοινωνικών επιστημών. Αποτελεί οπωσδήποτε κείμενο αναφοράς και βάση περαιτέρω ουσιαστικής συζήτησης για μια βιώσιμη λύση του κυπριακού ζητήματος.
Π. Ήφαιστος
2.9.2005
Σημ. Το κείμενο αναρτάται στα Αγγλικά, ελληνικά, γαλλικά και γερμανικά. Η αναπαραγωγή του είναι ελεύθερη με την προϋπόθεση ότι αναφέρεται στην πηγή.
Υστερόγραφο: Το κείμενο παρουσιάστηκε πανηγυρικά στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις 12 Οκτωβρίου 2005. Για μερικές πληροφορίες για τα διαμειφθέντα βλ. http://www.new-europe.info/new-europe/displaynews.asp?id=116162.
ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΜΠΕΙΡΟΓΝΩΜΟΝΩΝ
ΣΥΓΚΛΗΘΕΝ ΑΠΟ ΤΗΝ
ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΙΑ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΛΥΣΗ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ
Προοίμιο
1. Ο σκοπός της έκθεσης αυτής, που ετοιμάσθηκε από ένα Διεθνές Συμβούλιο Εμπειρογνωμόνων είναι η αναζήτηση μια δίκαιης διευθέτησης του Κυπριακού, η οποία να προσφέρει ένα ειρηνικό και ευήμερο μέλλον για όλους τους κατοίκους του νησιού. Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο πρέπει να εφαρμοστούν οι πρωταρχικές αρχές του Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Δικαίου που αφορούν στην επίλυση διεθνών διενέξεων, συμπεριλαμβανομένων των διενέξεων που αφορούν μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι αρχές αυτές βρίσκονται στην καρδιά του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Η μη συμμόρφωση προς αυτές τις αρχές μπορεί όχι μόνον να θέσει σε κίνδυνο την επιτυχία οποιουδήποτε σχεδίου επίλυσης, ενσωματώνοντας σε αυτό στοιχεία αντικρουόμενα με το διεθνές δίκαιο και αποδυναμώνοντας την βιωσιμότητά του, αλλά και να αποτελέσει αποσταθεροποιητικό στοιχείο στο μέλλον. Μια πολιτική επίλυση αντίθετη με τις γενικά παραδεδεγμένες αρχές του διεθνούς και ευρωπαϊκού δικαίου μπορεί να αποτελέσει «προηγούμενο» σε άλλες περιπτώσεις διενέξεων με σοβαρές επιπτώσεις για την σταθερότητα της διεθνούς τάξης.
2. Οι θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς και ευρωπαϊκού δικαίου προσφέρουν ένα μοναδικό οδηγό και μια μεθοδολογία για την έναρξη και επιτυχή κατάληξη μιας διαδικασίας, η οποία να οδηγεί σε μία διευθέτηση του Κυπριακού μέσα στα πλαίσια ενός νέου και γνήσια Κυπριακού Συντάγματος σύμφωνα με το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης. Αυτή η διαδικασία βρίσκεται στον πυρήνα μιας Ευρωπαϊκής λύσης για την Κύπρο η οποία να είναι συμβατή με το Διεθνές και Ευρωπαϊκό Δίκαιο.
3. Η επίλυση του Κυπριακού προβλήματος πρέπει να εξευρεθεί υιοθετώντας και εφαρμόζοντας τις βασικές αρχές πάνω στις οποίες βασίζεται το Διεθνές Δίκαιο και η Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτές είναι, συνοπτικά, η ειρηνική διευθέτηση των διαφορών, η κυριαρχία, ανεξαρτησία και ισότητα των κρατών, η απαγόρευση της επίθεσης και η μη αναγνώριση των συνεπειών της και ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της ελευθερίας, της δημοκρατίας και της αρχής του κράτους δικαίου. Τόσο η σημερινή τάξη των πραγμάτων στην Κύπρο, όσο και οι όροι που εμπεριέχονται στο τελευταίο Σχέδιο Αννάν δεν είναι συμβατοί με αυτές τις θεμελιώδεις αρχές. Είναι επίσης αναγκαίο να επιτευχθεί μία λύση η οποία να σέβεται πλήρως την ανάγκη για συμφιλίωση και συνεργασία μεταξύ των κοινοτήτων και όλων των ενδιαφερομένων πλευρών.
4. Η Ευρωπαϊκή Ένωση καλείται να αδράξει αυτή την ιστορική ευκαιρία και να αναλάβει την ειδική ευθύνη της να βοηθήσει ενεργά την δρομολόγηση μιας διαδικασίας εκπόνησης Συντάγματος, η οποία θα επιτρέψει εν τέλει στην Κυπριακή Δημοκρατία, ως κράτος-μέλος, να επανακτήσει πλήρη κυριαρχία και ανεξαρτησία και να εγκαθιδρύσει ειρηνικά μια συνταγματική τάξη σύμφωνα με τις παραπάνω αρχές και βασισμένη στον πλήρη σεβασμό της διαφορετικότητας.
Βασικά Δεδομένα
5. Η Δημοκρατία της Κύπρου απέκτησε την ανεξαρτησία της το 1960 δυνάμει μιας σειράς διεθνών συμφωνιών. Εντούτοις, σε αντίθεση με άλλες αποικιακές χώρες που απέκτησαν την ανεξαρτησία τους, η Κύπρος υπόκειντο σε Συνθήκη με προβλέψεις εγγυήσεων υπέρ του Ηνωμένου Βασιλείου, της Τουρκίας και της Ελλάδας. Το 1974 η Τουρκία, επικαλούμενη το πραξικόπημα της Ελληνικής χούντας εναντίον της νόμιμης Κυπριακής κυβέρνησης του Αρχιεπίσκοπου Μακαρίου, εισέβαλε στην Κύπρο και προχώρησε σε κατάληψη του Βόρειου τμήματος της. Αυτή η αρχική ενέργεια εξελίχθηκε σε μια παρατεταμένη και συνεχιζόμενη ακόμη κατοχή, που διαρκεί ήδη πάνω από 30 χρόνια και η οποία έχει προκαλέσει μια σειρά παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως επιβεβαιώνουν τα όργανα της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα[1]. Από το 1974 η Κύπρος είναι de factoδιαιρεμένη στη διεθνώς αναγνωρισμένη Κυπριακή Δημοκρατία και την «Τουρκική Δημοκρατία της Βορείου Κύπρου», μια οντότητα[2] η οποία κηρύχθηκε ανίσχυρη από τις αποφάσεις 541(1983) και 550 (1984) του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και η οποία αναγνωρίζεται και συντηρείται μόνο από την Τουρκία. Ενώ περίπου ο μισός τουρκοκυπριακός πληθυσμός μετανάστευσε μετά τα γεγονότα του 1974, με προορισμό κυρίως το Ηνωμένο Βασίλειο, πάνω από 120.000 Τούρκοι έποικοι ζούνε σήμερα στη βόρεια Κύπρο, μετατρέποντας τους Τουρκοκύπριους σε μειονότητα μέσα στη δική τους κοινότητα. Ο πληθυσμός της Κύπρου σήμερα (χωρίς τους έποικους) είναι 802.500 εκ των οποίων το 80% είναι Ελληνοκύπριοι, το 11% Τουρκοκύπριοι (έναντι 18% το 1974) και 9% Αρμένιοι, Μαρωνίτες, Λατίνοι και ξένοι διαμένοντες στην Κύπρο.
6. Το Σχέδιο Αννάν, όπως παρουσιάστηκε στην τελευταία του εκδοχή από τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ στις 31 Μαρτίου 2004, προέβλεπε ένα ομοσπονδιακό κράτος, την «Ενωμένη Δημοκρατία της Κύπρου», αντικαθιστώντας και καταργώντας την υπάρχουσα Κυπριακή Δημοκρατία και ενσωματώνοντας τα κατεχόμενα εδάφη του βορρά. Στις 24 Απριλίου 2004, διεξήχθησαν δυο ξεχωριστά δημοψηφίσματα. Ενώ 65% των Τουρκοκυπρίων και εποίκων ψηφοφόρων στον κατεχόμενο βορρά απεδέχθησαν το Σχέδιο Αννάν, 76% των Ελληνοκύπριων κατοίκων της Κυπριακής Δημοκρατίας το απέρριψαν. Την 1η Μαΐου 2004 η Κυπριακή Δημοκρατία, στο σύνολο της, έγινε κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με ένα Πρόσθετο Πρωτόκολλο στην Συνθήκη Προσχώρησης ανεστάλη προσωρινά η εφαρμογή του κοινοτικού κεκτημένου στην κατεχόμενη περιοχή. Η έναρξη των διαπραγματεύσεων για την ένταξη της Τουρκίας αναμένεται σύντομα.
Οι Θεμελιώδεις Αρχές
1. Η Ειρηνική Επίλυση των Διαφορών
α) Η Έννοια της Αρχής
7. Το Άρθρο 2(3) του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών προβλέπει ότι «Όλα τα μέλη θα διευθετούν τις διεθνείς διενέξεις τους με ειρηνικά μέσα και με τέτοιο τρόπο ώστε να μην διακινδυνεύονται η διεθνής ειρήνη, ασφάλεια και δικαιοσύνη». Κατά συνέπεια, ένας διακανονισμός που θέτει, ή μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη διεθνή ειρήνη και σταθερότητα και δε συμβαδίζει με τα αποδεκτά πρότυπα δικαιοσύνης, δεν μπορεί να είναι συμβατός με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το Χάρτη[3] για όλα τα κράτη.
β) Οι ανεπάρκειες του Σχεδίου Αννάν
8. Οι όροι του Σχεδίου Αννάν στην πραγματικότητα θα ενέκλειαν την αστάθεια στον πυρήνα της επίλυσης του Κυπριακού και θα οδηγούσαν αναπόφευκτα σε αυξημένες τριβές και αποσταθεροποίηση. Αυτό υπογραμμίζεται από τις προβλέψεις σχετικά με τη θέση ξένων υπηκόων (μη Κυπρίων), οι οποίοι θα ασκούσαν αποφασιστικό έλεγχο σε βασικούς τομείς κυβερνητικής δραστηριότητας στην Κύπρο. Παραδείγματα όπου μη-Κύπριοι θα είχαν (σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ ίσου αριθμού Ελληνοκύπριων και Τουρκοκύπριων) αποτελεσματικό έλεγχο φαίνεται να αποτελούν η Επιτροπή Συμφιλίωσης, το Ανώτατο Δικαστήριο με νομοθετική και εκτελεστική εξουσία, η Κεντρική Τράπεζα, το Συμβούλιο Επαναπατρισμού, το Δικαστήριο Περιουσιών και τα όργανα του Συμβουλίου Περιουσιών. Λαμβάνοντας υπόψιν τις εμπειρίες της περιόδου 1960-63, η ανάγκη για σταθερότητα στη διάταξη των κυβερνητικών δραστηριοτήτων είναι κρίσιμη. Επιπλέον, οι παραπάνω αλλοδαποί υπήκοοι δεν θα ήταν δημοκρατικά υπόλογοι προς το λαό της Κύπρου.
9. Οποιαδήποτε διευθέτηση μιας διεθνούς διαφοράς πρέπει να είναι συμβατή με τη δικαιοσύνη. Αυτό επισημαίνεται παρακάτω (παράγραφος 15) σε συσχέτιση με τη θεμελιώδη αρχή του σεβασμού για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
2. Η Κυριαρχία, Ανεξαρτησία και Ισότητα των Κρατών
α) Η Έννοια της Αρχής
10. Το διεθνές δίκαιο, καθώς και το δίκαιο της ΕΕ, βασίζεται στην αναγνώριση ανεξάρτητων και κυρίαρχων κρατών. Στις σχετικές αρχές συμπεριλαμβάνονται η υποχρέωση μη-επέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις των κρατών και ο σεβασμός της εδαφικής ακεραιότητας όλων των κρατών[4]. Επιπλέον, το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης προβλέπει ότι ενόσω ο λαός ενός κράτους έχει το δικαίωμα να συμμετέχει στη διακυβέρνηση του κράτους αυτού, η ελεύθερη επιλογή του λαού του κράτους, σύμφωνα με τις βασικές διεθνείς και ευρωπαϊκές αξίες, πρέπει να γίνεται σεβαστή σε διεθνές επίπεδο.
β) Οι ανεπάρκειες του Σχεδίου Αννάν
11. Το Σχέδιο Αννάν βασίζεται πάνω στη κατάργηση της νόμιμης και αναγνωρισμένης Κυπριακής Δημοκρατίας. Επιπλέον, το δικαίωμα της επέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις της Κύπρου, το οποίο διατηρούν η Ελλάδα, η Τουρκία και η Μεγάλη Βρετανία ως εγγυήτριες δυνάμεις σύμφωνα με την Ιδρυτική Συνθήκη της 16 Αυγούστου 1960 και το οποίο με το Σχέδιο Αννάν επεκτείνεται έτσι ώστε να συμπεριλαμβάνει την εδαφική ακεραιότητα, την ασφάλεια και την συνταγματική τάξη τόσο της ομοσπονδιακής » Ενωμένης Δημοκρατίας της Κύπρου» όσο και των ομόσπονδων κρατιδίων, αποτελεί σημαντικό περιορισμό της κυριαρχίας και ανεξαρτησίας της Κύπρου και προσβολή της διεθνούς και ευρωπαϊκής έννομης τάξης. Αυτό γίνεται ακόμα πιο αισθητό με την προτεινόμενη δημιουργία μιας Εποπτικής Επιτροπής, αποτελούμενης από αντιπροσώπους των εγγυητριών δυνάμεων, των ομόσπονδων κρατών και του ΟΗΕ, για να επιβλέπει την εφαρμογή της διευθέτησης του Σχεδίου Αννάν και με την δυνατότητα να κάνει συστάσεις. Επιπλέον, το Σχέδιο Αννάν προέβλεπε την μόνιμη αποστρατικοποίηση και τον αφοπλισμό του νέου Κυπριακού κράτους, δημιουργώντας ερωτήματα σχετικά με το δικαίωμα της αυτοάμυνας.
12. Επιπλέον, παρατηρεί κανείς στο σχέδιο Αννάν το δικαίωμα του Ηνωμένου Βασιλείου σε ολοκληρωτική και ανεμπόδιστη πρόσβαση για οποιονδήποτε λόγο στα ύδατα που περιλαμβάνονται μεταξύ των περιοχών των κυρίαρχων βάσεων καθώς και το γεγονός ότι οι διαδικασίες διεθνούς δικαστικής επίλυσης ή επίλυσης μέσω τρίτου διαμεσολαβητή απαγορεύονται ρητά όταν οι διενέξεις αφορούν τις περιοχές των βάσεων. Τέτοιες διαφωνίες θα επιλύοντο από διαμεσολαβητή που θα διόριζαν οι αρχές των βάσεων.
3. Η Απαγόρευση των Πράξεων και Συνεπειών της Επίθεσης
α) Η Έννοια της Αρχής
13. Η απαγόρευση της επίθεσης βρίσκεται στον πυρήνα της διεθνούς έννομης τάξης. Είναι ενσωματωμένη στο ευρύτερο διεθνές δίκαιο[5], στο διεθνές ποινικό δίκαιο[6], και σε αναφορά με συγκεκριμένες καταστάσεις. Η απαγόρευση των συνεπειών της επíθεσης σημαίνει το απαράδεκτο των πλεονεκτημάτων που έχουν αποκτηθεί με τη χρήση παράνομης βίας και βρίσκεται ενσωματωμένη, για παράδειγμα, στον κανόνα αναγκαστικού δικαίου περί της μη απόκτησης περιουσιακού τίτλου που είναι αποτέλεσμα βίας. Σε σχέση με την Κύπρο το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ υιοθέτησε τις αποφάσεις 541(1983) και 550 (1984), κηρύσσοντας την υποτιθέμενη «Τουρκική Δημοκρατία της Βορείου Κύπρου» (ΤΔΒΚ) παράνομη και καλώντας όλα τα κράτη να μην την αναγνωρίσουν[7]. Επιπλέον, η εγκατάσταση Τούρκων εποίκων, σε μια προσπάθεια αλλοίωσης της δημογραφίας της νήσου Κύπρου, αντιτίθεται στις αρχές του διεθνούς δικαίου, ειδικά σε όσες είναι σχετικές με την αυτοδιάθεση και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Συγκεκριμένα, το Άρθρο 49 της ΙV Σύμβασης της Γενεύης περί Προστασίας των Πολιτών του 1949 ( η οποία επικυρώθηκε από την Κύπρο και την Τουρκία) απαγορεύει σε κατοχική δύναμη τη μεταφορά μέρους του πληθυσμού της στα κατεχόμενα εδάφη. Πρέπει, βέβαια, να σημειωθεί ότι κατόπιν της κατοχύρωσης της θέσης των εποίκων ως παράνομης, θα παραμένει το θέμα του τι θα απογίνει με τους εποίκους και τις οικογένειες τους προς διευθέτηση από τα ενδιαφερόμενα μέρη μέσα στο πλαίσιο μιας συνολικά δίκαιης και λογικής επίλυσης και με τρόπο συναφή προς το διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο.
β) Οι ανεπάρκειες του Σχεδίου Αννάν
14. Το Σχέδιο Αννάν προέβλεπε τη νομιμοποίηση των πράξεων της «ΤΔΒΚ» και κατά προέκταση της ίδιας της «ΤΔΒΚ». Το Σχέδιο διακήρυττε ότι όλες οι πράξεις οποιασδήποτε αρχής στην νήσο Κύπρο (με την εξαίρεση των περιοχών των Αγγλικών βάσεων) θα αναγνωρίζονταν ως έγκυρες, εκτός αν η υπό εξέταση συγκεκριμένη πράξη ήταν ασύμβατη με το διεθνές δίκαιο, ανεξάρτητα από το ζήτημα της νομιμότητας της σχετικής αρχής. Εξίσου σοβαρό είναι το ότι οι προβλέψεις του Σχεδίου σχετικά με τους Τούρκους έποικους δε φαίνεται να ήταν συμβατές με το διεθνές δίκαιο[8]. Κατ’ αρχήν, το Σχέδιο επέτρεπε στους εποίκους να ψηφίσουν στο Τουρκοκυπριακό δημοψήφισμα, παρόλο που οι έποικοι συνιστούν πλέον την πλειοψηφία των κατοίκων του βορρά και παρόλο που με αυτό αναγνωριζόταν με συνταγματική ισχύ μια παράνομη συνέπεια μιας παράνομης επίθεσης. Ο ΟΗΕ δεν έχει δεχθεί εποίκους να ψηφίζουν σε εσωτερικές εκλογές αυτοδιάθεσης σε άλλες περιπτώσεις, όπως στη Δυτική Όχθη και τη Γάζα, στη Δυτική Σαχάρα και στο Ανατολικό Τιμόρ. Κατά δεύτερον, η κατάσταση των εποίκων νομιμοποιείται επιπλέον από το γεγονός ότι επιτρέπεται σε ένα μεγάλο αριθμό από αυτούς να παραμείνουν στο βορρά. Είναι προφανές ότι σε οποιαδήποτε επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς, οι έποικοι πρέπει να αντιμετωπίζονται με τρόπο συνεπή προς το διεθνές δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Εκ των πραγμάτων το θέμα των εποίκων είναι διαφορετικό από αυτό του σημαντικού αριθμού Τουρκικών στρατευμάτων στην κατεχόμενη Βόρεια Κύπρο. Η παρουσία τέτοιων στρατευμάτων υπό την παρούσα κατάσταση αποτελεί ξεκάθαρη προσβολή προς τις αρχές της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων καθώς και σύμβολο επιθετικότητας. Θα πρέπει να αποσυρθούν.
4. Ο Σεβασμός των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
α) Η Έννοια της Αρχής
15. Η Αρχή του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων απαιτεί η κυβέρνηση να προωθεί και να σέβεται πλήρως τα βασικά ατομικά δικαιώματα και τις ατομικές ελευθερίες που απορρέουν από τις διεθνείς συμβάσεις, την ευρωπαϊκή έννομη τάξη και από τα εθνικά συντάγματα. Τα ανθρώπινα δικαιώματα παίζουν έναν κρίσιμο ρόλο στο διεθνές δίκαιο και στο ευρωπαϊκό δίκαιο. Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα δεσμεύει την Κύπρο και την Τουρκία. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει υποστηρίξει σε αρκετές περιπτώσεις ότι από το 1974 η Τουρκία είναι άμεσα υπεύθυνη για συνεχείς παραβιάσεις βασικών θεμελιωδών δικαιωμάτων με την κατοχή του βορείου τμήματος της Κύπρου, την παρεμπόδιση εκτοπισμένων Ελληνοκύπριων πολιτών να επιστρέψουν στα σπίτια και στην ιδιοκτησία τους ή να έχουν πρόσβαση σε αυτά και να τα απολαμβάνουν, με την έλλειψη έρευνας για τη τύχη των χιλιάδων αγνοουμένων και με την αποτυχία της να προστατέψει την ανεξιθρησκία και την ελευθερία έκφρασης. Αυτές οι αποφάσεις, των οποίων το εύρος και η βαρύτητα είναι πρωτοφανή, δεν έχουν υλοποιηθεί ακόμη[9]. Επιπλέον, τα δικαιώματα που βρίσκονται ενσωματωμένα στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση αποτελούν θεμελιώδεις αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία βασίζεται στις αρχές της ελευθερίας, της δημοκρατίας, του σεβασμού για τα ανθρώπινα δικαιώματα και στο κράτος δικαίου[10]. Η Ευρωπαϊκή έννομη τάξη, κατά συνέπεια, τόσο μέσα από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, όσο και μέσα από το κοινοτικό κεκτημένο, μας εφοδιάζει με το πιο αυστηρό και πιο αποτελεσματικό σύστημα προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των μειονοτήτων διεθνώς. Επιπλέον, τόσο η Κύπρος όσο και η Τουρκία μετέχουν στη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και του Πολίτη, της οποίας το άρθρο 1 κατοχυρώνει το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, και στη Διεθνή Σύμβαση για την Εξάλειψη των Φυλετικών Διακρίσεων.
β) Οι ανεπάρκειες του Σχεδίου Αννάν
16. Με το Σχέδιο Αννάν, σοβαροί περιορισμοί πολιτικών και αστικών δικαιωμάτων και της ελευθερίας εγκατάστασης, παραβιάσεις της απαγόρευσης φυλετικών διακρίσεων και έντονες παραβιάσεις δικαιωμάτων ιδιοκτησίας και σεβασμού της κατοικίας, θα διατηρούνταν, ακόμα και θα διαιωνίζονταν, για όλους τους Κύπριους πολίτες και για πολλές δεκαετίες. Σε κάποιες δε περιπτώσεις, ακόμα και μόνιμα (π.χ. σε ότι αφορά το δικαίωμα επιλογής τόπου διαμονής και το δικαίωμα επιστροφής στην κατοικία). Το θέμα των εποίκων έχει αναφερθεί παραπάνω (παράγραφος 14). Το Σχέδιο Αννάν θα εμπόδιζε το δικαίωμα όλων των εκτοπισμένων Ελληνοκύπριων να επιστρέψουν στα σπίτια τους και θα μείωνε σημαντικά το δικαίωμα των Ελληνοκυπρίων οι οποίοι έχουν περιουσία στο βορρά να ανακτήσουν την περιουσία τους[11]. Επιπλέον το Σχέδιο Αννάν επιχειρούσε να αρνηθεί και να καταργήσει το δικαίωμα προσφυγής στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων από τους κατόχους περιουσίας οι οποίοι είχαν στερηθεί των δικαιωμάτων τους ( όπως καθόρισε το Δικαστήριο), ανακηρύσσοντας την «Ενωμένη Δημοκρατία της Κύπρου» ως υπεύθυνο αρμόδιο κράτος, απαλλάσσοντας έτσι την Τουρκία και ορίζοντας ότι οι ήδη υπάρχουσες πρόσφυγες θα πρέπει να παραγραφούν με το επιχείρημα ότι με το Σχέδιο Αννάν προβλέπονταν επαρκείς αποζημιώσεις. Παράλληλα, το Άρθρο 6 του Παραρτήματος ΙΧ της Ιδρυτικής Συμφωνίας που περιέχεται στο Σχέδιο Αννάν προέβλεπε να ζητηθεί η επικύρωση του σχεδίου από την ΕΕ, όπως αυτό θα γινόταν αποδεκτό από τα ενδιαφερόμενα μέρη, και η υιοθέτησή του ως πρωτογενούς δικαίου. Κάτι τέτοιο αποσκοπούσε στο να αποκλείσει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο να κρίνει τη συμβατότητα του Σχεδίου με τις θεμελιώδεις αρχές της ΕΕ.
5. Δημοκρατία
α) Η Σημασία της Αρχής
17. Η δημοκρατία αφορά στην εγκαθίδρυση και συνεχή ύπαρξη μιας γνήσια αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης υπόλογης στο λαό. Απαιτεί την αποδοχή από τους πολίτες των βασικών κανόνων που διέπουν τη δημιουργία και οργάνωση ενός κράτους και τις σχέσεις του με τους πολίτες. Απαιτεί επιπλέον τον πλήρη σεβασμό της βούλησης του λαού, όπως αυτή εκφράζεται από τους ψηφοφόρους και/ή από τους νόμιμους αντιπροσώπους τους. Η δημοκρατία βασίζεται στον κανόνα της πλειοψηφίας, με πλήρη αναγνώριση και εφαρμογή των δικαιωμάτων του ατόμου, των μειονοτήτων και των ομάδων, όπως απαιτείται. Η αρχή της δημοκρατίας αποτελεί ένα συνεχώς αυξανόμενης σημασίας μέρος του διεθνούς δικαίου και βρίσκεται στην καρδιά του ευρωπαϊκού δικαίου. Το Άρθρο 3 του Καταστατικού Χάρτη αναφέρεται σε πλουραλιστική δημοκρατία, σεβασμό για τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κράτος δικαίου ως αρχές του συστήματος του Συμβουλίου της Ευρώπης[12], ενώ το άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση διακηρύσσει τις αρχές της ελευθερίας, της δημοκρατίας, του σεβασμού στα ανθρώπινα δικαιώματα και του κράτους δικαίου ως θεμελιώδεις αρχές της Ένωσης[13].
β) Οι ανεπάρκειες του Σχεδίου Αννάν
18. Η διαδικασία του Σχεδίου Αννάν, σύμφωνα με την οποία συμφωνίες, συντάγματα και νόμοι επιζητείται να επιβληθούν σε ένα ανεξάρτητο κράτος χωρίς να είναι το αποτέλεσμα μιας δημοκρατικής νομοθετικής διαδικασίας ή διαλόγου, δεν μπορεί να είναι σύμφωνη με την αρχή της δημοκρατίας. Όπως σύμφωνη με την αρχή αυτή δεν μπορεί να είναι ούτε η αριθμητική εξίσωση μεταξύ δυο δημογραφικά άνισων κοινοτήτων[14]. Ένα συνταγματικό και θεσμικό πλαίσιο το οποίο απαιτεί την αμοιβαία συναίνεση των αντιπροσώπων και των δύο εθνοτικών κοινοτήτων σε όλα τα επίπεδα διακυβέρνησης και σε κάθε μία από τις τρεις παραδοσιακές εξουσίες (νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική) εξασφαλίζει μόνιμο δικαίωμα αρνησικυρίας (βέτο) τόσο στην πλειοψηφία όσο και στην μειοψηφία. Η μετάθεση της τελικής απόφασης σε ξένους πολίτες σε περίπτωση αδιεξόδου μέσα σε όργανα βαρυσήμαντα όπως το Ανώτατο Δικαστήριο και άλλα[15] βρίσκεται σε πλήρη αντίφαση με την αρχή της δημοκρατίας.
19. Στις 24 Απριλίου 2004 76% των ψηφοφόρων της Κυπριακής Δημοκρατίας στην περιοχή που ελέγχεται από την Κυβέρνηση απέρριψαν το Σχέδιο Αννάν. Αυτή η απόφαση πρέπει να γίνει αποδεκτή από όλους ως μια έγκυρη άσκηση της δημοκρατίας και του δικαιώματος αυτοδιάθεσης.
6. Το Κράτος Δικαίου
α) Η Έννοια Της Αρχής
20. Το κράτος δικαίου στο διεθνές δίκαιο προβλέπει ότι όλες οι επίσημες δραστηριότητες πρέπει να επιχειρούνται με τρόπο συμβατό με τις αρχές του δικαίου. Επίσης σημαίνει ότι νόμιμες διαδικασίες πρέπει να καθιερώνονται και να γίνονται σεβαστές προκειμένου οι αρχές του δικαίου να λειτουργούν αποτελεσματικά, έτσι ώστε, για παράδειγμα, η αρχή της δίκαιης δίκης να είναι ουσιαστική. Όπως έχει σημειωθεί παραπάνω (παράγραφος 15), τόσο το Συμβούλιο της Ευρώπης, όσο και η Ευρωπαϊκή Ένωση βασίζονται μεταξύ άλλων πάνω στην αρχή του κράτους δικαίου.
21. Δεν μπορεί να υπάρξει διεθνής νομιμότητα σε έδαφος παράνομα κατεχόμενο από ξένη δύναμη. Πράγματι, το γεγονός ότι ένα κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης εμποδίζεται από την άσκηση της κυριαρχίας πάνω σε μέρος του διεθνώς αναγνωρισμένου εδάφους του θέτει σε αμφισβήτηση την ίδια την Ευρωπαϊκή νομιμότητα.
β) Οι ανεπάρκειες του Σχεδίου Αννάν
22. Το Σχέδιο Αννάν πρότεινε την αντικατάσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας με ένα νέο κράτος το οποίο δύσκολα θα μπορούσε να προσφέρει μια σταθερή κυβέρνηση, καθώς θα ενείχε το στοιχείο της αστάθειας, όπως έχει σημειωθεί παραπάνω. Επιπλέον, οι περιορισμοί των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της δυνατότητας ελεύθερης επιδίωξής τους σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και υπό το καθεστώς της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων που απορρέουν από τις διεθνείς συνθήκες που δεσμεύουν την Κύπρο (π.χ. Διεθνείς Συμβάσεις για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα), θα προσέβαλλαν σοβαρώς τις έννοιες της ορθής απονομής δικαιοσύνης και του κράτους δικαίου.
Ο Δρόμος προς τα Εμπρός : Μια Συντακτική Συνέλευση για την Κύπρο
23. Με βάση το Σύνταγμα του 1960, η Κυπριακή Δημοκρατία είναι το μόνο διεθνώς αναγνωρισμένο και νόμιμο πολιτειακό σύστημα διακυβέρνησης της νήσου Κύπρου. Η ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση την έχει θέσει υπό την προστασία της, έτσι ώστε οποιαδήποτε λύση του Κυπριακού να πρέπει να αρχίζει με βάση τους υπάρχοντες θεσμούς και την έννομη τάξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως αυτή είναι αποδεκτή από το λαό της και διεθνώς νομιμοποιημένη. Από εκεί και πέρα πρέπει να βρεθούν πρόσφοροι τρόποι και μέσα για να προσαρμόσουν τους ήδη υπάρχοντες θεσμούς και το δίκαιο, λαμβάνοντας υπόψιν τη βούληση του λαού ως συνόλου περιλαμβάνοντας όλες τις κοινότητες, έτσι ώστε να ανακτηθεί η δημοκρατική βάση και η πλήρης κυριαρχία στο διεθνώς αναγνωρισμένο έδαφος της Δημοκρατίας.
24. Μια δημοκρατική διαδικασία αυτόνομης σύνταξης Συντάγματος, η οποία να συμπεριλαμβάνει διάφορα βήματα, θα επέτρεπε στο λαό της Κύπρου να ξεπεράσει το παρόν αδιέξοδο και να ανακαλύψει μέσα και μέτρα τα οποία τελικά θα οδηγήσουν σε επανασύνδεση και συμφιλίωση σύμφωνη με τις προαναφερθείσες θεμελιώδεις αρχές. Η Συντακτική Συνέλευση ως όργανο δημοκρατικής συντακτικής εξουσίας έχει ήδη χρησιμοποιηθεί με επιτυχία, κυρίως στην διαδικασία αποαποικιοποίησης. Η σύνταξη Συντάγματος πρέπει να εντάσσεται σε δημοκρατικές πολιτικές διαδικασίες και όχι χωρίς αυτές.
25. Μια Συντακτική Συνέλευση για την Κύπρο, είτε δημοκρατικά εκλεγμένη, είτε ορισμένη έτσι ώστε να αντικατοπτρίζει ορθά την βούληση των ψηφοφόρων και την προοπτική διαφορετικών κοινοτήτων όλου του νησιού, πρέπει να έχει την αποκλειστική ευθύνη για την σύνταξη και υιοθέτηση ενός νέου Συντάγματος για την Κύπρο, το οποίο να βασίζεται στο ήδη υπάρχον Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας του 1960 και το οποίο τελικά να τροποποιεί ή να υποκαθιστά.
26. Τα μέλη της Συντακτικής Συνέλευσης πρέπει να έχουν απόλυτη ελευθερία και ευθύνη ως προς την επιλογή του πολιτεύματος, είτε αυτό είναι προεδρικό, κοινοβουλευτικό, ή ένας συνδυασμός των δύο· ως προς την εξεύρεση εδαφικών διευθετήσεων μέσω ενός κατάλληλου σχεδίου αποκέντρωσης- σε περιοχές, περιφέρειες, κοινότητες ή παρεμφερή- και ως προς την διαμόρφωση διαδικασιών ικανών να προστατεύσουν αποτελεσματικά τα δικαιώματα των μειονοτήτων και των ανθρώπων, προς όφελος του λάου όλων των κοινοτήτων της Κύπρου. Γνωματεύσεις και βοήθεια για την Συνέλευση ή τα μέλη της μπορούν να αναζητηθούν από εμπειρογνώμονες από το εσωτερικό της Κύπρου και το εξωτερικό. Τα μόνα νομικά όρια της κυρίαρχης συντακτικής εξουσίας της Συνέλευσης είναι η αυστηρή συμμόρφωση με τις Ευρωπαϊκές αρχές και το κοινοτικό κεκτημένο, και με τα διεθνή πρότυπα σχετικά με τα δικαιώματα του ανθρώπου και την προστασία των μειονοτήτων που πηγάζουν από το διεθνές δίκαιο και από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και άλλα Ευρωπαϊκά θεσμικά μέσα[16].
27. Το νέο Σύνταγμα, όπως θα διαμορφωθεί από τη Συνέλευση, θα πρέπει να υποβληθεί σε ξεχωριστά παράλληλα δημοψηφίσματα , τα οποία θα διεξαχθούν στις δύο μεριές του νησιού, σύμφωνα με την εμπειρία της 24 Απριλίου 2004[17]. Μόνο ο λαός της Κύπρου μπορεί να επιφέρει την νομιμότητα που είναι αναγκαία για μια νέα αρχή. Οποιαδήποτε λύση του Κυπριακού πρέπει να είναι νόμιμη και νομιμοποιημένη και πρέπει να βασίζεται πάνω στη μόνη ισχύουσα συνταγματική βάση που αναγνωρίζεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από την διεθνή κοινότητα, και αυτό είναι το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας του 1960. Οι διαδικασίες που θα ρυθμίζουν την εκλογή ή τον ορισμό της Συντακτικής Συνέλευσης, τη σύνθεση της και τη λειτουργία της, καθώς και την διεξαγωγή των δημοψηφισμάτων για το Σύνταγμα, θα πρέπει να προβλέπονται από τροπολογίες στο Σύνταγμα του 1960. Προτείνεται επιπλέον η διαδικασία της Συντακτικής Συνέλευσης να διεξαχθεί υπό την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Συστάσεις
28. Το Διεθνές Συμβούλιο Εμπειρογνωμόνων αναζητά μια δίκαιη και έντιμη λύση για την Κύπρο, η οποία να επιτρέπει στις κοινότητες να επιτύχουν συμφιλίωση και ένα ειρηνικό και ευήμερο μέλλον. Κατά συνέπεια συνιστά την τήρηση των Θεμελιωδών Αρχών του Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Δικαίου όπως αναφέρονται παραπάνω σε όλους τους αρμόδιους διεθνείς θεσμούς, συμπεριλαμβανόμενου του ΟΗΕ, του Συμβουλίου της Ευρώπης, του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη, αλλά ιδιαίτερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση υπό το πρίσμα της ιστορικής ευκαιρίας που της παρουσιάζεται με την πρόσφατη ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας και την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία.
29. Το Διεθνές Συμβούλιο Εμπειρογνωμόνων συνιστά:
α) Την αναγνώριση των παραπάνω Θεμελιωδών Αρχών από τα μέρη τα οποία εμπλέκονται στην αναζήτηση ειρήνης, δικαιοσύνης και ασφάλειας στην Κύπρο.
β) Την υιοθέτηση ενός ψηφίσματος από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (και άλλους αρμόδιους διεθνείς θεσμούς) στο οποίο να επαναβεβαιώνονται οι Θεμελιώδεις Αρχές.
γ) Τη σύσταση μέσα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (και σε άλλους αρμόδιους διεθνείς θεσμούς) ενός εποπτικού μηχανισμού μέσω του οποίου να διασφαλίζεται η συμβατότητα με τις Θεμελιώδεις Αρχές οποιουδήποτε διακανονισμού προτείνεται για την Κύπρο.
δ) Τη δημιουργία μιας Συντακτικής Συνέλευσης υπό την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στη βάση του Κυπριακού Συντάγματος του 1960, η οποία να φέρει σε επαφή τα άμεσα ενδιαφερόμενα μέρη με σκοπό την εξεύρεση μιας επίλυσης συμβατής με τις Θεμελιώδεις Αρχές.
Συμπέρασμα
30. Η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχει μεταβάλει ριζικά τους εσωτερικούς όσο και εξωτερικούς παράγοντες του Κυπριακού. Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι είναι τώρα πια πολίτες της Ένωσης, απολαμβάνουν τα δικαιώματα που πηγάζουν από την Ευρωπαϊκή έννομη τάξη και υπόκεινται στα καθήκοντα που πηγάζουν από αυτή. Η Κυπριακή Δημοκρατία είναι κράτος-μέλος και κατά συνέπεια είναι μία από τους «Κύριους των Συνθηκών».
31. Εάν το Σχέδιο Αννάν είχε γίνει αποδεκτό και είχε τεθεί σε εφαρμογή πριν από την ένταξη, η ίδια η ένταξη θα είχε στηριχτεί σε πολύ ασταθείς νομικές βάσεις, καθώς η Ένωση θα είχε ενσωματώσει ένα νέο κράτος-μέλος το οποίο δεν θα είχε καν υπογράψει τη συμφωνία ένταξης, ενώ παράλληλα η Κυπριακή Δημοκρατία, η οποία θα είχε υπογράψει τη συμφωνία, θα είχε πάψει να υπάρχει. Τώρα που η ένταξη έχει γίνει πραγματικότητα, η κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω ενός αναθεωρημένου Σχεδίου Αννάν είναι εκ των πραγμάτων αδύνατη λόγω της ύπαρξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
32. Η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται αντιμέτωπη με την ιστορική ευκαιρία και την ειδική ευθύνη να προωθήσει μια νέα διαδικασία δημοκρατικής συντακτικής διαδικασίας στην Κύπρο και να πείσει όλες τις κοινότητες να λάβουν μέρος σε αυτή τη διαδικασία. Κατ’αυτόν τον τρόπο η Ευρωπαϊκή Ένωση θα εξασφάλιζε την εφαρμογή των δικών της αρχών και αξιών, καθώς και αυτών του διεθνούς δικαίου γενικότερα, μέσα στα εδάφη ενός κράτους-μέλους της.
******
Παράρτημα : Άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση
Άρθρο 6
1. Η Ένωση βασίζεται στις αρχές της ελευθερίας, της δημοκρατίας, του σεβασμού των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών και του κράτους δικαίου, αρχές οι οποίες είναι κοινές στα κράτη μέλη.
2. Η Ένωση σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, και όπως προκύπτουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, ως γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου.
3. Η Ένωση σέβεται την εθνική ταυτότητα των κρατών μελών της.
4. Η Ένωση διαθέτει τα μέσα που απαιτούνται για την επίτευξη των στόχων της και για την επιτυχή εφαρμογή των πολιτικών της.
******
Σύνθεση Διεθνούς Συμβουλίου Εμπειρογνωμόνων*
1. Professor Auer Andreas, Switzerland
Professor of Constitutional Law, University of Geneva
2. Professor Bossuyt Mark, Belgium
Professor of International Law, University of Antwerp
3. Professor Burns Peter, Canada
Former Dean of the UBC Law Faculty,
Professor of Law, University of British Columbia, Vancouver
4. Professor Dr. Alfred De Zayas, United States of America
Geneva School of Diplomacy
Former Secretary, UN Human Rights Committee
5. Professor Helmons Silvio-Marcus, Belgium
Emeritus Professor of Universite Catholique de Louvain, Public International Law and Human Rights
6. Professor Dr. Dr.h.c. Oberndoerfer Dieter, Germany
Professor Emeritus, Political Science, University of Freiburg
7. Professor Malcolm N Shaw QC, United Kingdom
The Sir Robert Jennings Professor of International Law, University of Leicester
Τα μέλη της Επιστημονικής Ομάδας της Πανελλήνιας Επιτροπής για Ευρωπαϊκή Λύση στην Κύπρο που συμμετείχαν στο διεθνές συμβούλιο:
1. Γιώργος Κασσιμάτης, Πρόεδρος της Επιτροπής, Ομότιμος Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου
2. Παναγιώτης Ήφαιστος, Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων
3. Στέλιος Περράκης, Καθηγητής Διεθνούς Δικαίου
4. Χριστόδουλος Γιαλλουρίδης Αναπλ. Καθηγητή Διεθνούς Πολιτικής
5. Περικλής Νεάρχου, Φιλόλογος, Συντονιστής της Ομάδας
————————-
*Σε μερικές συνεδριάσεις συμμετείχαν, επίσης ο Δικαστής Λουκής Λουκαϊδης και μέλη του «Διεθνούς Συνδέσμου για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κύπρο».
Υποσημειώσεις
[1] Βλ. την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα που αναφερόταν σε τουρκικές παραβιάσεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στις πρώτες δύο προσφυγές της Κύπρου κατά της Τουρκίας, 10 Ιουλίου 1976 και στην τρίτη προσφυγή, 4 Οκτωβρίου 1983 (δημοσιεύτηκε από την Επιτροπή Υπουργών το 1992) και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην απόφαση του σχετικά με την τέταρτη προσφυγή Κύπρου κατά Τουρκίας, 10 Μαΐου 2001. Βλ. Επίσης παρακάτω, παρ.15.
[2] Οντότητα η οποία αναφέρεται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ως «υφιστάμενη τοπική διοίκηση» της Τουρκίας, Λοϊζίδου κατά Τουρκίας, απόφαση 23 Φεβρουαρίου 1995,παρ.62.
[3] Βλ. Επίσης την Διακήρυξη των Αρχών του Διεθνούς Δικαίου Σχετικά με τις Φιλικές Σχέσεις, του 1970, απόφαση 2625 (ΧΧV), και την Διακήρυξη της Μανίλας περί Ειρηνικής Διευθέτησης των Διεθνών Διαφορών, απόφαση 37/590.
[4] Βλ. Το άρθρο 2 του Χάρτη ΟΗΕ και την Διακήρυξη των Αρχών του Διεθνούς Δικαίου Σχετικά με τις Φιλικές Σχέσεις του 1970.
[5] Βλ. Το Άρθρο 2(4) του Χάρτη ΟΗΕ, Κεφάλαιο VII του Χάρτη ΟΗΕ και την απόφαση 3314(ΧΧΙΧ) περί Ορισμού της Επίθεσης
[6] Βλ. Τις Αρχές της Νυρεμβέργης και τα καταστατικά των Δικαστηρίων για τα Εγκλήματα Πολέμου για την πρώην Γιουγκοσλαβία και τη Ρουάντα και το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο.
[7] Βλ. Επίσης την απόφαση 83(13) της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης και την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην υπόθεση Κύπρος κατά Τουρκίας , 10 Μαΐου 2001.
[8] Βλ. Γνωμοδότηση του Διεθνούς Δικαστηρίου σχετικά με τις Νόμιμες Συνέπειες της Οικοδόμησης Τείχους στα Κατεχόμενα Εδάφη της Παλαιστίνης, 9 Ιουλίου 2004, παρ. 119 και ακόλουθες.
[9] Πιο σημαντική, η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Κύπρος εναντίον Τουρκίας, 10 Μαΐου 2001.
[10] Βλ. την υπόθεση Rutili, 1975, ΕΔΑΔ 1219 και άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, 1999 (βλ. και Παράρτημα αυτού του κειμένου).
[11] Αυτή η κατάσταση θα ερχόταν επίσης σε σύγκρουση με αρκετές αποφάσεις του ΟΗΕ σχετικά με το δικαίωμα επιστροφής, βλ. ειδικότερα την μελέτη της Υπό-Επιτροπής του ΟΗΕ για την Προώθηση και Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Ειδικού Εισηγητή Awn Shawkat Al Kassawneh περί της «Διάστασης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στις Μετακινήσεις Πληθυσμών», E/CN.4/Sub.2/1997/23.
[12] Βλ. επίσης τον Χάρτη των Παρισίων, 1990.
[13] Το οποίο αναπαράγεται στο Παράρτημα αυτού του κειμένου. Βλ. επίσης την Διακήρυξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σχετικά με την Αναγνώριση Νέων Κρατών,1991.
[14] Βλ. παραπάνω, παρ.5.
[15] Βλ. παραπάνω, παρ. 8.
[16] Για παράδειγμα η Σύμβαση Πλαίσιο για την Προστασία των Εθνικών Μειονοτήτων, 1995, στην οποία η Κύπρος είναι συμβαλλόμενο μέρος.
[17] Αλλά χωρίς τη συμμετοχή των Τούρκων εποίκων, βλ. παραπάνω παρ.14