Αντικρουόμενα μηνύματα έστειλε χθες η ιταλική κυβέρνηση σε Βρυξέλλες και επενδυτές σχετικά με τα σχέδια που έχει για τον προϋπολογισμό του 2019, με αποτέλεσμα να αυξηθούν οι αποδόσεις των ιταλικών ομολόγων καθώς οι επενδυτές ανησυχούν για το ενδεχόμενο μετωπικής σύγκρουσης Ρώμης και Βρυξελλών το φθινόπωρο.
Ο αντιπρόεδρος της ιταλικής κυβέρνησης και ηγέτης του μεγαλύτερου κόμματος της κυβέρνησης συνασπισμού Λουίτζι ντι Μάιο απαίτησε την άμεση συμπερίληψη στον επόμενο προϋπολογισμό όλων των μέτρων που προωθούν τα δύο κόμματα, με εκτιμώμενο δημοσιονομικό κόστος γύρω στα 120 δισ. ευρώ. Λίγα λεπτά νωρίτερα, ο πρωθυπουργός Τζουζέπε Κόντε είχε δηλώσει πως η Ρώμη θα παρουσιάσει έναν «ρεαλιστικό» προϋπολογισμό και ότι δεν θα διατυπώσει «παράλογες» απαιτήσεις κατά τη διαπραγμάτευση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ο Ιταλός υπουργός Οικονομικών Τζοβάνι Τρία είχε δηλώσει χθες το πρωί πως ο προϋπολογισμός θα είναι «συμβατός» με τους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες.
«Θα πρέπει να εφαρμόσουμε αμέσως τα δύο μέτρα για το εισόδημα των πολιτών και για τον ενιαίο φορολογικό συντελεστή», δήλωσε χθες ο Ντι Μάιο μιλώντας στο τηλεοπτικό δίκτυο La7. Ο ηγέτης του αντισυστημικού Κινήματος των Πέντε Αστέρων αναφέρεται στο ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα ύψους 780 ευρώ τον μήνα για τους φτωχούς Ιταλούς, που αποτελεί τη βασική προεκλογική εξαγγελία του κόμματός του.
Το κόστος αυτού του μέτρου που θα αντικαταστήσει διάφορα άλλα επιδόματα υπολογίζεται στα 17 δισ. ευρώ. Το δεύτερο μέτρο είναι η υιοθέτηση «ενιαίου» φορολογικού συντελεστή 15% για τις επιχειρήσεις και 20% για το ατομικό εισόδημα, και αποτελεί τη βασική προεκλογική υπόσχεση της ακροδεξιάς Λέγκας του Ματέο Σαλβίνι. Το δημοσιονομικό κόστος αυτού του μέτρου υπολογίζεται στα 70 δισ. ευρώ (σε 17 δισ. ευρώ υπολογίζεται το κόστος ανατροπής της μεταρρύθμισης στο συνταξιοδοτικό που είχε εφαρμόσει το 2012 ο τεχνοκράτης πρωθυπουργός Μάριο Μόντι).
Μάλιστα, ο Ντι Μάιο δήλωσε ότι η κυβέρνηση θα ακολουθήσει σκληρή τακτική απέναντι στις Βρυξέλλες, ανάλογη με αυτήν που είχε τηρήσει τον Ιούνιο στο μεταναστευτικό, όταν ο κ. Κόντε είχε απειλήσει να ασκήσει βέτο στα συμπεράσματα της συνόδου κορυφής της Ε.Ε. Ο επικεφαλής του Κινήματος των Πέντε Αστέρων (ο οποίος έχει επισκιαστεί από τον κυβερνητικό του εταίρο, Ματέο Σαλβίνι) δήλωσε ότι η Ιταλία θέλει η Κομισιόν να επιδείξει ευέλικτη στάση, και άφησε να εννοηθεί πως αν αλλάξει η Κομισιόν τον τρόπο με τον οποίον υπολογίζει το δημοσιονομικό έλλειμμα, τότε το πρόγραμμα της κυβέρνησής του δεν θα παραβιάζει τους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες. «Θέλουμε να συζητήσουμε αυτές τις μεταρρυθμίσεις με την Ευρωπαϊκή Ενωση, ώστε να αποκτήσουμε το περιθώριο κινήσεων που θα μας επιτρέψει να εφαρμόσουμε αυτά τα μέτρα… Δεν θα πρέπει να υπάρξει σύγκρουση με την Ε.Ε., αλλά ειλικρινής συζήτηση», κατέληξε ο Ντι Μάιο. Φυσικά, αν η Ρώμη παρουσιάσει προϋπολογισμό με αυξημένες τις δαπάνες κατά 120 δισ. ευρώ, η σύγκρουση με τις Βρυξέλλες και το Βερολίνο θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη, με δυνητικά έντονες αποσταθεροποιητικές συνέπειες.
Ανοδος των αποδόσεων
Οι διαβεβαιώσεις Κόντε και Τρία είχαν οδηγήσει αρχικά σε περαιτέρω υποχώρηση των αποδόσεων των ιταλικών κρατικών ομολόγων κατά 5 έως 7 μονάδες βάσης. Η απόδοση του δεκαετούς ομολόγου υποχώρησε μέχρι το 2,82%, ενώ την προηγούμενη Παρασκευή είχε φτάσει μέχρι το 3,11%, ενώ η απόδοση του διετούς (το οποίο έχει δεχθεί πολύ μεγαλύτερη πίεση από το δεκαετές τις τελευταίες εβδομάδες) υποχώρησε μέχρι το 0,93%, ενώ την περασμένη Παρασκευή είχε φτάσει στο 1,37%. Ομως, μετά τις δηλώσεις Ντι Μάιο, η απόδοση του 10ετούς αυξήθηκε στο 2,91% και αργά το βράδυ κυμαινόταν γύρω από το 2,88%. Η απόδοση του 2ετούς ομολόγου αυξήθηκε στο 0,98%. Η επιθυμία της Ρώμης να αυξήσει τις δημοσιονομικές δαπάνες δεν είναι ο μοναδικός πονοκέφαλος της ιταλικής κυβέρνησης. Χθες ο υπουργός Οικονομικών Τζοβάνι Τρία είχε δηλώσει ότι το 2018 η ανάπτυξη θα επιβραδυνθεί στο 1,2% (από 1,5% που ήταν η αρχική πρόβλεψη) και στο 1% το 2019, γεγονός που θα οδηγήσει σε άνοδο του δημοσιονομικού ελλείμματος στο 1,2% το 2019, αντί για το 0,8% που είναι ο στόχος. Η Ρώμη θα πρέπει να έχει αποστείλει το προσχέδιο του προϋπολογισμού στην Κομισιόν έως τις 15 Οκτωβρίου.