Πολλά ήταν τα θέματα που απασχόλησαν τους Βλαντιμίρ Πούτιν και Άνγκελα Μέρκελ κατά τη συνάντησή τους το Σάββατο στο κάστρο του Μέζεμπεργκ στα περίχωρα του Βερολίνου: από τον αγωγό φυσικού αερίου Nord Stream 2 και την ουκρανική κρίση μέχρι τις προσπάθειες διάσωσης της διεθνούς συμφωνίας του 2015 για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Όμως ένα συγκεκριμένο θέμα εδινε ιδιαίτερο πλεονέκτημα στον Πούτιν αφού από αυτό εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό η πολιτική επιβίωση της καγκελαρίου στη Γερμανία: οι προσφυγικές ροές από τη Συρία και οι πρωτοβουλίες της Μόσχας για την αντιστροφή τους.
Κατά τις κοινές δηλώσεις των δύο ηγετών, ο Ρώσος πρόεδρος στάθηκε ιδιαίτερα στο πρόβλημα των τουλάχιστον τεσσάρων εκατομμυρίων Σύρων που έχουν βρει καταφύγιο σε χώρες όπως η Ιορδανία, ο Λίβανος και η Τουρκία, τονίζοντας ότι πρόκειται για ένα “δυνάμει τεράστιο βάρος” και για την Ευρώπη. “Για τον λόγο αυτόν”, πρόσθεσε, “πρέπει να κάνουμε τα πάντα για να επαναπατρίσουμε αυτούς τους ανθρώπους”, εξασφαλίζοντας και την αποκατάσταση βασικών υπηρεσιών στη χώρα τους, όπως η ύδρευση και η περίθαλψη. “Νομίζω”, συμπλήρωσε, “ότι όλοι ενδιαφέρονται για αυτό συμπεριλαμβανομένης της Ευρώπης”.
Το “καρότο” της συμμετοχής στην ανοικοδόμηση της Συρίας (οι ανάγκες της οποίας ξεπερνούν τα 400 δισ.) ήταν εμφανές. Όπως και το “μαστίγιο” πιθανών νέων προσφυγικών κυμάτων που θα αποσταθεροποιούσαν τη Γερμανία.
Δύο ημέρες μετά, ο Ρώσος Υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ δεχόταν στη Μόσχα τον Λιβανέζο ομόλογό του Γκεμπράν Μπασίλ, για συνομιλίες επί ευρύτατης γκάμας θεμάτων, ανάμεσα στα οποία ξεχώριζε το ρωσικό σχέδιο για τον “και αξιοπρεπή” επαναπατρισμό των Σύρων πολιτών “που έχουν βρει προσωρινό καταφύγιο στην επικράτεια του Λιβάνου”, όπως το έθεσε κατά την κοινή συνέντευξη τύπου ο επικεφαλής της ρωσικής διπλωματίας. “Έχουν δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις για αυτό και η κατάσταση θα συνεχίσει να βελτιώνεται” πρόσθεσε ο Λαβρόφ, σημειώνοντας ότι το κέντρο υποδοχής κατανομής και φιλοξενίας προσφύγων που έχει δημιουργήσει η Ρωσία στη Συρία βρίσκεται σε επαφή με τις τοπικές αρχές περιοχών που είναι έτοιμες να υποδεχθούν παλιννοστούντες.
Σύμφωνα με τον ίδιο, περίπου 7.000 πρόσφυγες εγκατέλειψαν τον Λίβανο μόνο τον τελευταίο μήνα.
Η Βηρυτός ανταποκρίνεται καταρχήν με ικανοποίηση σε αυτή την πρωτοβουλία, καθώς η φιλοξενία ενός εκατομμυρίου προσφύγων (αριθμού που χοντρικά αντιστοιχεί στο ένα τέταρτο του πληθυσμού του Λιβάνου) δεν συνιστά μόνο αντικειμενική επιβάρυνση αλλά περιπλέκει και τις ισορροπίες του σύνθετου εθνοθρησκευτικού μωσαϊκού της Χώρας των Κέδρων. Άλλωστε, το προσφυγικό ζήτημα είναι μόνο ένα από τα πολλά ζητήματα επί των οποίων η Μόσχα φιλοδοξεί, σε υλοποίηση των φιλοδοξιών της για την ευρύτερη περιοχή, να εντατικοποιήσει τη συνεργασία της με τη Βηρυτό.
Ήδη το ρωσικό σχέδιο επαναπατρισμού αποτέλεσε το αντικείμενο συνομιλιών που είχε τον περασμένο μήνα στην πρωτεύουσα του Λιβάνου ο ειδικός απεσταλμένος του Πούτιν για τη Συρία, Αλεξάντρ Λαβρέντιεφ, ενώ σε δική του επίσκεψη στη Μόσχα τον Ιούνιο ο Λιβανέζος πρωθυπουργός Σαάντ Χαρίρι κατήγγειλε διεθνή συνωμοσία εις βάρος της χώρας του, υποστηρίζοντας ότι η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες αποτρέπει τους εκπατρισμένους Σύρους από την επιστροφή στις εστίες τους.
Τις καταγγελίες αυτές μοιάζει να έχει υιοθετήσει και ο Λαβρόφ, υποδεικνύοντας μάλιστα αμερικανικό δάκτυλο. Για την ακρίβεια, κατά τις κοινές δηλώσεις με τον Μπασίλ, ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών προέβη σε μία πρωτοφανή στα χρονικά επίθεση εναντίον του πολιτικού τμήματος της Γενικής Γραμματείας του ΟΗΕ, το οποίο, όπως είπε, κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2017 μυστική εγκύκλιο προς τις υπηρεσίες των Ηνωμένων Εθνών, καλώντας τες να μην συμμετέχουν σε σχέδια ανοικοδόμησης της συριακής οικονομίας, αλλά να περιορίσουν την εμπλοκή τους αυστηρά στην ανθρωπιστική βοήθεια.
Στο στόχαστρο της ρωσικής διπλωματίας βρίσκεται προφανώς ο επικεφαλής του Πολιτικού Τμήματος και δεύτερος ισχυρότερος αξιωματούχος του ΟΗΕ, ο Αμερικανός Τζέφρι Φέλτμαν, ο οποίος υπήρξε πρεσβευτής των ΗΠΑ στη Βηρυτό κατά τον πόλεμο Ισραήλ-Χεζμπολλάχ το 2006, πριν αναλάβει, επί των ημερών της Χίλαρι Κλίντον, υφυπουργός Εξωτερικών αρμόδιος για τα θέματα της Μέσης Ανατολής.
Από το 2012, οπότε ανέλαβε καθήκοντα στον ΟΗΕ, ο Φελτμαν υπήρξε πρόσωπο-κλειδί για τη διεθνή και τήρηση της συριακής κρίσης και καταγγέλλεται ότι ότι παρασκηνιακά υπονόμευε τις προσπάθειες εξεύρεσης μιας πολιτικής λύσης και προωθούσε το σενάριο της “αλλαγής καθεστώτος” στη Δαμασκό.Η καταγγελία του Λαβρόφ ουσιαστικά αποκαλύπτει ότι ο Φελτμαν είναι ανεξέλεγκτος και ο Γ.Γ. του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες δεν έχει έλεγχο των υφισταμένων του.
Στην παρούσα φάση, η αντιπαράθεση της Μόσχας με τη Δύση για το προσφυγικό, έγκειται στην προσπάθεια μόχλευσης των αυριανών πολιτικών εξελίξεων στη Συρία. Για τη ρωσική πλευρά η προώθηση του επαναπατρισμού των προσφύγων από τις γειτονικές χώρες συνιστά βήμα επιστροφής στην κανονικότητα και επικύρωσης των δεδομένων που προέκυψαν στο πεδίο της μάχης, προς όφελος του προέδρου Μπασάρ Αλ Άσαντ και των Συμμάχων του. Για τους δυτικούς, πάλι, προηγείται η εξεύρεση πολιτικής λύσης, οπως δήλωσε ο εκπρόσωπος τύπου του ΟΗΕ, αλλά και ο Γερμανός κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέφεν Ζάιμπερτ χαρακτηρίζοντας, μετά την αναχώρηση του Πούτιν, “πρόωρη” τη συζήτηση περί ανοικοδόμησης των κατεστραμμένων περιοχών της Συρίας.
Ακόμη και ο κυβερνητικός συνασπισμός του Λιβάνου δεν μπορεί να καταλήξει σε ενιαία θέση επί του θέματος. Από τη μία οι υπηρεσίες ασφαλείας έχουν συστήσει κοινή ομάδα εργασίας με τη Ρωσία και τη Συρία και από την άλλη ο αρμόδιος για τους πρόσφυγες υπουργός δηλώνει ότι δεν υπάρχει συνεργασία. Είναι προφανές ότι οι φιλοδυτικές δυνάμεις του Λιβάνου δεν θέλουν να προβούν σε κινήσεις που θα ισοδυναμούν με πολιτική αναγνώριση του Άσαντ αλλά και ότι η παράταση της παρουσίας των Σουνιτών προσφύγων δεν ενθουσιάζει τη σιιτική οργάνωση Χεζμπολλάχ (συμπολεμιστή του Άσαντ στη Συρία) ή Χριστιανούς πολιτικούς συμμάχους της σαν τον Μπασίλ και τον πεθερό του και Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Μισέλ Αούν.
Η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ εξέδωσε τον Φεβρουάριο έναν κατάλογο προϋποθέσεων (όπως λ.χ. η αμνήστευση των αντιφρονούντων) για ασφαλή επαναπατρισμό των Σύρων προσφύγων, οι οποίες φαίνεται ότι δεν τηρούνται. Συνεπώς, είναι δικαιολογημένη η επιφύλαξη για πρόωρες κινήσεις που ενδεχομένως να τροφοδοτήσουν νέες εντάσεις και πάντως κρύβουν τις πολιτικές εκκρεμότητες κάτω από το χαλί.
Από την άλλη, όμως, είναι σαφές ότι συνεχίζεται και χειραγώγηση από τρίτες δυνάμεις ενός προβλήματος, το οποίο διογκώθηκε με την προσδοκία ότι η δημογραφική αιμορραγία θα επιτάχυνε την προσδοκώμενη “αλλαγή καθεστώτος”.