Η Περιπατητική Φιλοσοφική Σχολή «Στα Μονοπάτια των Ανθρώπων» του ΚΟΣΜΟΠΟΛΙΣ εκμεταλλευόμενη ένα ιδιαίτερο φυσικό φαινόμενο, τη μεγαλύτερη ολική έκλειψη σελήνης (Ματωμένο Φεγγάρι), που συμβαίνει άπαξ στην εκατονταετία, οργάνωσε φιλοσοφική συνάντηση στο λόφο Νυμφών στο Αστεροσκοπείο Αθηνών και την Πνύκα, την Παρασκευή, 27/7/2018 , ως μια ευκαιρία παρατήρησης του φυσικού φαινομένου σε ένα από τα ομορφότερα φυσικά μπαλκόνια των Αθηνών, με ταυτόχρονη συζήτηση και παρουσίαση, κατά τη διάρκεια της ημέρας και της αναμονής, των πλέον σημαντικών τμημάτων της τραγωδίας του Αισχύλου «Προμηθέας Δεσμώτης»!
Η Ανθρωπότητα ως ένας Τιτάνιος Δεσμώτης στους βράχους του υλισμού, σε μια αέναη πορεία προς την Πυρφόρο αποδέσμευση και ελευθέρωσή της!
Ένα θέμα και μία κοσμική συνθήκη με στοιχεία δραματικότητας και εν μέρει προφητικής τραγικότητας συνδυαζόμενα με τα γεγονότα, που επακολούθησαν τις καταστροφικές και άκρως φονικές πυρκαγιές στο Μάτι και την Ραφήνα!
Η συνάντηση έλαβε χώρα στο χώρο του Αστεροσκοπείου, στο Θησείο και η συζήτηση έλαβε χώρα στο Βωμό του Αγοραίου Διός», του Προστάτη των Αγορητών (Ρητόρων) στην Πνύκα, το Κοινοβούλιο της Αρχαίας Αθήνας, απέναντι από την Ακρόπολη .
Η εκδήλωσή μας σημαδεύτηκε κυριολεκτικά εξαιτίας των φονικών πυρκαγιών της Δευτέρας, που στοίχισαν τη ζωή σε δεκάδες συνανθρώπους μας και δοκιμάζουν τις αντοχές χιλιάδων άλλων, αλλά και τον ανθρωπισμό και το πνευματικό επίπεδο όχι μόνον της Ελλάδας, αλλά και του Κόσμου ως σύνολο! Κυριολεκτικά λοιπόν «Ματωμένο το Φεγγάρι» ξεπρόβαλε για να μας μεταφέρει τα μηνύματά του! Κι εμείς τα λάβαμε και τα αναλύσαμε συνδυάζοντάς τα με την εσωτερική αποκωδικοποίηση της έννοιας της έκλειψης σελήνης κατά τη συζυγία σελήνης, γης και ηλίου …
Προβληματιστήκαμε ασφαλώς για το αν θα ήταν σκόπιμο και πρέπον να την αναβάλλουμε μετά την εθνική τραγωδία, αλλά αποφασίσαμε να την πραγματοποιήσουμε, ως μια ευκαιρία αντίστασης στις αρνητικές δυνάμεις του θανάτου, ανάδειξης της ελπίδας μέσα από την πηγαία αλληλεγγύη και ομαδικής προσευχής για τους απελθόντες για τους ουράνιους λειμώνες συνανθρώπους μας!
Η ομάδα του ΚΟΣΜΟΠΟΛΙΣ εμπλουτίστηκε προς μεγάλη χαρά μας από φίλους μας από την Αυστρία, τη Γαλλία, την Αγγλία και την Κύπρο και έτσι η συζήτηση «διεθνοποιήθηκε» προς μεγάλη χαρά του πνεύματος του Προμηθέα και του Αισχύλου, τα μηνύματα των οποίων απέκτησαν πολύ μεγαλύτερη εμβέλεια και προκάλεσαν ενθουσιασμό σε όλους μας τους φίλους, ενώ την παρακολούθησαν ως αργά τα μεσάνυχτα και πολλοί εκ των «εραστών» της πανέμορφης θερινής νύχτας με θέα στη φωτισμένη και πάντα λαμπερή Ακρόπολη.
Τα μηνύματα πολλά, σπουδαία και αφυπνιστικά, ενώ η συζήτηση, που επακολούθησε, ειδικά γύρω από το ερώτημα του «πώς μπορεί κανείς να διατηρεί την ψυχοπνευματική του ελευθερία, παρά τις δεσμεύσεις, που μπορεί να προκύπτουν από το εξωτερικό του περιβάλλον», διατήρησε τη ζωντάνια της ως αργά το βράδυ. Υπήρξε μία πραγματικά μοναδική συνάντηση του ΚΟΣΜΟΠΟΛΙΣ, τέτοια που είναι αδύνατο να επαναληφθεί, όπως καλώς γνωρίζουν όσοι μας παρακολουθούν…
Περισσότερα για την Κίνηση Οργανικότητας ΚΟΣΜΟΠΟΛΙΣ ΕΔΩ!
ΑΙΣΧΥΛΟΥ
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ ΔΕΣΜΩΤΗΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ
ΙΩΑΝΝΟΥ ΖΕΡΒΟΥ
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΦΕΞΗ
1912
ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΝ Ν. ΧΙΩΤΗ – ΑΘΗΝΑΙ, ΟΔΟΣ ΓΛΑΔΣΤΩΝΟΣ 4
ΥΠΟΘΕΣΙΣ
Από την θαυμαστήν τριλογίαν του Αισχύλου «Προμηθεύς» μας σώζεται μόνον το δεύτερον μέρος, ήτοι ο «Προμηθεύς δεσμώτης». – Πρώτον μέρος ήτο ο «Πυρφόρος Προμηθεύς» και τρίτον ο «Προμηθεύς λυόμενος».
Φαίνεται δε η τριλογία αυτή να είναι από τα τελευταία έργα του μεγίστου τραγικού, διότι εις το σωζόμενον δεύτερον μέρος της υποφαίνεται η εισαγωγή τρίτου υποκριτού, ήτοι ο θεμελιώδης νεωτερισμός, τον οποίον έφερεν εις το θέατρον ο Αισχύλος.
Ο Προμηθεύς δεν έχει θέμα από την ιστορικήν παράδοσιν, αλλ’ από την θρησκευτικήν των Ελλήνων μυθολογίαν, παρουσιάζεται δε ο ήρως του έργου μάλλον ως αιώνιον σύμβολον παρά ως εκπροσώπησις ενός πάθους ή καιρικών συνθηκών – όμοιος με τον Προμηθέα της Ησιοδείου Κοσμογονίας, ήτοι βοηθός της ανθρωπίνης σκέψεως και ενεργείας, ανώτερος δε μάλιστα εις τον Αισχύλον παρ’ ό,τι ευρίσκεται εις τον Ησίοδον, διότι δυνατώτερα παρουσιάζεται η αιωνία πάλη μεταξύ της φύσεως και του ανθρώπου και τραγικώτατα φαίνεται η κακή μοίρα κάθε υπερτέρας και φιλανθρώπου διανοίας.
Ο Προμηθεύς, ένας από τους Τιτάνας, ισχυρός και μετά την καταστροφήν των άλλων Τιτάνων και την επικράτησιν του Διός, διότι υπήρξε φίλος αυτού και βοηθός εις τον αγώνα, παρουσιάζεται μεγάλος φίλος των ανθρώπων. Τους διδάσκει τας τέχνας και τρόπους διά να καλυτερεύσουν την αθλίαν ζωήν των, αποκρύπτει απ’ αυτούς την φροντίδα και την πρόγνωσιν του θανάτου, διά να ζουν ευδαιμονέστεροι και τέλος, υπερβαίνων το μέτρον των αγαθών, τα οποία οι θεοί έταξαν διά τους ανθρώπους, τους χαρίζει το πυρ, κλέψας αυτό από την κάμινον του Ηφαίστου. Διά την πράξιν του όμως αυτήν οι θεοί οργίζονται εναντίον του και ο Ζευς αποφασίζει την καταδίκην του.
Έως εδώ ετελείωνε το πρώτον της τριλογίας δράμα, ο «Πυρφόρος Προμηθεύς».
Κατάδικος ο Προμηθεύς, μισητός από τους θεούς, απάγεται εις τον Καύκασον υπό των εκτελεστών της θεϊκής αποφάσεως, το Κράτος, την Βίαν και τον Ήφαιστον, τον μόνον που συμπονεί διά τα δεινά του. Και απ’ εδώ αρχίζει το δεύτερον δράμα, ο «Προμηθεύς δεσμώτης». – Εκεί, επάνω εις απόκρημνον βράχον, ο Ήφαιστος με θλίψιν του καρφώνει ορθόν τον φιλάνθρωπον Τιτάνα, δένοντάς τον με δεσμά ακατάλυτα, δια να έρχεται ο αετός του Διός να του κατατρώγη καθημέραν το ήπαρ. Και εκεί, ενώ θρηνεί ο Προμηθεύς και διαμαρτύρεται, έρχονται αι Ωκεανίδες νύμφαι να τον παρηγορήσουν, ο πατήρ Ωκεανός να τον συμβουλεύση, πρόθυμος να τον βοηθήση, και ο Ερμής διά να τον χλευάση και να τον απειλήση, ώστε να κάμψη την αγερωχίαν αυτού. Αλλά ο Προμηθεύς αταπείνωτος, προλέγει δια το μέλλον τον εκθρονισμόν του Διός και κρατεί κρυφόν το περί τούτο μάντευμα, που το είχεν ακούσει από την Θέμιδα, την μητέρα του. Προτιμά να κατακεραυνωθή και να ριφθή εις τα Τάρταρα, παρά να φανερώση την πρόρρησιν πριν τον ελευθερώση ο Ζευς. Και το μοιραίον τέλος της αγερωχίας προς τους θεούς επέρχεται· η κατακεραύνωσις του Προμηθέως, δια να υποστή κατόπιν αυτός άλλας μεγαλυτέρας βασάνους, είναι το τέλος του δευτέρου μέρους της τριλογίας.
Η απολύτρωσις του Προμηθέως από τον Ηρακλή κατά συγκατάβασιν του Διός και πιθανότατα η κατόπιν της θεϊκής επιεικείας υποταγή του Τιτάνος εις τον Δία, τον εκπρόσωπον της Θείας Βουλής, απετέλουν το τρίτον δράμα, ήτοι την ομαλήν και κατά το ανθρώπινον αίσθημα λύσιν της όλης τριλογίας, σύμφωνα με τους κανόνας της αρχαίας τραγωδίας.
Αυτή περιληπτικώς είναι η υπόθεσις του Προμηθέως, που βέβαια ήτο εις την αρχαιότητα και μένει έως σήμερον το πλέον γενικόν, το πλέον συμβολικόν και το πλέον μεγαλήγορον δράμα όλων όσα ποτέ εγράφησαν.
$$I. Ζ.
Τα πρόσωπα της τραγωδίας
ΚΡΑΤΟΣ και ΒΙΑ (προσωποποίησις)
ΗΦΑΙΣΤΟΣ
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
ΧΟΡΟΣ ΩΚΕΑΝΙΔΩΝ (ΝΥΜΦΩΝ)
ΩΚΕΑΝΟΣ
ΙΩ η ΙΝΑΧΟΥ
ΕΡΜΗΣ
ΑΙΣΧΥΛΟΥ
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ ΔΕΣΜΩΤΗΣ
ΚΡΑΤΟΣ
Σε απόμακρο πλέον εφθάσαμε της γης τόπο,
σε Σκυθικήν απάτητη κ’ έρημη χώρα.
Και τώρα εσύ Ήφαιστε να γνοιασθής πρέπει
της προσταγές όσες εσέ ο πατέρας έχει δώση,
τον κακούργο αυτόν εδώ επάνω σε βράχους
ψηλόκρημνους μ’ άσπαστες να τον καρφώσης
αλυσίδες διαμαντοδεμένες. Γιατί τον δικό σου
τον ανθό, της μυριότεχνης φωτιάς σου
τη λάμψι κλέβοντας, αυτός εδώρησέ την
στους θνητούς· ώστε γι’ αυτό του εδώ το κρίμα
στους θεούς χρέος είναι αντίποινα να δώση
για να μάθη του Διός την εξουσία να στρέγη
και τη φιλάνθρωπη γνώμη του να παραιτήση.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Κράτος και Βία, για σας του Διός φθάνει
η προσταγή και τίποτα δεν σας μποδίζει.
Όμως εμένα δεν μου βαστά η καρδιά μου·
με το ζόρι θεό συγγενικό μας να τον δέσω
σε βράχο κακοφούρτουνο. Αλλ’ ανάγκη
είτ’ έτσι είτ’ αλλοιώς εγώ παίρνοντας θάρρος
σε τούτα να καταπιαστώ. Γιατ’ είναι
βαρύ τον λόγο ν’ αψηφάμε του πατέρα.
Της ορθόγνωμης Θέτιδος γυιέ υψηλογνώστη,
άθελά μου άθελον εσέ πρέπει να καρφώσω
με αλυσίδες ασύντριφτες πάνω σε τούτο
το έρημο απ’ ανθρώπους πετροβούνι,
όπου ποτέ σου ουδέ φωνή ουδ’ όψι ανθρώπου
θα ιδής και τ’ άνθος της μορφής θ’ αλλάξης
απ’ του ήλιου τη λαμπρή φλόγα κτυπημένος,
έτσι που ευχάριστη θα σου είναι η νύχτα,
η πλουμιδόστολη, το φως να σου αποκρύβη.
Κι’ ο ήλιος το δροσόπαγο θα σκορπάη πάλι.
Κ’ έτσι πάντα θα γίνεται. Κ’ εσένα ο πόνος
του κακού ολοένα θα σε τρώη, γιατί ακόμη
δεν έχει γεννηθή ο άξιος να στο ελαφρώση.
Τέτοια σ’ ευρήκαν για την αγάπη των ανθρώπων.
Γιατί θεός εσύ, για των θεών μη έχοντας φόβο
την όργιτα, παράδωκες εις τους ανθρώπους
περσότερες τιμές απ’ ό,τι ωρίσθη.
Γι’ αυτό και τον άχαρο θα φυλάς βράχο τούτο
ορθόστητος και αγονάτιστος και δίχως ύπνο·
κι’ ανώφελα πολλούς θρήνους και γόους θα φωνάζης.
Γιατί του Δία ο νους δύσκολα αλλάζει γνώμη,
κι’ ο νειόφερτος στην εξουσία πάντα σκληρός είναι.
ΚΡΑΤΟΣ
Έτσι ας είναι. Τι χρονίζεις όμως και του κάκου
θλίβεσαι γι’ αυτόν; Και τι δεν καταριέσαι
τον μισητότατον απ’ τους θεούς θεόν ετούτον,
που το αγαθό σου δόλια επρόδωκεν εις τους ανθρώπους;
ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Στη συγγένεια βαρυταίριαχτ’ είναι η δικαιοσύνη.
ΚΡΑΤΟΣ
Σύμφωνος είμαι. Αλλά το λόγο του πατέρα
πώς είναι δυνατό να παρακούσης;
Τούτο περσότερο δεν το φοβάσαι;
ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Πάντα εσύ άσπλαχνος κι’ άγριος είσαι.
ΚΡΑΤΟΣ
Σε τίποτε δεν ωφελεί θρήνος για τούτον.
Και για τ’ ανώφελα μάταιος είν’ ο κόπος.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Ω εσύ πολυμίσητη των χεριών μου τέχνη.
ΚΡΑΤΟΣ
Τι οκνεύεις; Των τωρινών ετούτων πόνων
αιτία δεν είν’ η τέχνη σου, να στο πω έτσι.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Όμως αυτή ενός άλλου ας είχε λάχει κλήρος.
ΚΡΑΤΟΣ
Όλα μελλάμενα μας είναι, εξόν μονάχα
τους θεούς να ορίζουμε, κι’ άλλος κανένας
ελεύθερος δεν είναι εκτός ο Δίας.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Γνωρίζω το και δεν μπορώ ν’ αντιλογήσω.
ΚΡΑΤΟΣ
Δεν καταπιάνεσαι λοιπόν αυτόν να δέσης
εις τα δεσμά, μη σε νοιώση να οκνεύης ο πατέρας;
ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Νά, μπροστά σου ιδές της χειροπέδες.
ΚΡΑΤΟΣ
Στα χέρια του βάνοντάς τες δυνατά και στέρεα
κτύπα με το σφυρί και κάρφωσ’ τα στο βράχο.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Τελειώνει όπου και νάν’ και δεν αργεί το έργο τούτο.
ΚΡΑΤΟΣ
Πιότερο χτύπα, σφίγγε και χαλαρωμένα
τα δεσμά πούπετα μην αφήνης. Γιατί άξιος είναι
και στα πλέον αμήχανα γλυτωμό ναύρη.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Ατράνταχτα είναι αυτός ο ώμος δεμένος.
ΚΡΑΤΟΣ
Και τον άλλο κάρφωσ’ τον τώρ’ ασφαλισμένα,
να μάθη ο δόλιος πως είν’ αδεξιώτερος του Δία.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Εξόν αυτός άλλος δεν δύναται κανένας
δίκηο παράπονο να έχη μαζί μου.
ΚΡΑΤΟΣ
Τώρα με σφήνας αδαμάντινης μυτερό δόντι
κάρφωσ’ του δυνατά τα στήθη πέρα ως πέρα.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Αχ, για τους πόνους σου, Προμηθέα, στενάζω.
ΚΡΑΤΟΣ
Και πάλι οκνεύεις συ και για του Δία
τους εχθρούς στενάζεις; Κύτταξε μη λάχη
να λυπηθής τον εαυτό σου καμμιά μέρα.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Δεν βλέπεις θέαμα κακοθώρητο στα μάτια;
ΚΡΑΤΟΣ
Βλέπω να λαμβάνη αυτός όσα του αξίζουν.
Όμως τα δεσμά βάλε του στα πλευρά γύρω.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Κι’ αυτό να πράξω θέλω. Μη πολυπροστάζης.
ΚΡΑΤΟΣ
Να μην προστάζω; Και με κραυγές ακόμα
θα σου φωνάξω εγώ. Προχώρα κάτω
και στα δεσμά τα σκέλη δέσμεψέ του.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Και τούτο εγίνηκε με λίγο κόπο.
ΚΡΑΤΟΣ
Των ποδιών τώρα τα σίδερα δυνατά χτύπα,
γιατ’ άγριος είναι τός που επρόσταξε το έργο.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Άγρια όμοια είν’ η γλώσσα σου με τη μορφή σου.
ΚΡΑΤΟΣ
Ας είσαι μαλακός εσύ, και τη δική μου
την αγριότη και την όργιτά μου
την τραχειά μη μου χτυπάς εμένα.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Πάμε· έχει πια δίχτυ γύρω στο κορμί του.
ΚΡΑΤΟΣ
Εδώ τώρ’ αυθαδίαζε και τα καλά
των θεών κλέβοντας στους θεούς δίνε.
Σε τι τάχα οι θνητοί μπορούν να σ’ ελαφρώσουν;
Οι Θεοί ψεύτικα Προμηθέα εσέ ονομάζουν·
χρειάζετ’ εσέ του ίδιου κάποιος Προμηθέας
να μηχανευθή απ’ αυτά τα δεσμά να σε λυτρώση.
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Ω αιθέρα θείε κι’ ω εσείς πνοές
γοργόφτερες κι’ ω ποταμιών πηγές
κι’ ω αναρίθμητο γέλιο των κυμάτων
του πόντου κι’ ω των όλων μητέρα γη·
και τον στέφανο του ήλιου π’ όλα θωρεί
κι’ αυτόν καλώ διάδικο· ιδέστε όσα εγώ
δεινά, θεός όντας, από θεούς τραβώ·
ιδέστε από τι μαρτύρια σπαραγμένος
τον άμετρο χρόνο θα διαβαίνω.
Τέτοια ο νέος ηγεμόνας των θεών
άπρεπα εσκέφθη δεσμά για μένα.
Γι’ αυτό και για το μελλάμενο κακό, ωιμένα,
στενάζω, πότε τάχα θάρθη μια μέρα
να δώση τέλος σ’ αυτά τα βάσανά μου.
Όμως τι λέγω σου· όλα όσα μέλλονται γνωρίζω
ένα προς ένα κι αναπάντεχο κακό κανένα
δεν θα με πλήξη. Τα που η μοίρα έχει τάξει
πρέπει να δέχεται ατάραχα όποιος ξέρει
πως της ανάγκης η εξουσία ανίκητ’ είναι.
Αλλ’ ούτε να σιωπήσω κι’ ούτε να μη σιωπήσω
τα δεινά μου αυτά δύναμαι, που για να δώσω
δώρα στους θνητούς ο άτυχος αυτά έχω πάθει.
Σαν κυνηγός μες σε κούφιο ξύλο επήρα
πηγή κλεμμένη της φωτιάς, αυτής που είναι κάθε τέχνης
διδάσκαλος στους θνητούς και ζωής τρόπος.
Τέτοιο της αμαρτίας μου αυτής πληρώνω
αντίποινο, σε τόπο ουρανοσκέπαστο δεμένος
μ’ αλυσίδες. Όμως ποιος ήχος, τι οσμή έχει φθάσει
ως εδώ, αφανέρωτη πετώντας· τι να είναι
από θεούς ή από θνητούς ή μαζί κι’ απ’ τους δυο;
Τάχα κανείς στης γης την άκρη, σ’ αυτόν το βράχο
ήρθε να ιδή τα βάσανά μου; ή τίποτε άλλο
ζητώντας ήρθε; Ιδέστε με θεό αλυσοδεμένο
τον άμοιρο που τόσο τον εχθρεύθη
ο Δίας κ’ οι θεοί τον μίσησαν όλοι,
αυτοί που συχνά βρίσκονται στα δώματα του Δία,
για τη μεγάλη αγάπη που είχα στους ανθρώπους.
Αλλοί! τι φτερούγισμα πουλιών ακούω πάλι
κοντά μου; κι’ ο αιθέρας γλυκά βουίζει
από ελαφρό φτερών αχό· μέσ’ στην ψυχή μου
φόβο βάνει καθετί που εδώ ζυγώνει.
ΧΟΡΟΣ
Στροφή α’.
Μη φοβάσαι· φιλικό σου είναι
το πλήθος μας που με άμιλλα φτερών ανέβη
ως τον βράχο αυτό, μόλις έμαθε τη γνώμη
του πατέρα· και γοργόπνοες οι αύρες
μ’ εξεπροβόδησαν, γιατί ο αχός του χτύπου
του σιδήρου ως τα έγκατα έφθασε των άντρων
των δικών μου κ’ έδιωξε τη δειλή εντροπή μου
που μ’ εσυγκρατούσε· κι’ αδέσμευτα έτσι
στο φτερωτό μου άρμα χύμιξα για νάρθω.
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Αλλοίμονό μου! κι’ αλλοί!
ω βλαστοί εσείς της πολύτεκνης Τηθύος
και κόρες εκείνου που γυροφέρνει όλη
τη γη μ’ ένα ανύπνωτο ρέμμα,
κόρες του Ωκεανού πατέρα,
αγναντεύτε με κ’ ιδέστε με εδώ πέρα
με τι δεσμά καρφωμένος στου βράχου
τα πιο ακρινά γκρεμά εγώ μένω
φρουρός σε αζήλευτη φρουρά να στέκω.
ΧΟΡΟΣ
Αντιστροφή α’.
Το βλέπω εγώ και καταχνιά στα μάτια
μεστή φόβου, πολυδάκρυτη, ω Προμηθέα,
μου ήρθε, όταν είδα στους βράχους τούτους
το κορμί σου να καρφώνεται σφιγμένο
στα δεσμά τ’ αδαμάντινα, γιατί νέοι ηγεμόνες
την εξουσία του Ολύμπου έχουν και με νέους
νόμους ο Δίας παράνομα τώρα
εξουσιάζει, κι’ ό,τι σεβαστό και μεγάλο
πριν ήτον, σε αφάνειαν άδοξη το ρίχνει.
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Ω είθε στα έγκατα να μ’ είχε πετάξει
της γης και στου Άδη του νεκροδέχτη
τον απέραντο Τάρταρο, με σκληρές αλυσίδες
δεμένον, π’ ουδέ θεός ουδ’ άλλος κανένας
να χαίρεται γι’ αυτά εδώ τα δεινά μου!
Των ανέμων τώρα παιγνίδι έχω γίνει
και των εχθρών μου ο άμοιρος γίνηκα το περιγέλιο.
ΧΟΡΟΣ
Στροφή β’.
Ποιος απ’ τους θεούς σκληρός είναι τόσο
που να χαίρεται στη συμφορά σου; Ποιος άλλος,
εξόν ο Δίας, δεν θλίβεται για τα δεινά σου;
Ακούραστα εκείνος θυμωμένος, με γνώμη
αλύγιστη, βασανίζει τ’ ουρανού ένα τέκνο
κι’ ουδέ θα πάψη πριν η καρδιά του
χορτάση ή πριν με κάποια τόλμη
την αδικόπαρτη εξουσία κανείς του πάρη.
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Θα χρειασθή, των θεών ο βασιληάς εμένα,
κι’ ας είν’ τα μέλη μου απ’ τα σκληρά δεσμά βασανισμένα,
θα χρειασθή τη νέαν απόφασι να δείξω,
την που τιμές και σκήπτρο θα του αρπάξη.
Όμως με λόγια γλυκά και πειστικά αυτός τότε
δεν θα μπορέση να με σαγηνεύση,
ουδ’ άγριες ποτέ θα φοβηθώ φοβέρες,
ώστε την νέαν αυτή απόφασι να καταδώσω,
πριχού απ’ τα σκληρά δεσμά μου αυτά με λύση
και πριχού του μαρτυρίου μου θελήση
να πληρώση τ’ αντίποινα ο ίδιος.
ΧΟΡΟΣ
Αντιστροφή β’
Τολμηρός είσαι και απ’ τα πικρά σου πάθη
διόλου δεν λυγίζεις νικημένος,
μόνο τολμηρά το στόμα ανοίγεις.
Μα εμένα την ψυχή μου φόβος
για σε κατέχει, πώς θα δυνηθής
λιμένα λυτρωμού να βρης
και πώς τέρμα θα ιδής των πόνων τούτων,
που αλύγιστ’ είναι η γνώμη
του γυιού του Κρόνου κ’ έχει
καρδιάν αμάλαχτη.
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Ότι σκληρός ο Δίας είναι κι’ ότι τον εαυτό του
έχει για νόμο το γνωρίζω, μα θα γίνη
μαλακός μια μέρα, όταν το χτύπημα θα λάβη
αυτό. Και τότε ταπεινώνοντας το σκληρό πείσμα
θα κλίνη τρέχοντας σ’ αγάπη και φιλία
την προθυμία μου πληρώνοντας με προθυμία.
ΧΟΡΟΣ
Με λόγο ξάστερο να μου εξηγήσης όλα^
για ποιαν αιτία σ’ έπιασε ο Δίας
κ’ έτσι άπρεπα κι’ άγρια σε βασανίζει·
‘πές μας το, αν ο λόγος βλαβερός δεν σου είναι.
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Πόνος για με να τα ιστορήσω και το ίδιο
πόνος να σιωπήσω· κ’ έτσι κι’ αλλέως είναι
δυστυχία. Αμέσως όταν οι θεοί την έχθρα
άρχισαν ανάμεσό τους κι’ ανεφάνη μεταξύ τους
ο χωρισμός κι’ άλλοι ήθελαν να πέση από το θρόνο
ο Κρόνος και νάναι βασιληάς ο Δίας
κι’ άλλοι το ενάντιο, εξουσία αυτός ποτέ του
να μη λάβη, δεν δυνήθηκα εγώ τότε
να καταφέρω στη σωστή μου γνώμη τους Τιτάνες,
της Γης και τ’ Ουρανού τα τέκνα, γιατί κάθε τρόπον
ήμερο αυτοί καταφρονώντας, ελογάριαζαν με βία
την εξουσία να λάβουν· όμως συχνά η μητέρα Θέμις
και Γαία, που μια με πολλά ονόματα είναι,
τα γραμμένα μου προμάντεψε, πως όχι
με βίαν αλλά με δόλ’ ο νικητής θα λάβη
την εξουσία. Μα όσο κι’ αν αυτά τους εξηγούσα,
δεν έστεργαν καθόλου να προσέξουν.
Και τότε απ’ όλα πιο καλό ελόγιασα να πάρω
τη μητέρα και μαζί της να σταθώ στο πλάι
του Δία πρόθυμα. Κι’ ομόγνωμα δικό του
και δικό μου βούλημα ήταν, να σκεπάση
του Ταρτάρου η σκοτεινή σπηλιά τον Κρόνο
τον πανάρχαιο μαζί μ’ όλους τους δικούς του.
Κ’ ενώ τέτοια καλά είχε από μένα ο ηγεμόνας
των θεών, πώς μ’ ανταμείβει τώρα εσείς ιδέστε!
γιατί έτσι των βασιληάδων φυσικό είναι πάθος
στους φίλους τους δικούς των να μην έχουν πίστι.
Και τώρα το που με ρωτάτε, ποία είναι τάχα
η κατηγόρια που γι’ αυτή με τιμωρεί, θα σας ξηγήσω.
Μόλις στον πατρικό του θρόνο ανέβη, αμέσως
δώρα στους θεούς έδωκε, άλλα στον καθένα,
κ’ εμοίραζε σ’ αυτούς το κράτος του κι’ ουδένα
πόνον είχε για τους άμοιρους ανθρώπους, μόνο
εβουλήθη ολάκαιρο το γένος των να εξαφανίση
κι άλλο καινούργιο να φυτέψη. Και κανένας
σ’ αυτά δεν αντεστάθη, εξόν εγώ, που μόνος
τόλμησα να λυτρώσω, τους θνητούς, μην όλοι
χαθούν και καταβούν στον Άδη· και για τούτο
τα βάσαν’ αυτά μ’ επλάκωσαν, που πόνο
γεμάτα είναι για με και δίνουν θλίψι εις τους άλλους.
Τους θνητούς γιατί ευσπλαχνίσθηκα δεν ηύρα
εγώ ευσπλαχνία, μόνον άσπλαχνα όπως βλέπεις
με κατάντησαν έτσι οι προσταγές του Δία.
ΧΟΡΟΣ
Καρδιά θάχη από σίδερο
και θάχη πλασθή από πέτρα
όποιος δεν κλαίει τη δική σου
συμφορά, ω Προμηθέα.
Τέτοια δεινά τα μάτια μου
δεν απάντεχαν να ιδούν και τώρα
θωρώντας τα πόνεσεν η καρδιά μου.
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Κ’ οι εχθροί μου θωρώντας με αισθάνονται λύπη.
ΧΟΡΟΣ
Μην έκαμες πιότερα κι’ απ’ όσα μου είπες;
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Έκαμα έγνοιαν οι θνητοί να μη έχουν του θανάτου.
ΧΟΡΟΣ
Του κακού αυτού ποιο φάρμακο γι’ αυτούς ευρήκες;
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Μες στης ψυχές τους τυφλές έχω βάλει ελπίδες.
ΧΟΡΟΣ
Μεγάλο καλό εχάρισες σε αυτούς με τούτο.
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Και τη φωτιά εγώ έδωκα σ’ αυτούς ακόμα.
ΧΟΡΟΣ
Και το φλογόμορφο σπέρμα οι πρόσκαιροι κατέχουν τώρα;
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Και πλήθος τέχνες απ’ αυτό θα μάθουν.
ΧΟΡΟΣ
Αυτή λοιπόν την κατηγόρια δίνοντας σου ο Δίας
με το ανύποπτο αυτό σε τιμωρεί μαρτύριο;
Και τα βάσανά σου τελειωμό δεν έχουν;
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Άλλον όχι παρά αν εκείνος το θελήση.
ΧΟΡΟΣ
Εκείνος να θελήση; Και πώς; Γιατί το ελπίζεις;
Δεν το νοιώθεις και συ πως έσφαλες, αν και για μένα
να λέω αυτό χαρά δεν είναι και για σε είναι πόνος.
Αλλ’ ας τ’ αφήσωμ’ αυτά και συ κάποιο τρόπο
ζήτησε αυτά τα δεσμά να σου λύση.
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Δεν είναι δύσκολο όποιος στης δυστυχίες δεν είναι
με γλυκά να συμβουλεύη λόγια εκείνον
που υποφέρει. Όσα πριχού είπες όλα
εγώ τα γνώριζα, και θεληματικώς μου
έκαμα το σφάλμα, δεν τ’ αρνούμαι, και γι’ αγάπη
των θνητών ηύρα ο ίδιος πόνους· όμως με τέτοιες
τιμωρίες δεν απάντεχα να ξεραθώ σε τούτους
τους ψηλούς γκρεμούς, στον έρμο αυτό και άξενο βράχο
καταδικασμένος. Και σεις τα σκληρά μου μαρτύρια
μη μου κλαίτε, αλλά πάλι στη γη πατώντας ακούστε
τα δεινά που μ’ ηύραν να τα μάθετε ως το τέλος όλα.
Νοιώστε, συμπονέστε το σκληρό μου μαρτύριο,
τι όμοια η συμφορά συχνοκαθίζει πλάγι
στον ένα ή στον άλλο, τριγυρνώντας ολούθε.
ΧΟΡΟΣ
Όχι αθέλητα μας η φωνή σου
μας έσυρεν εδώ, ω Προμηθέα·
και νά που αλαφροπόδες
τον πολυαγάπητό μας θρόνο
και τον αιθέρα παραιτώντας,
που των πουλιών η πάναγνη είναι
στράτα, θα ζυγώσω
στους άγριους βράχους τούτους
και των βασάνων σου όλη
την ιστορία ποθώ ν’ ακούσω.
ΩΚΕΑΝΟΣ
Από δρόμο μακρυνό εμπρός σου φθάνω, Προμηθέα,
το γοργόφτερο αυτό πτηνό οδηγώντας
με τη θέλησί μου μόνον, δίχως χαλινάρι,
και στη συμφορά σου μάθε άπονος δεν είμαι.
Σ’ αυτό λογιάζω να με σπρώχνη και το δίκηο,
κι’ όξω απ’ τη γενειά μου άλλος δεν είναι
που τόση θα του είχα αγάπη όσην εσένα.
Θα ιδής πως λέω αλήθεια κι’ ανωφέλευτος δεν είναι
ο γλυκός μου λόγος· σε τι χρειάζεται, πες μου
να σε βοηθήσω· τι απ’ τον Ωκεανό πιο πιστό φίλο
δεν θα μπορέσης να πης ότι έχεις.
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Τι μου είναι τούτο; Και συ τα βάσανά μου
ήρθες να ιδής, και πώς τ’ ομώνυμό σου ρέμμα
και της θεόκτιστες και βραχόσκεπες σπηλιές σου
παραιτώντας, βάσταξε η καρδιά σου νάρθης
στη γην αυτή που του σιδήρου είν’ η μητέρα;
Τα δεινά μου ήρθες να ιδής τάχα και στη δυστυχία μου
μαζί μου να πονέσης. Ιδέ κατάντια!
εμέ το φίλο του Δία, που σύμμαχός του
την εξουσία του εστερέωσα, ιδέ αυτός ο ίδιος
με ποια μαρτύρια τώρα με συντρίβει.
ΩΚΕΑΝΟΣ
Το βλέπω, Προμηθέα, κι’ όσο πολύτεχνος κι’ αν είσαι
θωρώ πως πρέπει εγώ το πιο καλό να σ’ ορμηνέψω:
Τον ίδιο εαυτό σου να γνωρίσης κ’ ήθη νέα
να λάβης όπως και νέος τ’ ουρανού την εξουσία
επήρε. Γιατί, αν έτσι πειρακτικά και τραχιά λόγια
θα ξαπολάς, ίσως τ’ ακούση αυτά ο Δίας.
και ψηλότερα ακόμη αν είναι απ’ όπου στέκει,
και τότε το μαρτύριο που έχεις τώρα
παιγνίδι θα σου φαίνεται πως ήταν.
Μόνο για τα τωρινά δεινά, δυστυχισμένε,
μη μιλάς και λυτρωμό του κακού ζήτησε ναύρης.
Ίσως παλαιικά σου φαίνονται όσα λέγω,
αλλ’ όμως τέτοια η ανταμοιβή είναι πάντα
της γλώσσας που μεγάλα λέει, ω Προμηθέα.
Περήφανος πάντα συ μπρος στα δεινά δεν σκύβεις
και πας γυρεύοντα άλλα να προσθέσης σε όσα
έχεις τώρα· μα τη συμβουλή μου ακολουθώντας,
το πόδι σου σε αγκάθια μην απλώνης.
μια που βλέπεις άγριος ηγεμόνας να ορίζη
κι’ ανεξέλεγκτος. Τώρα εγώ πάω, κι’ αν μου είναι
δυνατό θα δοκιμάσω απ’ το μαρτύριο τούτο
να σε γλυτώσω· αλλά ήσυχος μένε και τη γλώσσα κράτα.
Εσύ που νου περίσσιον έχεις, δεν γνωρίζεις
πως γλώσσα ελεύθερη ατιμώρητη δεν μένει;
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Σε ζηλεύω που κ’ εις εσέ δεν ηύραν κατηγόρια
πως τη συμφορά μου τολμάς να συμπονέσης.
Όμως τώρα έγνοια μη λάβης· γιατί ο Δίας να στέρξη
μην ελπίζης· εύκολα δεν συγχωράει εκείνος· μόνο
ιδές μη συ ο ίδιος δώθε γυρνώντας πάθης.
ΩΚΕΑΝΟΣ
Καλύτερα τους άλλους ξέρεις να διδάξης
παρά τον εαυτό σου· όπως τα έργα μου το δείχνουν
κι’ όχι τα λόγια· αλλά την προθυμία τη δική μου
μην εμποδίζης· το πίστευω εγώ πως θα μου δώση ο Δίας
χάρι, απ’ τα δεινά να σε λυτρώσω ετούτα.
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Πάντα γι’ αυτά θα σ’ επαινώ κι’ ουδέ θα πάψω
τον έπαινο, που τόσο δείχνεις μου καλή γνώμη·
αλλ’ όμως τίποτε μην κάμης· γιατί θάναι
άσκοπο κι’ ανωφέλευτο για μένα το ό,τι κάμεις.
Μόνο ήσυχος και παράμερα εσύ μένε,
γιατί εγώ δυστυχισμένος αν και είμαι, αλλ’ όμως
δεν θα ήθελα γι’ αυτό σε άλλους πολλούς να λάχουν
δυστυχίες· όχι, διόλου δεν θα ήθελα γιατί κ’ η τύχη
του αδελφού μου του Άτλαντα με θλίβει, που ορθός στέκει
στα εσπερία μέρη και της γης και τ’ ουρανού της στήλες
στους ώμους του κρατάει βάρος, που δεν μπορεί να τ’ αγκαλιάση.
Και της Γης το τέκνο, τον κάτοικο των Κιλικίων άντρων,
σαν είδα εγώ, πόνεσε η ψυχή μου, εκατοκέφαλο αυτός τέρας
άγριο, πολεμικό, να πέφτη νικημένος,
ο φοβερός Τυφών, που αγνάντια σ’ όλους τους θεούς αντάμα
‘στάθη και φόνος σφύριζε απ’ τα φριχτά του τα λαρύγγια,
και λάμψι γοργόφωτη άστραφτέ του από τα μάτια,
τότε που ήθελε την εξουσία του Δία να γκρεμίση.
Μα του Δία τον βρήκε το άγρυπνο το βέλος,
η θεόρριχτη αστραπή η φλογισμένη, που έρριξέ τον
μακρυά απ’ της μεγαλόλογες φοβέρες του. Και χτυπημένος
στης καρδιάς το φράχτη, εγίνηκε όλος
στάχτη και η ορμή του εκόπηκε, ώστε τώρα
ανώφελο και παραπεταμένο το κορμί του
κοίτεται δίπλα στου πελάου το στενό, από κάτω
απ’ της ρίζες της Αίτνας πλακωμένο,
και στης κορυφές της καθιστός σφυροκοπάει ολοένα
ο Ήφαιστος, ως που μιαν ημέρα να ξεσπάσουν ‘κείθε
ποταμοί φωτιάς και μ’ άγριες σαγόνες να ξεσχίσουν
τους πλατείς και καρπερούς της Σικελίας κάμπους.
Με τέτοια θα ξεσπάση όργιτα ο Τυφών γύρω σκορπώντας
βέλη θερμά μιας ζάλης πύρινης κι’ αχόρταγης, αν κ’ είναι
απ’ του Δία τ’ αστροπελέκι ασβολωμένος. Πολλά ξέρεις
κ’ εμέ χρεία δεν έχεις να σε μάθω· τον εαυτό σου
φύλαγε όπως ξέρεις. Και την κακήν τύχη που μ’ ηύρε
θα υπομείνω εγώ ως που η οργή του Δία να ξεθυμάνη.
ΩΚΕΑΝΟΣ
Όμως τούτο, Προμηθέα, δεν το γνωρίζεις,
πως του άρρωστου θυμού είναι γιατρός ο λόγος.
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Αν πρόκειται όχι ολόμεστο θυμό να λιγοστέψης
την ώρα που την καρδιά ζητάς να μαλακώσης.
ΩΚΕΑΝΟΣ
Κι’ αν προβλέποντας κανείς το μάταιον, όμως να ενεργήση
τολμά, τι κακό σε αυτό ξεκρίνεις, πες μου.
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Μάταιο έναν κόπο κ’ ελαφρόνοη κρίσι.
ΩΚΕΑΝΟΣ
Άφησέ με τέτοια νάχω αρρώστια· κέρδος είναι
μεγάλο νάχης εσύ νου κι’ άλλος να μη νοιώθη.
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Αλλά δικό μου το σφάλμα θα λογίσουν τούτο.
ΩΚΕΑΝΟΣ
Ξεκάθαρα τα λόγια σου άπρακτο με στέρνουν.
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Για να μη κάμη ο θρήνος σου κι’ εχθρούς σ’ εσένα.
ΩΚΕΑΝΟΣ
Μήπως αυτόν που τη μεγάλη αρχή κατέχει τώρα;
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Πρόσεχε μην αυτός κάποτε οργισθή με σένα.
ΩΚΕΑΝΟΣ
Ως προς αυτό τη δική σου συμφορά έχω οδηγήτρα.
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Πήγαινε, φύγε και τη γνώμη που έχεις κράτα.
ΩΚΕΑΝΟΣ
Στο ξεκίνημα μ’ ηύρε ο λόγος σου. Του αιθέρα το μέγα
πλάτος σχίζει το τετράσκελο πτηνό με τα πτερά του
και χαρά του θα είχε στον καλό του σταύλο να γονατίση
ΧΟΡΟΣ
Στροφή α’.
Για την κακή σου τύχη
κλαίω εγώ, ω Προμηθέα,
και δακρυστάλακτο ένα ρέμμα
απ’ τα καλά μου μάτια βρέχει
με υγρές πηγές τα μάγουλά μου,
τι άσπλαχν’ ο Δίας κυβερνώντας
με δικούς του νόμους, σκήπτρο
περήφανο στους θεούς δείχνει.
Αντιστροφή α’.
Και με στόνους φωνάζει όλ’ η χώρα
τη μεγάλη σου κλαίγοντα δόξα,
εσένα και των δικών σου, την αρχαιόπρεπη.
Κι’ όσοι της Ασίας την άγια χώρα
έχουν, στέρεα εκεί κατοικώντας,
όλοι συμπονούν τα πολυστέναχτα δεινά σου.
Στροφή β’.
Κι’ όσες στης Κολχίδος τη χώρα
κατοικούν παρθένες, στη μάχη
ατρόμητες, κι’ όλα τα πλήθη
των Σκυθών, που του κόσμου την άκρη
έχουν, κοντά στη Μαιώτιδα λίμνη,
Αντιστροφή β’.
κι’ ο πολεμικός της Αραβίας ανθός
κι’ όσοι στους ψηλόκρημνους βράχους
του Καυκάσου έχουν κάστρα,
που στρατός είν’ μ’ αγριόβροντες λόγχες.
Επωδός
Ένα μόνο θεό στο μαρτύριο,
Τιτάνα, με σφιχτές αλυσίδες δεμένον,
τον Άτλαντα, είδα εγώ πιο πρώτα,
που με δύναμι ασύγκρητη πάντα
βαστά τον ουράνιο θόλο στης πλάτες.
Χτυπώντας τον βουίζει του πελάου η ζάλη,
τα βύθη βογγάν κι’ απ’ της γης τα βάθη
βροντά κούφια ο τρισκόταδος Άδης
και των ποταμών των ωραίων το ρέμμα
με θλίψι συμπονέτρα στενάζει.
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Μη παίρνετε γι’ ανάπαυσι μηδέ για θράσος
τη σιωπή μου· μαύρη μια σκέψι σχίζει την καρδιά μου,
που βλέπω έτσι τον εαυτό μου ατιμασμένο. Αλλ’ όμως
στους νέους αυτούς θεούς τα δώρα όσα έχουν
ποιος άλλος από εμέ σωστά τάχει ορίσει;
Μα τα σκοπώ αυτά· γιατί θα τάλεγα σε σας, όπου όλα
τα ξέρετε; και μόνον των θνητών τα πάθη ακούστε
πως αυτούς που άγνωροι πριν ήσαν, γνώσι
έκαμα νάχουν και μυαλό να βάλουν.
Να κατηγορήσω αυτούς με τούτο εγώ δεν θέλω,
αλλά μ’ όσα έδωκα την καλοσύνη μου να δείξω,
τι πρώτα βλέποντας αυτοί του κάκου εβλέπαν
κι’ ακούοντας δεν άκουαν, κι’ όμοιοι με των ονείρων
τους ίσκιους, ανακάτευαν όπως ετύχαινε όλα
για πολύν καιρό, κι’ ούτε πλιθοκτισμένα σπίτια
λιακωτά εγνώριζαν, ούτε την τέχνη
του ξύλου, μόνο σε σκαφτές σπηλιές αυτοί εζούσαν
σαν τα πολυκίνητα μυρμήγκια, μες στα ανήλια βάθη
των άντρων, και μήτε του χειμώνα βέβαιο είχαν σημάδι
μήτε της ανθοευωδιασμένης άνοιξης και μήτε
του καρπερού καλοκαιριού· κι’ όλα ενεργούσαν
άγνωρα, ως που εγώ τους έδειξα των άστρων
της ανατολές και της δυσκολογνώριστες δύσες.
Και την έξοχη τέχνη του αριθμού τους ηύρα
και των γραμμάτων τη σύνθεσι κι’ ακόμα
τη μνήμη, που όλων είναι εργατική μουσογεννήτρα.
Κ’ εγώ πρώτος στο ζυγόν έζεψα τα κτήνη
στης ζεύγλες να δουλεύουν σκλάβα, κ’ έτσι
διάδοχοι των θνητών στους τρανούς κόπους να γίνουν,
και κάτου απ’ τ’ άρματα έβαλα ημερωμένα
τ’ άλογα, δόξα ακριβή του πλούτου. Κι’ άλλος
παρά εγώ κανείς τα λινόφτερα δεν ηύρε,
τα θαλασσόδρομα των ναυτικών αμάξια.
Και τέτοιες ο άμοιρος για τους θνητούς έχοντας εύρει
τέχνες, δεν βρίσκω ατός μου τρόπο να γλυτώσω
απ’ αυτή τη συμφορά οπού έχω τώρα.
ΧΟΡΟΣ
Σ’ ευρήκε άπρεπο κακό και χάνοντας τα φρένα
πλανιέσαι· κι’ όπως κακός γιατρός, σε αρρώστια
πεσόντας λιγοψυχάς· κι’ ουδέ να βρης γνωρίζεις
με ποια φάρμακα τον εαυτό σου τώρα να γιατρέψης.
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Αν και τ’ άλλα ακούσης, πιότερο εσύ θα σαστίσης
τι τέχνες εσοφίσθηκα και δόλους.
Και το μεγαλύτερο είναι, που αν κάνεις έπεφτε σ’ αρρώστια,
κανένα γιατρικό γι’ αυτόν δεν ήταν
μήτε φαγώσιμο, μήτε πιώσιμο κανένα,
μηδ’ αλειφτό, αλλ’ απ’ την έλλειψι φαρμάκου
αδυνάτιζαν, ως που μαλακά φάρμακα να σμίγουν
εγώ τους έδειξα, που πολεμούν όλες της αρρώστιες.
Και τρόπους μαντικής πολλούς αράδιασα και πρώτος
ξεχώρισα ποια απ’ τα ονείρατα είναι οπτασίες
και κλήδονες δυσκολογνώριστους τους έδειξα, κι’ ακόμα
να ξεδιαλύνουν τους έδειξα το συναπάντημα του δρόμου.
Και για των γυρτόνυχων πουλιών το πέταγμα είπα
ποια καλοσήμαδα και ποια ανάποδα είναι
και τι λογής τάγισμα καθένα απ’ αυτά έχει
και ποιες είν’ οι έχθρες κ’ οι έρωτες κ’ οι σύναξές τους.
Και το καθάρισμα των σπλάχνων και, τι χρώμα αν έχουν
και ποιες καλόμορφες η χολή κι’ ο λοβός όψες,
στους θεούς αρέσουν και του κρέατος τα κομμάτια
κνισοσκεπασμένα πυρώνοντας και τη μακρυά ράχη
σε δυσκολομάθητη ωδήγησα τους θνητούς τέχνη·
και τα μάτια τους άνοιξα για τα σημάδια
των φλογών, που κατασκότεινα γι’ αυτούς πριν ήσαν.
Αυτά έτσι έγιναν όμως και ποιος θα πη ότι βρήκε
πριχού από με ωφελήματα για τους ανθρώπους
απ’ όσα μέσα στης γης τα βάθη είναι κρυμμένα,
το χαλκό, το σίδερο και το χρυσάφι και τ’ ασήμι;
Κανείς δεν θα το ειπή – το καλοξέρω –
εξόν μάταια αν θέλη να φλυαρήση.
Κοντολογής όλα μ’ ένα λόγο μάθε τα· όλες
οι τέχνες απ’ τον Προμηθέα στους θνητούς δοθήκαν.
ΧΟΡΟΣ
Μην ωφελής τώρα τους θνητούς πιότερο παρ’ όσο
πρέπει και μη αμελής τον εαυτό σου, πούναι
σε δυστυχία· γιατί εγώ μεγάλη έχω ελπίδα
πως τα δεσμά σου όταν λυθούν αυτά, θα γίνης
πάλι δυνατός όχι λιγώτερ’ απ’ τον Δία.
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Μοίρα τελειωτική δεν είναι ακόμη πεπρωμένη
τέτοιο να δώση σ’ αυτά τέλος· και μονάχα
μύρια βάσανα και συμφορές σαν με λυγίσουν,
απ’ τα δεσμά μου τότε θα γλυτώσω· τι είναι η τέχνη
πολύ αδυνατώτερη από την ανάγκη.
ΧΟΡΟΣ
Ποιος της ανάγκης είναι κυβερνήτης;
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Οι τρίμορφες Μοίρες κ’ οι ενδυμήτρες Ερινύες.
ΧΟΡΟΣ
Ώστε απ’ αυτές αδυνατώτερος κι’ ο Δίας είναι;
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Κι’ αυτός δεν μπορεί το γραφτό του να ξεφύγη.
ΧΟΡΟΣ
Και τι είν’ γραφτό του παρά πάντα να άρχη;
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Αυτό δεν θα το μάθης και μη ερώτα.
ΧΟΡΟΣ
Κάτι φοβερό θάναι αυτό που κρύβεις.
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Άλλα μελέτησέ μου, τι καιρός δεν είναι
να ξεστομίσω αυτό, και να το κρύψω
πρέπει όσο δύναμαι, γιατί φυλάγοντάς το μόνο
απ’ τάπρεπα δεσμά και τα μαρτύρια θα γλυτώσω.
ΧΟΡΟΣ
Στροφή α’.
Ποτέ ο Δίας, που όλα κυβερνά, ας μη βάλη
τη δύναμί του αντίπαλο της δικής μου γνώμης·
και μ’ ευλαβητική θυσία σφαχτών βωδιών
ας μη χρονίσω τους θεούς να ζυγώσω
κοντά στ’ άσβεστο διάβα του πατέρα Ωκεανού.
Κι’ ας μην αμαρταίνω με λόγια,
μόν’ αυτή μου η γνώμη μέσα μου ας μένη
και ποτέ να μη λυώση.
Αντιστροφή α’.
Γλυκύτατο είναι με θαρρετές ελπίδες
της μακρυάς ζωής να διαβαίνης το δρόμο
τρέφοντας μ’ αθώες χαρές την καρδιά σου.
Αλλά τα μύρια δεινά που σε σπαράζουν
θωρώντας φρίττω . . . . .
Γιατί χωρίς να φοβηθής τον Δία
αυτόγνωμα εσύ, Προμηθέα,
πολυγνοιάζεσαι για τους θνητούς.
Στροφή β’.
Ιδές πόσο άχαρη, φίλε, είν’ η χάρι·
πες πού είναι δύναμι για σένα τώρα;
ποιαν απ’ τους θνητούς έχεις βοήθεια;
Δεν ξέκρινες τάχα την αργοκίνητη ατονία,
που όμοια όπως σ’ όνειρο κρατά εμποδισμένο
το γένος το τυφλό των ανθρώπων;
Ποτέ την αρμονία του Δία
δεν περνάν οι βουλές των θνητών.
Αντιστροφή β’.
Γνώρισα τούτα θωρώντας
την κακή σου κατάντια, Προμηθέα.
Κ’ ήρθε μου τώρα σκοπός τραγουδιού
αλλοιώτικος, παρ’ όταν σου τραγουδούσα
τον Υμένεο σιμά στο λουτρό
και στην κλίνη την ημέρα του γάμου,
όταν την ομόπατρη Ησιώνη πήρες
πείθοντάς την με δώρα
γυναίκα σου ομοκρέββατη να γίνη.
ΙΩ
Ποια γη; ποιο γένος; ποιον να ειπώ ότι βλέπω
μ’ αυτά τα χαλινάρια στ’ ακροβράχια
να παραδέρνη;
Ποιας αμαρτίας τιμωρία λαμβάνεις;
Πες μου σε ποιο μέρος
της γης πλανέθηκα η καϋμένη.
Ω! ωιμέ, ωιμένα.
Πάλι την άμοιρη κάποιο κεντρί με κεντάει
το φάντασμα του γηγενούς Άργου, ω γη, μάκρυνέ το·
φοβούμαι το μυριόμματο βοσκό θωρώντας.
Κ’ έρχετ’ αυτός με δολερό το μάτι,
που ουδέ πεθαμμένον η γη τον σκεπάζει,
μονάχα εμέ τη μαύρη
κυνηγά, περνώντας τον Άδη
και νηστικιά με κάνει στου γιαλού να πλανιέμαι την άμμο.
Στροφή
Κι’ αχολογάει κερόπλαστη η φλογέρα
τον υπνοδότη αχό της. Αλλοί κι’ ωιμέ,
ωιμένα, ως πού με παν πέρα
τα μακρυνά τα ξεπλανέματά μου.
Σε τι, ω τέκνο του Κρόνου, σε τι
μ’ ηύρες φταίχτρα και με μπλέκεις
σε τούτα τα δόλια δεινά;
Κι’ οιστρήλατη, τη μαύρη από φόβο
έτσι με βασανίζεις, ωιμέ;
Με φωτιά κάψε με ή θάψε με μέσα στη γη,
δος με στα ψάρια του πελάου βορά·
την τέτοια χάρι μη μ’ αρνηθής, βασιληά.
Πολύ μ’ εκουράσαν οι πολύπλανοι δρόμοι
κι’ ουδέ ξέρω το πώς τα δεινά θα ξεφύγω.
Ακούς την ευχή εμέ της βοϊδοκέρατης κόρης;
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Την οιστρόπληκτη πώς να μην ακούσω θυγατέρα
του Ινάχου, αυτήν που μ’ έρωτα την καρδιά ζεσταίνει
του Δία και για τούτο από την Ήρα μισημένη
σε μακρυνούς αθέλητά της τρέχει ολοένα δρόμους;
ΙΩ
Πώς με του πατέρα μου τόνομα με κράζεις;
Ω, ποιος, πολυβασανισμένε, πες μου ποιος είσαι,
που εμέ την άμοιρη αλάθευτα ονομάζεις;
και το θεοκυνήγητό μου τούτο
κακό ξέρεις το, που με μαραίνει
μ’ ένα κέντρισμα μανίας;
Αφάγωτη, με σκίρτημα τυραγνισμένο
γοργά ήρθα, ωιμένα, νικημένη
απ’ την άγρια όργιτα της Ήρας.
Άλλος, αλλοίμονο, πολύπαθος ποιος είναι
τα βάσανά μου νάχη; Όμως συ τώρα
ξεδιάλυνέ μου τι μέλλεται ακόμα
να πάθω και με ποιο τρόπο τα βάσανά μου
μπορεί να γιατρευθούν· δείξε μου, αν ξέρης,
μίλησε, πες το σ’ εμέ την παρθένα
την άμοιρη, που παραδέρνω.
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Ξάστερα θα σου φωνάξω ότι ζητάς να ξέρης,
χωρίς να μπλέξω αινίγματα, μόνο μ’ αλήθεια,
όπως το στόμα καθείς στο φίλο του πρέπει ν’ ανοίγη.
Τον δωρητή της φωτιάς προς τους ανθρώπους,
τον Προμηθέα, βλέπεις μπροστά σου.
ΙΩ
Ω εσύ ωφέλεια των θνητών όλων,
άμοιρε Προμηθέα, πώς παθαίνεις τούτα;
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Μόλις τώρα έπαψα κλαίοντας τα βάσανά μου.
ΙΩ
Κ’ εμέ μια χάρι δεν θάστεργες να κάμης;
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Πες τι από με θέλεις· όλα θα τα μάθης.
ΙΩ
Στο βράχο αυτό ποιος σ’ έχει καρφώσει πες μου.
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Του Δία το θέλημα και του Ηφαίστου το χέρι.
ΙΩ
Και για ποιο σου αμάρτημα την τιμωρία λαβαίνεις;
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Αρκετό σου είναι ό,τι σου έχω φανερώσει.
ΙΩ
Και των βασάνων εμέ της άμοιρης ακόμα
φανέρωσέ μου ποιο το τέρμα θάναι.
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Καλύτερά σου αυτό να μην το μάθης.
ΙΩ
Μα ό,τι κι αν μέλλεται να πάθω μη μου κρύψης.
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Την τέτοια χάρι που ζητάς δεν τη ζηλεύω.
ΙΩ
Και γιατί τάχα αργείς ξάστερα να μου πης όλα;
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Μόν’ από φόβο μην θολώσω τα συλλογικά σου.
ΙΩ
Μη νοιάζεσαι γι’ αυτό πιότερο από μένα που το θέλω.
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Μια που το θέλεις, το λέγω κι’ άκουσέ με.
ΧΟΡΟΣ
Στάσου ακόμη· κ’ εμέ κάμε μια χάρι.
Πρώτ’ ας τη ρωτήσουμε τα βάσανά της
να τα ιστορήση πριν, κ’ ύστερ’ ας μάθη
από σε τα μελλάμενά της πάθη.
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Ιώ, τη χάρι αυτή δεν πρέπει ν’ αρνηθής στης κόρες,
γιατί είναι του πατέρα σου αδελφάδες·
και λογιάζω πως ανάξια κανείς δεν χάνει
τον καιρό, σαν δυστυχίες ιστορή με κλάμα πόνου
κι’ όσοι ακούνε του αποκρίνονται με δάκρυ.
ΙΩ
Δεν δύναμαι να μη δεχθώ το ρώτημά σας,
κι’ όλα, τα που ρωτάτε, ξάστερα θ’ ακούστε,
αν και με πιάνει κλάμα στη διήγησί μου,
του πώς ήρθε βαρυχειμονιά σ’ εμέ, και της μορφής μου
ο χαλασμός εμέ της άμοιρης πώς ήρθε.
Φαντάσματα ονείρων τη νύχτα συχνοτριγυρνώντας
στα παρθενικά μου δώματα μ’ εξεπλανεύαν
μ’ απλά λόγια τέτοια: «Μυριοευτυχισμένη κόρη,
γιατί παρθένα μένεις, ενώ στο χέρι σου είναι
πολυδοξασμένος γάμος; Ερωτικό ένα βέλος
καίει το Δία για σε και λαχταράει εκείνος
την αγκαλιά σου. Τέτοια, παιδί μου, κλίνη
μη την καταφρονέσης, μόν’ έβγα στο πλατύ λιβάδι
της Λέρνης, όπου βόσκουνε του Ινάχου
τα βώδια και τα πρόβατα, ως που να σβύση
απ’ του θεού το μάτι ο ερωτικός του πόθος».
Όνειρα τέτοια κάθε νύχτα ερχόνταν
σ’ εμέ την άμοιρη, ως που δεν βάσταξε η καρδιά μου
κ’ είπα τα οράματα της νύχτας στον πατέρα.
Κ’ εκείνος θεοπρόπους στην Πυθώ και στη Δωδώνη
στέρνει πολλούς για να ρωτήσουν
με ποια λόγια ή έργα θα μπορέση
ν’ αρέση στους θεούς. Κι’ αυτοί εγυρίσαν
κ’ έφεραν χρησμούς που άσχημα εξηγιόνταν
και σκοτεινά και δύσκολα ήσαν ειπωμένοι.
Και τέλος ξάστερο μήνυμα στον Ίναχο ήρθε
καθαρά προστάζοντάς τον να ξαπολύση εμένα
κι’ απ’ το σπίτι κι’ απ’ τη χώρα να με διώξη,
στ’ άκρα πέρατα του κόσμου να πλανώμαι.
Κι’ αν δεν στέρξη, φλογερός θάρθη απ’ τον Δία
κεραυνός π’ όλη τη γενειά θα ξεπαστρέψη.
Στα μαντεύματα αυτά υπακούοντας του Λοξίου
μ’ έδιωξε και μ’ επέταξε απ’ το σπίτι
άθελην άθελος, γιατί τούτο να κάμη
τον ανάγκαζε ο χαλινός του Δία.
Κ’ ευθύς η όψι μου και τα φρένα αναποδιάσαν
κ έχοντας κέρατα, ως θωρείτε, κεντημένη
απ’ του οίστρου το κεντρί, μανιακά σκιρτώντας
ωρμούσα στο καλόπιοτο ρέμμα της Κερχνείας
και στα υψώματα της Λέρνης· κ’ ένας ντόπιος βοηδολάτης
άσπλαχνος στην καρδιάν, ο Άργος, τα πατήματά μου
ακολουθούσε, κυττώντας με μ’ άγρια μάτια.
Μ’ αναπάντεχος θάνατος αιφνήδιος έκοψέ του
τη ζωή. Κ’ οιστρόπληκτη εγώ με θεϊκό καμτσίκι
διώχνομαι από γη σε γη. Άκουσες τα γενομένα,
κι’ αν μπορής να ειπής ποιες μέλλονται μου θλίψες
φανέρωσ’ τα· κι’ όχι από ευσπλαχνία με λόγια
ψεύτικα να με ζεσταίνης· γιατ’ η πιο άσχημη αρρώστια
λέω πως είναι τα φτιασμένα λόγια.
ΧΟΡΟΣ
Ωιμέ, ωιμέ, στάσου, αλλοίμονο.
ποτέ μου, ποτέ μου
δεν απάντεχα τέτοια απόκοτα
λόγια να φθάσουν
στην ακοή μου·
ουδέ τόσο κακοθώρητα κι’ αβάσταχτα
δεινά, συμφορές, φόβοι, περνώντας
πέρα ως πέρα τη ψυχή μου να παγώσουν.
Αλλοίμονο, αλλοί, ω μοίρα κι’ ω μοίρα,
έφριξα βλέποντας της Ιούς τα δεινά.
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Πρόωρα στενάζεις κ’ είσαι φόβο γεμάτη·
στάσου ως που και τα λοιπά να μάθης.
ΧΟΡΟΣ
Λέγε, ιστόρησε· γλυκό στους παθιασμένους είναι
να μάθουν από πρωτήτερα τον επίλοιπο πόνο.
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Ό,τι πριχού ποθούσατε, εύκολα ελάβατε από μένα,
γιατί ζητούσατε πρώτα ν’ ακούστε η ίδια
να ιστορήση το μαρτύριο της· κι’ ακούσετε τώρα
τάλλα πάθη όσα μέλλεται να λάβη
απ’ την Ήρα η κόρη ετούτη. Και συ του Ινάχου
σπέρμα, τα λόγια μου βάλε στο νου σου
να μάθης έτσι του δρόμου σου το τέρμα.
Στρέψε απ’ εδώ πρώτα, απ’ όπου βγαίνει ο ήλιος,
και προς τους ανόργωτους τράβα τους κάμπους.
Στους Σκύθες θα φθάσης τους πλανήτες που σε πλεκτές στέγες
μετέωροι κατοικούν σε καλότροχα πάνω αμάξια
και μακροβόλα τόξα πάνω στον ώμο φέρνουν.
Σ’ αυτούς μη πλησιάσης, αλλά σιμώνοντας στης ράχες
όπου βογγά το κύμα, διάβα παραπέρα.
Κι’ αριστερόθε του σιδέρου οι εργάτες
οι Χάλυβες οικούν, κι’ απ’ αυτούς φυλάξου,
γιατί ανήμεροι είναι κι’ απλησίαστοι στους ξένους.
Και σε ποταμό υβριστή – όνομα και πράμμα –
θα φθάσης και μη τον διαβής, τι καλοπέραστος δεν είναι,
προτού φθάσης να ιδής τον Καύκασο τον ίδιο
τον υπερύψηλο, που απ’ τα μηνίγγια του ο ποταμός ξεσπάει
την ορμή του. Κ’ εκεί πρέπει εσύ περνώντας
της αστρογείτονες κορφές του να μπης στο δρόμο
της μεσημβρίας εκεί όπου θα βρης της Αμαζόνες
της μίσανδρες. Αυτές μιαν ημέρα θε να χτίσουν
τη Θεμίσκυρα κοντά στον Θερμόδοντα, όπου κ’ η τραχειά είναι
της Σαλμυδησού η σαγόνα, εχθρόξενη στους ναύτες,
μητρυιά των καραβιών. Αυτές θα σ’ οδηγήσουν
πολύ πρόθυμες· και στο στενό των Κιμμερίων
θα φθάσης, μέσ’ στης στενές της λίμνης πύλες,
που αφήνοντάς το πρέπει τολμηρά να ξεπεράσης
τη μάνδρα τη Μαιωτική· και μεγάλη φήμη
του ταξειδιού σου πάντα στους θνητούς θα απομείνη.
Και Βόσπορος το πέρασμα θα ονομασθή από σένα.
Θ’ αφήσης τότε της Ευρώπης της χώρες
και στης στεριές θα φθάσης της Ασίας.
Δεν σας φαίνεται λοιπόν των θεών ο βασιλέας
πως το ίδιο ως προς όλα βίαιος είναι,
που θεός αυτός με μια θνητή να σμίξη
ποθώντας, την επαράδειρε έτσι;
Πικρός, ω κόρη, σου έλαχε μνηστήρας
γάμου. Τι τα λόγια που τώρα έχεις ακούσει
λόγιαζε πως δεν είναι ούτε η αρχή για σένα.
ΙΩ
Αλλοί μου, αλλοί, κι’ ωιμένα!
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Φωνάζεις τώρα και στενάζεις· όμως τι θα κάμης
όταν και τα επίλοιπα δεινά σου μάθης;
ΧΟΡΟΣ
Κι’ άλλα λοιπόν βάσανα θα ειπής δικά της;
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Κακοφούρτουνο ένα πέλαγο βασάνων.
ΙΩ
Τι μ’ ωφελεί να ζω τάχα και γοργά δεν τρέχω
να ριχτώ απ’ αυτόν εδώ τον γκρεμό του βράχου,
ώστε σωριάζοντας χάμου απ’ τα βάσανά μου όλα
ίσως γλυτώσω; Τι καλύτερο είναι
μια φορά να πεθαίνη κανένας παρ’ όλες
της μέρες της ζωής του άθλια να πάσχη.
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Πόσο δύσκολα εσύ θα βαστούσες τα δικά μου
μαρτύρια, που πεπρωμένο δεν είν’ να πεθάνω!
γιατί αυτό γλυτωμός απ’ τα βάσανα θα ήτον.
Και τώρα του κακού μου τελειωμός δεν είναι
πριχού ο Δίας απ’ την εξουσία ξεπέση.
ΙΩ
Θα ξεπέση κάποτε απ’ την εξουσία ο Δίας;
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Θαρρώ πως τέτοια βλέποντας συμφορά θα χαιρόσουν.
ΙΩ
Και πώς όχι, που απ’ τον Δία εγώ ταλαιπωρούμαι;
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Μπορείς λοιπόν να ξέρης πως αυτό θέλει γίνει.
ΙΩ
Και ποιος του βασιληά το σκήπτρο θα τ’ αρπάξη;
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Του εαυτού του αυτός ο ίδιος από άμυαλη σκέψι.
ΙΩ
Και με ποιο τρόπος φανέρωσ’ το, αν δεν σου φέρνη βλάβη.
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Θα κάμη τέτοιο γάμο, που μια μέρα θα τον θλίψη.
ΙΩ
Με θεά ή γυναίκα; πες μου αν να ειπωθή μπορεί τούτο.
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Τι με ρωτάς; Δεν μπορεί να ειπωθούνε τα τέτοια.
ΙΩ
Και θα τον πετάξη η ομοκρέββατη από τον θρόνο;
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Γιατί γυιό δυνατότερο του πατέρα θα γεννήση.
ΙΩ
Και δεν υπάρχει γι’ αυτόν γλυτωμός της τέτοιας τύχης;
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Όχι, πριν εγώ απ’ τα δεσμά τούτα λυμένος. . . .
ΙΩ
Και ποιος θα σε λύση, αν δεν το θέλη ο Δίας;
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Κάποιος απόγονός σου πρέπεται νάναι εκείνος.
ΙΩ
Τι είπες; ένα παιδί μου απ’ τα δεινά θα σ’ απαλλάξη;
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Στη γέννα την τρίτη και δεκάτη ακόμα.
ΙΩ
Αυτή η χρησμολογία ευκολονόητη δεν είναι.
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Κι’ ουδέ τα βάσανά σου μη ζητάς να μάθης.
ΙΩ
Δίνοντάς μου ένα καλό, μη κατόπι μου το πέρνης.
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Από τους δυο λόγους θα σου χαρίσω εγώ τον ένα.
ΙΩ
Ποιους; εξήγησέ μου πριν και δος μου να εκλέξω.
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Σου δίνω κ’ έκλεξε· ξάστερα να σου ιστορήσω
ή τα λοιπά σου βάσανα ή αυτόν που εμέ θα ξελύση.
ΧΟΡΟΣ
Θέλησε συ την μια απ’ αυτές της χάρες
σε τούτην να κάμης κ’ εις εμέ την άλλην
και μη τα λόγια μου περιφρονήσης· πες σε τούτην
την επίλοιπη περιπλάνησί της κ’ εις εμένα
πες ποιος θα σε λύση· τι εγώ θέλω να το μάθω.
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Μια που το ζητάτε, εγώ ενάντιος δεν θα είμαι
ώστε να μη σας φανερώσω το που επιθυμείτε.
Εις σε πρώτα, Ιώ, θα ειπώ την πολυταραγμένη
περιπλάνησι, που χάραξέ την μέσα στας δέλτους
του νου σου. Όταν περάσης το ρεύμα αυτό πούναι
σύνορο των δυο ηπείρων, προς της ανατολές που φλογισμένες
έχουν όψες ηλιόβριθες . . .
περνώντας του πελάου το φλοίσβο, ώστε να φθάσης
στους Γοργόνειους κάμπους της Κισθήνης, όπου
μένουν οι Φορκίδες, τρεις κόρες γηραλέες,
πώχουν μορφή κύκνου κ’ ένα μόνον μάτι κ’ ένα δόντι
κι’ ούτ’ ο ήλιος με της ακτίνες του ποτέ της βλέπει
μήτε η σελήνη η νυκτικιά ποτέ της.
Και κοντά τους τρεις φτερωτές είν’ αδελφές τους
φιδομαλλούσες, οι ανθρωπομίσητες εκείνες Γοργόνες,
που κανείς θνητός ιδόντας τες στη ζωή δεν εστάθη.
Τούτο για προφύλαξι έτσι σου το λέγω.
Κι’ άκουσε έν’ άλλο θώρημα φοβερό, γιατί πρέπει
να φυλαχθής απ’ τους Γρύπες, τους μυτεροστόμους
σκύλλους του Δία, τους μουγγούς κι’ απ’ το μονόφθαλμο το πλήθος
το καβαλλάρικο των Αριμασπών, που κατοικούνε
στο χρυσό νερό του ποταμιού του Πλούτωνος τριγύρω.
Συ μη τους ζυγώνης. Κ’ εις απόμακρη θα φθάσης χώρα
σε φυλή μαύρη που κοντά στου Ήλιου της πηγές οικούνε,
όπου είναι ο ποταμός Αιθίοψ. Τράβα δίπλα στης όχθες
τούτου, ως που την κατεβασιά να φθάσης όπου ρίχνει
το καλόπιστο και σεπτό νερό του ο Νείλος
απ’ της Βύβλινες της ράχες. Κι’ αυτός θα σ’ οδηγήση
στην τρίγωνη Νειλέικη γη, όπου είναι πεπρωμένο
εσένα, Ιώ, και των παιδιών σου μια αποικία να χτίστε
μακρυνή. Κι’ αν σκοτεινό απ’ αυτά κανένα
σου είναι και δυσκολόβρετο, ξαναειπέ μου το εμένα
και ξάστερα καλόμαθε το, γιατί κι’ όλα έχω
αδειά περσότερη εγώ απ’ όση θέλω.
ΧΟΡΟΣ
Αν τίποτ’ άλλο ακόμη επίλοιπο ή λησμονημένο
μπορείς να της ‘πής για την πολυπαθιασμένη
περιπλάνησί της, λέγε το· μ’ αν όλα ειπωμένα τάχεις,
κάμε κ’ εμάς τη χάρι που ζητάμε, ως ενθυμείσαι.
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Άκουσε αυτή όλο του δρόμου της το τέρμα.
Μα όμως για να ξέρη πως δεν έχασε τον κόπο
ακούοντάς με, τώρα θενά ειπώ τα πάθη
όσα τράβηξε πριχού εδώ φθάση, δίνοντας εγώ τούτη
την απόδειξι πως αληθινά τα λόγια μου είναι.
Της ιστορίες όμως της περισσές θα παραλείψω
και σ’ αυτό μόνο θα ερθώ της περιπλάνησης το τέλος.
Όταν τέλος έφθασες στων Μολοσσών τους τόπους
και της ψηλόρραχης Δωδώνης, όπου ο θρόνος είναι
και τα μαντεία του Θεσπρωτού Διός και – θάμα
απίστευτο – όπου οι δρύες μιλούν κι’ οπού σε χαιρετίσαν
ξάστερα και διόλου αινιγματικά ως γυναίκα
μελλάμενη του Δία, πολυδοξασμένη,
που κάπως τα λόγια αυτά σ’ αρέσαν,
εκείθε οιστροκεντρισμένη έφθασες στο δρόμο
τ’ ακρογιαλιού, στης Ρέας τον κόλπο το μεγάλο
απ’ όπου σε δρόμους παράδειρες ξαναπερπατημένους.
Κι’ αυτός του πόντου ο κόλπος, καλογνώριζέ το,
στους καιρούς που θάρθουν, θα ονομασθή Ιόνιος
απ’ όλους τους ανθρώπους, θύμημα του δικού σου
δρόμου. Αυτά εις εσέ σημάδια ας είναι του νου μου
πως περσότερο αυτός απ’ το φανερό ξεκρίνει.
Κι’ όσα απομένουν θα ιστορήσω και στους δύο,
γυρίζοντας στου πρωτήτερου λόγου μου τ’ αχνάρια.
Είναί τη μια πόλι Κάνωβος στης γης την άκρη,
στο στόμιο καθαυτό και στην πρόσχωσι του Νείλου·
εκεί ο Δίας στα συλλογικά σου θα σε φέρη
με άβλαβη επαφή χεριού και μόνο εγγίζοντάς σε.
Και θα γεννήσης τον μαύρο Έπαφο, που τ’ όνομά του
απ’ αυτό θα πάρη και που τους καρπούς θ’ απολαβαίνη όλους
της χώρας, που ο πλατυρρεύματος ποτίζει ο Νείλος.
Και πέμπτη ύστερ’ απ’ αυτόν γέννα από πενήντα
παιδιά, θηλύκια, θάρθη, όχι θέλοντας, εις τ’ Άργος
φεύγοντας την παντρειά με συγγενείς ξαδέλφους.
Κι’ αυτοί με ταραγμένα φρένα, σαν γεράκια
που όχι πολύ πίσω από περιστερές έχουν ‘πομείνει,
θάρθουν να ζητήσουν γάμους τέτοιους που δεν ήταν
σωστό να κυνηγήσουν και θεός κάποιος τα κορμιά τους
θα ζηλέψη να πάρη· κι’ από νυχτοφυλαγμένη
γυναίκεια τόλμη σφαγμένους τούτους θα σκεπάση
η Πελασγία γη· γιατί κάθε γυναίκα
τη ζωή καθενός άνδρα θα του κόψη,
δίστομο μέσ’ στο λαιμό του βάφοντας μαχαίρι.
Τέτοια Αφροδίτη ηδονική και τους εχθρούς μου ναύρη.
Μα μια απ’ της κόρες θα την μαγέψη ο πόθος,
ώστε τον ομοκρέββατό της να μη τον σφάξη
και να μαλαχθή η γνώμη της, κι’ από τα δύο
να προτιμήση το ένα, κάλλιο
λιγόψυχη παρά φόνισσα να τήνε κράζουν.
Αυτή στο Άργος βασιλική γενειά θα δώση.
Λόγος μακρύς θα ‘χρειάζετο για να ιστορήσω
σωστά όλα τούτα. Μ’ απ’ αυτό το σπέρμα
θα φυτρώση κάποιος τολμηρός και ξακουσμένος
στα τόξα, που αυτός απ’ τα μαρτύρια τούτα
θα λυτρώση εμένα. Τέτοιο μου έχει δώσει
χρησμό η παλαιογέννητη δική μου μάννα,
η Τιτανίδα η Θέμις· το πώς θα γίνουν όμως τούτα
και το πού, γι’ αυτό καιρός πολύς θα χρειαζότουν
να τα πω, και ξέροντάς τα εσύ όφελος δεν έχεις.
ΙΩ
Αλλοίμονό μου, αλλοίμονό μου.
παραζάλη εμένα και μανίες
φρενόπληκτες πάλι με θερμαίνουν
και το άφλογο κεντρί του οίστρου
με τρυπά. Κ’ η καρδιά μου
με φόβο το φράχτη κτυπά
και σαν στρόβιλος στριφογυρίζει
η βλέψι μου κ’ έξω του δρόμου
φέρνομαι απ’ της λύσσας την άγρια πνοή.
Ακράτητη είναι μου η γλώσσα
κ’ οι θολοί λογισμοί μου
χαμένοι χτυπιούνται
σε κύμα φριχτής συμφοράς.
ΧΟΡΟΣ
Στροφή
Βέβαια σοφός, βέβαια σοφός
ήταν εκείνος που πρώτος
εκράτησε τούτο στο νου του
και με τη γλώσσα εφανέρωσε σ’ όλους
λέγοντας πως το καλύτερο απ’ όλα
είναι συγγένεια κατά τη σειρά σου να κάνης·
και μήτε ανάμεσα σε όσους
ο πλούτος τους χαλά μήτε σε όσους
περηφάνεια για το γένος των έχουν
να ζητήσης, παντρειά να κάμης
όταν φτωχός συ ο ίδιος είσαι.
Αντιστροφή
Ποτέ μου, ω ποτέ μου
ας μη μου λάχη να με ιδήτε,
ω Μοίρες, σύνευνο του Δία
και μήτ’ άλλου θεού παντρεμμένου
ποτέ ας μη ποθήσω το πλάι.
Γιατί τρέμω τη μίσανδρη θωρώντας
παρθενιά της Ιούς, που μαρτύρια
πολυπαθιασμένα την σπαράζουν
απ’ την άπονην Ήρα.
Επωδός
Κ’ εγώ σαν τακτικός είν’ ο γάμος
φόβο απ’ αυτόνε δεν έχω
κι’ ούτε τον σκιάζομαι κ’ είθε
θεού δυνατωτέρου πόθος
μη με κυττάζη με βλέμμα
που δεν θάχω απ’ αυτό γλυτωμό.
Απολέμητος ο πόλεμος θάναι κι’ αδιάβατό μου το διάβα
κι’ ούτε γνωρίζω τι θα γινόμουν,
τι δεν βλέπω πώς απ’ του Δία τους δόλους
θα μπορούσα ποτέ να ξεφύγω.
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Όση κι’ αν έχη περηφάνεια ο Δίας, αλλ’ όμως
ταπεινός βέβαια θα γίνη με τον τέτοιο γάμο
που ετοιμάζει να κάμη, γιατί τούτος απ’ το θρόνο
τον βασιλικό θα τον πετάξη κι’ ακέρηα θα πιάση
η κατάρα τότε του πατέρα του Κρόνου,
που εφώναξέ την πέφτοντας απ’ τον πανάρχαιο θρόνο.
Κ’ εξόν από μένα κανείς θεός άλλος
δεν θα μπορούσε λυτρωμό να του δείξη
απ’ αυτά τα πάθη. Εγώ μόνος γνωρίζω
κι’ αυτά και του γλυτωμού τον τρόπο. Μ’ ας κάθεται τώρα
στους ενάερους κρότους θωρώντας κι’ ας σείη
το φλογόπνοο βέλος στα χέρια. Ολωσδιόλου
δεν θα του φθάσουν αυτά, ώστε ταπεινά να μη πέση
πέσιμο ανυπόφερτο. Έν’ αντίπαλο τέτοιο
ο ίδιος του εαυτού του σήμερα ετοιμάζει,
έν’ απολέμητο τέρας που κι’ απ’ τον κεραυνό θαύρη
καλύτερη φλόγα και δυνατώτερο απ’ τη βροντή ένα κτύπο
και που την τρίαινα, την θαλάσσια κοσμοσείστρα,
του Ποσειδώνος το κοντάρι, αυτός θα σπάση.
Και στο κακό αυτό σκοντάβοντας ο Δίας θα μάθη
πόσο η αρχή απ’ τη δουλείαν απέχουν.
ΧΟΡΟΣ
Όσα εσύ ποθείς να γίνουν τα κοπανάς του Δία.
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Τα όσα θα γίνουν κ’ εγώ ποθώ, αυτά λέγω.
ΧΟΡΟΣ
Να προσμένουμε πως θα ορίση τον Δία κάποιος;
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Και μεγαλύτερα βάσανα παρά τούτα θάχη.
ΧΟΡΟΣ
Και πώς δεν φοβάσαι τέτοια λόγια εσύ πετώντας;
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Και τι να φοβηθώ, που θάνατο δεν έχω;
ΧΟΡΟΣ
Αλλά μαρτύριο μεγαλύτερο από τούτο μπορεί νάρθη.
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Ας το κάμη κι’ αυτό· εγώ όλα τ’ απαντέχω.
ΧΟΡΟΣ
Σοφοί είναι όποιοι την Αδράστεια προσκυνούνε.
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Σέβου, παρακάλιε, χάιδευε συ αυτόν που ορίζει.
Μα εμένα ολότελα για τον Δία δεν με μέλει.
Ας εξουσιάζη αυτός κι’ ας άρχη όπως του αρέσει
τον λίγο καιρό τούτο, γιατί πολύ ακόμη
δεν θα εξουσιάζη τους θεούς. Βλέπω όμως τώρα
του νέου βασιληά, του Δία, τον μαντατοφόρον
υπηρέτη· άφευκτα κάποιο νέο μήνυμα θα φέρνη.
ΕΡΜΗΣ
Εσένα τον πανούργο, που υβριστικά υβριστής είσαι,
που αμάρτησες προς τους θεούς τιμώντας
τους θνητούς, τον κλέφτη της φωτιάς, εσένα λέγω·
προστάζει σου ο πατέρας να εξηγήσης
ποιος είναι ο γάμος που απειλείς πως θα τον ρίξη
απ’ την εξουσία· κι’ όχι μ’ αινίγματα να ειπής ετούτα,
μονάχα ξάστερα το καθετί, και μη με κάμης
δυο φορές το μακρύ δρόμο εγώ να πάρω, Προμηθέα.
Αλλέως το ξέρεις πως από τέτοια ο Δίας δεν μουδιάζει.
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Μεγάλα κι’ αλαζονεία γεμάτα είναι τα λόγια
τα δικά σου, σαν που των θεών είσαι υπηρέτης.
Νειόφερτοι εσείς μια νειόφερτη έχετε εξουσία
και θαρείτε πως στέρεα έχετε σεις τα κάστρα.
Μα μη δεν είδα εγώ δυο βασιληάδες
απ’ αυτά να πέσουν; και γλήγορα θα ιδώ τρίτος να πέση
ντροπιασμένα – αυτός που τώρα εξουσιάζει.
Μη δα σου φαίνομαι πως τρέμω και φοβούμαι
τους νέους θεούς; μακρυά πολύ είμαι να το πάθω.
Και συ το δρόμο πούρθες ξαναπάρ’ τον πάλι,
γιατί κανέν απ’ όσα μ’ ερωτάς δεν θέλει μάθης.
ΕΡΜΗΣ
Με τέτοιες αυθάδειες και πριν τον εαυτό σου
τον άραξες σε τέτοιων συμφορών λιμάνι.
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Με τη δική σου δουλωσύνη εγώ τη δυστυχία μου
δεν θάθελα να την αλλάξω, γνώριζέ το.
Τι κάλλιο έχω νάμαι σκλάβος τούτης
της πέτρας παρά να καταντήσω εμπιστεμμένος
του Δία μαντατοφόρος· έτσι πρέπει
να βρίζουμ’ εμείς εκείνον που μας βρίζει.
ΕΡΜΗΣ
Μοιάζεις σα να γλεντάς τη δυστυχία την τωρινή σου.
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Γλεντώ; έτσι ας ιδώ και τους εχθρούς μου
να γλεντούν. Και σε μέσα σ’ αυτούς λογιάζω.
ΕΡΜΗΣ
Μη για της συμφορές σου αιτία κ’ εμέ νομίζεις;
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Κοντολογίς μισώ τους θεούς όλους, όσοι έλαβαν
καλά από μένα κι’ άδικα κακό μου κάνουν.
ΕΡΜΗΣ
Ακούω πως του μυαλού αρρώστια όχι μικρή σε βρήκε.
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Άρρωστος είμαι, αν των έχθρων το μίσημα είναι νόσος.
ΕΡΜΗΣ
Υποφερτός δεν θάσουν, αν βρισκόσουν σ’ ευτυχία.
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Ωιμέ.
ΕΡΜΗΣ
Από τέτοιο λόγο δεν καταλαβαίνει ο Δίας.
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Όλα όμως μας τα διδάσκει ο καιρός γεράζοντάς μας.
ΕΡΜΗΣ
Κι’ όμως ακόμα συ δεν έμαθες συνετός νάσαι.
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Αλήθεια, αλλοιώς δεν θα μιλούσα εσένα του υπηρέτη.
ΕΡΜΗΣ
Τίποτε φαίνεται δεν θενά πης απ’ όσα ρωτά ο Δίας.
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Βέβαια, αν του χρωστούσα, θα του πλήρωνα τη χάρι.
ΕΡΜΗΣ
Μ’ επείραξες, σαν παιδί εγώ νάμουν τάχα.
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Μήπως κι’ από παιδί πιο άμυαλος δεν είσαι
αν προσμένης από με να μάθης κάτι;
Δεν υπάρχει ούτε μαρτύριο ούτε τέχνασμα κανένα
για να με κάμη ο Δίας να ξεστομίσω τούτα,
πριν τα δεσμά αυτά που με παιδεύουν ξελυθούνε.
Κι’ ακόμη ας ρίξη κατακαύτρα φλόγα
και με χιόνι λευκόφτερο και με καταχθόνιους βρόντους
όλ’ ας ανακατέψη κι’ ας ταράξη. Τι από τούτα
κανένα δεν θα με λυγίση να εξηγήσω
ποιος μέλλεται να τον πετάξη από τον θρόνο.
ΕΡΜΗΣ
Κύττα λοιπόν αν βρίσκεις πώς αυτά θα σ’ ωφελήσουν.
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Από καιρό εγώ τα είδα και τάχω μελετήσει
ΕΡΜΗΣ
Τόλμησε, ω μάταιε, τόλμησε μια φορά να δείξης
ανάλογη με αυτά τα βάσανά σου ορθή κρίσι.
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Του κάκου με βαραίνει η παρηγοριά σου, που είναι
ανώφελη σαν κύμα. Κι’ απ’ το νου σου ας μη περάση
πως φοβάμενος του Δία τη γνώμη εγώ θα καταντήσω
σαν γυναίκα και τον πολυμίσητό μου τότε
θα παρακαλέσω υψώνοντας τα χέρια γυναικίσια
για να με λύση απ’ τα δεσμά. Μακρυά από τέτοια είμαι.
ΕΡΜΗΣ
Φαίνεται πως πολλά εγώ είπα και του κάκου.
Διόλου δεν σε συγκινούν αυτά· κι’ ουδέ καν μαλακώνεις
με τα παρακάλια· μόν’ δαγκάνοντας εσύ το λουροστόμι
σαν νιοχαλινάρωτο πουλάρι αγώνα κάνεις
και στο χαλινό αντιστέκεις. Και με μια σου σκέψι
αχαμνή ξανάβεις. Όμως σαν δρόμο λαθεμένο
η σκέψις παίρνει, δύναμι καμμιά δεν έχει τότε.
Και λόγιασε αν ακρόασι στα λόγια μου δεν δώσης,
τι βαρυχειμωνιά κι’ από βάσανα τι ζάλη
θα σ’ εύρη δίχως γλυτωμό· τον άγριο γκρεμό πρώτα
με τη βροντή και με τον κεραυνό ο πατέρας θα τον σχίση
και μέσ’ αυτόν θα σε καταχωνιάση κι’ αγκαλιά του
θα σε βαστάξη ο βράχος. Και σαν του καιρού μάκρος
μεγάλο περάση, πάλι στο φως θάρθης, και του Δία
ο φτερωτός ο σκύλος, ο αετός ο αιματοπότης,
μ’ ορμή θα σχίζη το μεγάλο του κορμιού σου
ξεσκλίδι, ακάλεστος φαγάς ολημερνίς εδώ πετώντας
και μέσ’ στο μαύρο σου σκώτι θα χορταίνη.
Και τέλος του μαρτυρίου αυτού μη περιμένης,
πριν διάδοχος στα βάσανα σου κανείς άλλος
θεός φανή και μέσ’ στον άφεγγο τον Άδη στέρξη
να μπη. Σκέψου γι’ αυτά· και τα χοντρά μου λόγια
πλαστά δεν είναι αλλά σωστά ειπωμένα, γιατί ψέμμα
δεν ξέρει να μιλά το θείο στόμα· αλλ’ όποιο λόγο
ειπή τον εκτελεί. Και γνοιάζου εσύ κ’ έχε το νου σου
μη την τόλμη καλύτερη απ’ τη γνώσι ποτέ παίρνης.
ΧΟΡΟΣ
Σ’ εμάς ο Ερμής φαίνεται όχι άκαιρα να λέη,
γιατί σε συμβουλεύει, αφήνοντας την τόλμη,
τη σοφή ν’ αποζητήσης γνώσι. Στέρξε,
γιατί ντροπή είναι στο σοφό συχνά να σφάλλη.
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Σε με που εγνώριζα τα μηνύματα τούτα
μου τα έφερε αυτός, κι’ ουδ’ αναπάντεχο είναι
να κακοπαθαίνη από εχθρούς ο εχθρός.
Όμως πάνω μου ας πέση του πυρός
η δίστομη πλεξίδα· κι’ από βροντή ο αιθέρας
κι’ άγρια ανεμοζάλη τάραμμα ας πάθη
και συθέμελα τη γη ας τραντάξη
ο αγέρας κι’ ας ανακατέψη η μανία του το κύμα
του πόντου και τους δρόμους των ουρανίων άστρων
και της ανάγκης σίφουνες τρανοί
στα μαύρα Τάρταρα ας ρίξουν το κορμί μου.
Θάνατο βέβαια αυτό δεν θα μου δώση.
ΕΡΜΗΣ
Τέτοιους στοχασμούς και λόγια
μόνο απ’ τους βλαμμένους γίνεται ν’ ακούσης.
Κι’ αλήθεια, τι λείπει στην κατάντια τούτου
ώστε να μη παραλογάη; και ποια μανία δεν έχει;
Αλλ’ όμως σεις που τα βάσανά του συμπονείτε
παραμερίστε γρήγορα απ’ τα μέρη τούτα
μην το μυαλό σας της βροντής ο άγριος ο βρόντος τ’ αλαλιάση.
ΧΟΡΟΣ
Άλλο τίποτε πες μου· και μ’ άλλο παρηγόρησέ με
που να μπορώ και να το στέρξω· γιατί αυτός σου ο λόγος
που είπες υποφερτός βέβαια δεν είναι.
Πώς μ’ ορμηνεύεις ταπεινά να πράξω;
Μαζί μ’ αυτόν ό,τι κι’ αν μέλλη ας πάθω.
Γιατί να μισώ έχω μάθει τους προδότες,
και δεν είναι πάθος άλλο
που ν’ αποστρέφομαι περσότερο από τούτο.
ΕΡΜΗΣ
Αλλ’ όμως θυμηθήτε αυτά που σας προλέγω,
κι’ ουδ’ από βλάβη του μυαλού παρασυρμένες
στερνά κατηγοράτε σεις την τύχη και μην ‘πήτε
ποτέ σας έπειτα πως σε αναπάντεχον ο Δίας
κακό σας έρριξε. Όχι βέβαια· τι μοναχές σας
τον εαυτό σας ‘ρίξατε. Γιατί γνωρίζοντάς το
κι’ όχι κρυφά ουδέ ξάφνου,
σε συμφοράς απέραντο ένα δίχτυ
από αμυαλιά δική σας θα μπλεχθήτε.
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Μ’ έργατα πια κι’ όχι με λόγια η γη τραντάζει·
κι’ αχός βαρύς παραμουγκρίζει
της βροντής· και στριφτές λάμπουν
αστραψιές πύρινες· και σκόνη υψώνουν
στριφτά οι στρόβιλοι κι’ ανασκιρτούνε
των αγέρηδων οι πνοές όλες,
ενάντια, ερχάμενοι κι’ αντιφυσώντας·
και με το πέλαγο αναταράζετ’ ο αιθήρ αντάμα.
Τέτοια, ριπή εναντίο μου ξεκινά απ’ τον Δία
ζητώντας βέβαια να μου δώση φόβο.
Ω σεβάσμια μάννα δική μου, ω αιθέρα
που φως κοινό για όλους συ ξετυλίγεις,
θωρείς με πώς παράνομα υποφέρω.