Κατά γενική αρχή του ασφαλιστικού δικαίου, κρίσιμος χρόνος για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος είναι ο χρόνος επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου, στην περίπτωση δε δικαιώματος που γεννάται από τον θάνατο ασφαλισμένου, κρίσιμος είναι κατ’ αρχήν ο χρόνος του θανάτου του τελευταίου.
Η γενική αυτή αρχή όμως κάμπτεται σε περίπτωση αντίθετης διάταξης νόμου.
Τέτοια είναι η διάταξη της παρ. 7 του άρθρου 3 του ν. 1711/1987. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η αίτηση για συνταξιοδότηση διαζευγμένης θυγατέρας θανόντος ασφαλισμένου ή συνταξιούχου του Ν.Α.Τ., η οποία υποβάλλεται μετά την ημερομηνία κατάθεσης του σχετικού νομοσχεδίου στη Βουλή, κρίνεται κατ’ αρχήν σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 1711/1987, ο οποίος κατήργησε ρητώς το συνταξιοδοτικό δικαίωμα των διαζευγμένων θυγατέρων.
Αν, όμως, η θυγατέρα θανόντος ασφαλισμένου ή συνταξιούχου, πριν από την κατάθεση του ως άνω νομοσχεδίου στη Βουλή, η οποία είχε λάβει, προτού συμπληρώσει το 25ο έτος της ηλικίας της, σύνταξη ως άγαμη ή διαζευγμένη θυγατέρα, σύμφωνα με τις διατάξεις που ίσχυαν πριν από την κατάθεση στη Βουλή του ως άνω νομοσχεδίου, μετά δε τη συμπλήρωση του 45ου έτους της ηλικίας της, εφόσον είναι άγαμη ή έχει διαζευχθεί, αν είχε παντρευτεί, υποβάλει αίτηση για συνταξιοδότηση- αίτηση, με την οποία ζητεί κατ’ ουσίαν να της επαναχορηγηθεί η σύνταξη που της είχε χορηγηθεί στο παρελθόν, αφού από τη συμπλήρωση του 25ου έως τη συμπλήρωση του 45ου έτους το σχετικό δικαίωμα αργούσε – το συνταξιοδοτικό δικαίωμά της κρίνεται με τις ισχύουσες κατά τον χρόνο θανάτου του πατέρα της και προγενέστερες από την κατάθεση στη Βουλή του ως άνω νομοσχεδίου διατάξεις, έστω και αν η αίτησή της για συνταξιοδότηση έχει υποβληθεί μετά την κατάθεση του νομοσχεδίου αυτού στη Βουλή (ΣτΕ 233/2012, 3132/2011, 3101/2009, 134/2007, 3882/2005 κ.ά.).
Στην περίπτωση δηλαδή αυτή δεν έχει εφαρμογή η διάταξη της παρ. 7 του άρθρου 3 του ν. 1711/1987 (ΣτΕ 3101/2009, 134/2007, 3882/2005, 4330/2000 κ.ά.).