Καθώς τελείωνε ο 19ος αιώνας, η εξωτερική πολιτική στην Ευρώπη καθοδηγούνταν όλο και περισσότερο από υπουργικά συμβούλια παρά από φεουδαρχικούς ηγέτες, θέτοντας υπό αμφισβήτηση τους δεσμούς μεταξύ των βασιλικών οικογενειών ανά την Ευρώπη. Όπως παρατήρησε ο Λόρδος Palmerston -κορυφαίος πολιτικός της εποχής του- τα κράτη δεν έχουν μόνιμους φίλους. Έχουν μόνιμα συμφέροντα. Σήμερα, το ρητό του Palmerston μοιάζει σωστό μόνο κατά το ήμισυ: τα μόνιμα συμφέροντα που είδε ως “κλειδί” για την εξωτερική πολιτική συνδυάζονται με άλλους σχετικούς παράγοντες -συμπεριλαμβανομένων των κύριων αξιών ή των προτιμήσεων στους κανόνες και των διαδικασιών δέσμευσης με άλλους, καθώς και ένα κοινό ιστορικό συνεργασίας και ανταπόκρισης. Μαζί, αυτά τα συμφέροντα και άλλοι παράγοντες, καθορίζουν τις σχέσεις και την αλληλεπίδραση μεταξύ των κρατών.
Στις αρχές του 21ου αιώνα, ο κόσμος του Palmerston φαίνεται να έχει επιστρέψει, με την αναζωπύρωση της γεωπολιτικής και της αντιπαλότητας για την εξουσία. Παρόλα αυτά, η ΕΕ έχει αναπτυχθεί ως ένα πολιτικό σύστημα που μετά βίας θα ήταν πιο διαφορετικό από τις ευέλικτες συμμαχίες της εποχής του. Η Ένωση ενσωματώνει τα μεγάλα και μικρά κράτη, σε ένα ενιαίο νομικό και θεσμικό πλαίσιο που συχνά ευνοεί τα μικρά κράτη, και περιορίζει την εξουσία των ισχυρών μέσω του κράτους δικαίου. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι τα συμφέροντα των κρατών-μελών της ΕΕ και οι προτιμήσεις θα ευθυγραμμίζονται πάντα μεταξύ τους. Έχει ενδιαφέρον ότι μια σειρά από ισχυρές διμερείς σχέσεις και προσδοκίες χωρίς ανταπόκριση, καθορίζουν την σύγχρονη ΕΕ.
Όπως καταδεικνύεται στο κεφάλαιο των προτιμήσεων στο EU Coaliton Explorer του ECFR, η Ένωση περιλαμβάνει μια μείξη ισορροπημένων και μη ισότιμων σχέσεων. Μια ισχυρή σχέση περιλαμβάνει μεγάλη συναίνεση και αμοιβαία δέσμευση μεταξύ δύο χωρών. Για παράδειγμα, οι ερωτηθέντες από δύο κράτη-μέλη σε μια τέτοια σχέση, ανέφεραν ότι οι χώρες τους έχουν κοινά συμφέροντα η μία με την άλλη πολύ πιο συχνά από ό,τι έχουν με άλλες χώρες της ΕΕ.
Οι μη ισότιμες σχέσεις περιλαμβάνουν ένα υψηλό επίπεδο δέσμευσης από τη μια πλευρά, που δεν είναι αμοιβαίο για την άλλη. Για παράδειγμα, στην έρευνα, το 24% των ψήφων από τους Δανούς ερωτηθέντες, φέρει τη Σουηδία ότι ενδιαφέρεται να έχει καλές σχέσεις με τη Δανία, ενώ μόλις το 11% των Σουηδών θεωρεί ότι η Δανία ανταποκρίνεται καλά στις σχέσεις με τη Σουηδία. Σύμφωνα με τις ψήφους των Σουηδών, η Φινλανδία, η Γερμανία, η Ολλανδία και η Εσθονία, αποδείχθηκαν πιο θετικές στο να έχουν σχέσεις με τη Δανία.
Ομοϊδεάτισσες χώρες
Κρίνοντας από τα κράτη-μέλη που έχουν ισχυρές σχέσεις, μια κοινή γειτονία φαίνεται συχνά να είναι ένας βασικός παράγοντας για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Η έρευνα απέδειξε ότι η Γαλλία και η Γερμανία έχουν θετικές σχέσεις. Κάθε χώρα αναγνωρίζει την αξία του να συνεργάζεται στενά με την άλλη, συμπληρώνοντας την αναγνώριση από όλα τα κράτη-μέλη, ότι είναι βασικοί εταίροι. Όπως η γαλλό-γερμανική σχέση, η σχέση μεταξύ Ολλανδίας και Γερμανίας είναι ισχυρή, και αυτή μεταξύ Σουηδίας και Φινλανδίας.
Τα μόνα άλλα ζευγάρια χωρών που ανταποκρίνονται μεταξύ τους ανά την Ευρώπη, είναι τα μέλη της ομάδας του Βίζεγκραντ. Η Πολωνία έχει συνάψει μια ισχυρή εταιρική σχέση με την Ουγγαρία, καθώς και η Τσεχία με τη Σλοβακία. Υπάρχει ένα εξαιρετικά υψηλό επίπεδο συναίνεσης μεταξύ του καθενός ζευγαριού, αλλά η έρευνα δείχνει ότι δεν υπάρχει συγκρίσιμη συναίνεση μεταξύ τους. Αυτό υποδηλώνει ότι η ομάδα του Βίζεγκραντ είναι μια σχέση 2+2 που περιλαμβάνει κάποια εσωτερική αντιπαλότητα και διαφωνία -κάτι το οποίο μπορεί να περιορίσει σημαντικά τις συλλογικές επιπτώσεις στα μέλη της. Ενώ οι σχέσεις μεταξύ των χωρών της Βαλτικής είναι στενές, δεν είναι πάντα ισορροπημένες. Αν και η έρευνα παρέχει περαιτέρω στοιχεία ότι η Ελλάδα και η Κύπρος έχουν μια στενή σχέση, οδηγεί ακόμη και στο απροσδόκητο συμπέρασμα ότι η Ισπανία είναι πιο στενά συνδεδεμένη με τη Γαλλία παρά με την Ιταλία.
Η Δανία, η Αυστρία, η Ιρλανδία, η Ρουμανία, η Βουλγαρία, η Κροατία και η Σλοβενία φαίνεται να μην έχουν στενούς εταίρους στην ΕΕ. Στο μεταξύ, το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο, η Ιταλία και η Λιθουανία, φαίνεται να έχουν μόνο έναν στενό εταίρο η κάθε μία. Ως εκ τούτου, αυτές οι χώρες έχουν σχετικά αδύναμες ή μη ισορροπημένες σχέσεις με άλλα κράτη-μέλη. Για παράδειγμα, η Ιρλανδία πιο συχνά επικοινωνεί με το Ηνωμένο Βασίλειο κι τη Γερμανία, αλλά το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γερμανία πιο συχνά επικοινωνούν με χώρες άλλες, εκτός της Ιρλανδίας. Ομοίως, οι Ιρλανδοί θεωρούν ότι έχουν μεγαλύτερα κοινά συμφέροντα με τους Ολλανδούς από ό,τι με τους Βρετανούς, αλλά οι Ολλανδοί δεν το θεωρούν αυτό για τους Ιρλανδούς. Το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ολλανδία βρίσκονται στην κορυφή της λίτας της Ιρλανδίας με τους εταίρους με τη μεγαλύτερη ανταπόκριση -μια αντίληψη με την οποία το Ηνωμένο Βασίλειο συμφωνεί με μετριοπάθεια, αλλά η Ολλανδία όχι.
Απογοητευτικά κράτη-μέλη της ΕΕ
Η έρευνα των 28 της ΕΕ επίσης αποκαλύπτει ποια κράτη-μέλη είναι η μεγαλύτερη πηγή απογοήτευσης για τους φορείς χάραξης πολιτικής της ΕΕ και τους εμπειρογνώμονες. Για παράδειγμα, το 5% των Γάλλων δηλώνει απογοητευμένο με τη Γερμανία, ενώ μηδενικό είναι το αντίστοιχο ποσοστό των Γερμανών για τη Γαλλία. Οι Γάλλοι εμφανίζονται ιδιαίτερα απογοητευμένοι με την Πολωνία, που λαμβάνει το 22% των γαλλικών ψήφων. Η Γερμανία είναι απογοητευμένη με την Ουγγαρία (22%), την Πολωνία (22%) και το Ηνωμένο βασίλειο (22%).
Σε ολόκληρη την ΕΕ ως σύνολο, οι ερωτηθέντες θεωρούν ότι η Ουγγαρία είναι μέχρι στιγμής το πιο απογοητευτικό κράτος-μέλος , και η Πολωνία και το Ηνωμένο Βασίλειο βρίσκονται μαζί στη δεύτερη θέση. Αν και οι ερωτηθέντες το 2016 απάντησαν ότι η Ελλάδα είναι μία από τις μεγαλύτερες πηγές ανησυχίας, αυτή η αντίληψη έχει υποχωρήσει τώρα. Αυτές οι τάσεις ισχύουν για διάφορες ομάδες κρατών-μελών: τις έξι ιδρυτικές χώρες, τις έξι μεγάλες χώρες, τις επτά μικρές εύπορες χώρες και τις επτά νότιες χώρες. Ωστόσο, δεν ισχύουν για την ομάδα του Βίζεγκραντ, των οποίων τα μέλη ήταν περισσότερο απογοητευμένα με τη Γαλλία, τη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο (σε μεγάλο βαθμό λόγω της πολύ αρνητικής άποψης της Βουδαπέστης και της Βαρσοβίας για το Παρίσι και το Βερολίνο).
Άλλες αποκλίσεις από την τάση αποτυπώνουν συγκεκριμένα ζητήματα σε διμερείς σχέσεις. Αυτό μπορεί να φανεί στις ψήφους των χωρών που απογοήτευσαν περισσότερο τους ερωτηθέντες, όπου το 18% των ψήφων απο την Ισπανία ψήφισε το Βέλγιο (λόγω του ότι το Βέλγιο φιλοξένησε τον Καταλανό πολιτικό Carles Puigdemont), το 33% των Σλοβένων ψήφισε την Κροατία (λόγω μιας διαφωνίας για κάποια σύνορα στην Αδριατική Θάλασσα) και το 27% των Βούλγαρων και Ρουμάνων ψήφισαν την Ολλανδία (πιθανώς λόγω της διαφωνίας της χώρας για την απόκτηση πρόσβασης στη Συνθήκη του Σένγκεν).
Συνασπισμοί μεταξύ ομοϊδεατισσών χωρών
Αυτά τα πρότυπα θαυμασμού και απογοήτευσης διαδραματίζουν έναν σημαντικό ρόλο στην οικοδόμηση συνασπισμών στην ΕΕ. Κατά κάποιο τρόπο, οι ισχυρές διμερείς σχέσεις είναι η βάση για μεγάλους συνασπισμούς. Το 2018, αυτοί οι δεσμοί έδεσαν τη Γερμανία και τη Γαλλία με την Ολλανδία και την Ισπανία, τη Σουηδία και τη Φινλανδία με τις χώρες της Βαλτικής, την Πολωνία με την Ουγγαρία και τη Σλοβακία με την Τσεχία. Κρίνοντας από το αποτέλεσμα της έρευνας, η Γερμανία και η Γαλλία είναι πιο αποτελεσματικές στην οικοδόμηση συνασπισμών σε σχέση με άλλα κράτη-μέλη. Αυτό οφείλεται στο μοναδικά υψηλό επίπεδο αλληλεπίδρασης με τους συμμάχους της ΕΕ, και με την ευρεία άποψη εντός της ΕΕ ότι είναι τα κράτη-μέλη με την περισσότερη επιρροή και οι πιο σημαντικοί εταίροι στις πρωτοβουλίες ενοποίησης.
Ωστόσο, υπάρχουν περισσότερα για την ΕΕ από ό,τι αυτοί οι συνασπισμοί, οι οποίοι επικεντρώνονται στις σχέσεις που οι ερωτηθέντες είτε ανέφεραν πιο συχνά είτε είδαν ότι συνεπάγονταν ασυνήθιστα υψηλή συναίνεση. Κάποια υψηλά επίπεδα αλληλεπίδρασης και/ή κοινών απόψεων μεταξύ των χωρών -κάτι που επισημάνθηκε από το 10%-20% των ψήφων σε εθνικό επίπεδο- είναι επίσης σημαντικά. Αυτοί οι δεσμοί εξηγούν γιατί η ομάδα του Βίζεγκραντ είναι ικανή να ασκήσει βέτο σε πολιτικές της ΕΕ αλλά όχι να καθορίσει την ατζέντα της ΕΕ: οι δύο υποομάδες της μπορούν να συμφωνήσουν σε κάποια από τα πράγματα που αντιπαθούν, αλλά είναι πολύ διαφορετικές η μία με την άλλη για να συνεργαστούν σε πιο εποικοδομητικές προσπάθειες.
Στο μεταξύ, οι μη ισορροπημένες σχέσεις είναι επίσης σχετικές για τη χημεία μεταξύ των χωρών-μελών, επειδή αποτυπώνουν τις πολιτικές φιλοδοξίες των χωρών και τις προσδοκίες που δεν ευδοκίμησαν. Για παράδειγμα, ως το νεότερο μέλος της ΕΕ, η Κροατία δεν έχει ακόμη ενοποιηθεί με τις προϋπάρχουσες κυβερνήσεις. Για παράδειγμα, η Αυστρία λαμβάνει το 19% και 21% των ψήφων των κροατών για κοινά συμφέροντα και ανταπόκριση αντιστοίχως -αλλά μόλις το 2% και το 6% των Αυστριακών ψήφισαν αντιστοίχως για την Κροατία. Υπήρξε μια παρόμοια ασυμμετρία μεταξύ Αυστριακών και Γερμανών: οι πρώτοι στρέφονταν προς τη Γερμανία πολύ πιο συχνά από ό,τι οι Γερμανοί στην Αυστρία.
Η Δανία μας δίνει άλλο ένα παράδειγμα ανισορροπίας. Φαινομενικά λόγω του Brexit, οι ερωτηθέντες από τη Δανία δεν αναφέρθηκαν πλέον στο Ηνωμένο Βασίλειο ως τον κορυφαίο εταίρο της χώρας το 2018, όπως είχαν κάνει πριν από δύο χρόνια. Επιπλέον, οι άλλοι βασικοί εταίροι της Κοπεγχάγης επιδείκνυαν μικρότερη προσοχή στη Δανία από ό,τι η Δανία σε αυτούς -αν και αυτή η αναντιστοιχία ήταν λιγότερο προφανής από ό,τι στις περιπτώσεις της Κροατίας και της Αυστρίας ή της Αυστρίας και της Γερμανίας. Ενώ οι Γερμανοί ερωτηθέντες αναφέρθηκαν περιστασιακά στη Δανία, η Δανία έλαβε λίγες ψήφους (μεταξύ 10%-20%) από τη Σουηδία και την Ολλανδία.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι στρατηγικές οικοδόμησης συνασπισμών που αποσκοπούν να διευρύνουν τη συμμετοχή σε πρωτοβουλίες της ΕΕ, θα είναι αποτελεσματικές μόνο εάν αντιμετωπίζουν επαρκώς τέτοια κενά στην αμοιβαιότητα. Με την ενσωμάτωση των κρατών-μελών στους υπάρχοντες συνασπισμούς, αυτές οι στρατηγικές θα μπορούσαν να βοηθήσουν αυτές τις χώρες να ξεπεράσουν τη δυσαρέσκειά τους και να δώσουν νέο momentum στο ευρωπαϊκό project.