Το δίκαιο της ΕΕ θα εφαρμόζεται στο Ηνωμένο Βασίλειο για όσο καιρό παραμένει κράτος μέλος της ΕΕ (Γεν. εισαγγελέας ΔΕΕ)
Στις δημοσιευθείσες την Τρίτη, 7-08-2018, προτάσεις του ο γενικός εισαγγελέας ΔΕΕ Maciej Szpunar προτείνει στο Δικαστήριο να κρίνει ότι η απόφαση του Ηνωμένου Βασιλείου να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση δε θα πρέπει να επηρεάσει την εκτέλεση ενός ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης το οποίο έχει εκδοθεί από το εν λόγω κράτος μέλος, δυνάμει της απόφασης-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών.
Ειδικότερα, όπως επισημαίνει στις προτάσεις του ο γεν. εισαγγελέας Szpunar, το ενωσιακό δίκαιο, κατά συνέπεια και το σύστημα του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, θα εφαρμόζεται όσο το Ηνωμένο Βασίλειο παραμένει κράτος μέλος της ΕΕ.
Επιπλέον, κατά τον γενικό εισαγγελέα, το Ηνωμένο Βασίλειο αποφάσισε να αποχωρήσει από την ΕΕ και όχι να εγκαταλείψει το κράτος δικαίου ή την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και άρα δεν θα πρέπει να αμφισβητείται η διαρκής δέσμευση του εν λόγω κράτους στον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων.
Διαβάστε επίσης: Αλλαγές σε τεκμήριο αθωότητας, δημόσιες αναφορές στην ενοχή προσώπου και βάρος απόδειξης στην ποινική δίκη
Ιστορικό της υπόθεσης
Οι δικαστικές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου εξέδωσαν δύο ευρωπαϊκά εντάλματα συλλήψεως εις βάρος του R.O. (το πρώτο εκδόθηκε τον Ιανουάριο 2016 και το δεύτερο τον Μάιο 2016) προκειμένου να ασκήσουν δίωξη για τα αδικήματα της ανθρωποκτονίας, του εμπρησμού και του βιασμού, τα οποία επισύρουν μέχρι και ποινή ισόβιας κάθειρξης.
Το High Court (ανώτερο δικαστήριο, Ιρλανδία) απέρριψε όλες τις προβληθείσες από τον R.O. αντιρρήσεις κατά της εκτέλεσης, εκτός από το ζήτημα των συνεπειών του Brexit. Για το λόγο αυτό, το αιτούν δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο εάν, λαμβανομένων υπόψη αφενός της από 29 Μαρτίου 2017 γνωστοποίησης του Ηνωμένου Βασιλείου στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, αναφορικά με την πρόθεσή του να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση, και αφετέρου της αβεβαιότητας σχετικά με τις ρυθμίσεις οι οποίες θα διέπουν τις σχέσεις μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ηνωμένου Βασιλείου μετά την αποχώρηση του εν λόγω κράτους, υποχρεούται να αρνηθεί την παράδοση στο Ηνωμένο Βασίλειο προσώπου σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως και του οποίου η παράδοση θα ήταν άλλως υποχρεωτική.
Προτάσεις του γεν. εισαγγελέα
Με τις δημοσιευθείσες προτάσεις του, ο γενικός εισαγγελέας Maciej Szpunar προτείνει στο Δικαστήριο να κρίνει ότι το σύστημα του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως θα πρέπει να συνεχίσει να εφαρμόζεται για όσο χρονικό διάστημα το Ηνωμένο Βασίλειο εξακολουθεί να είναι κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Διαπιστώνει ότι, με βάση τις πληροφορίες που τέθηκαν στη διάθεση του Δικαστηρίου από το αιτούν δικαστήριο, δεν φαίνεται να συντρέχει κάποιος λόγος άρνησης εκτέλεσης του εντάλματος στην υπόθεση εν προκειμένω.
Ο γενικός εισαγγελέας υπενθυμίζει, καταρχάς, ότι η αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως, η οποία βασίζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη, μεταξύ των κρατών μελών έχει την έννοια ότι η εκτέλεση ενός ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως αποτελεί τον κανόνα και ότι η άρνηση εκτέλεσής του είναι μία εξαίρεση η οποία πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Ο γενικός εισαγγελέας τονίζει ότι κανένας από τους λόγους υποχρεωτικής ή προαιρετικής μη εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως δεν συντρέχει στην υπόθεση εν προκειμένω. Ειδικότερα, το ιρλανδικό δικαστήριο κατέληξε ότι, με εξαίρεση τις συνέπειες του Brexit, δεν υφίσταται κάποιο άλλο ξεχωριστό ζήτημα πιθανής απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης του R.O. σε περίπτωση παράδοσής του στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Στη συνέχεια, ο γενικός εισαγγελέας εξετάζει κατά πόσον η γνωστοποίηση του Ηνωμένου Βασιλείου όσον αφορά την πρόθεσή του να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση έχει κάποια σημασία για τη διενεργούμενη νομική αξιολόγηση σχετικά με την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως. Απορρίπτει τον ισχυρισμό του R.O. ότι η γνωστοποίηση της αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου συνιστά εξαιρετική περίσταση η οποία υποχρεώνει τη μη εκτέλεση ενός ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως. Κατά την άποψή του, όσο ένα κράτος εξακολουθεί να αποτελεί μέλος της Ένωσης, εφαρμόζεται το ενωσιακό δίκαιο, συμπεριλαμβανομένης της απόφασης-πλαισίου για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών.
Επιπλέον, σύμφωνα με τον γενικό εισαγγελέα, δεν υπάρχουν απτές ενδείξεις ότι οι πολιτικές συνθήκες που προηγήθηκαν της γνωστοποιήσεως, που την προκάλεσαν ή που έπονται αυτής είναι τέτοιες ώστε να είναι πιθανό να μη γίνεται σεβαστό το ουσιαστικό περιεχόμενο της αποφάσεως-πλαισίου και των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ. Συμφωνεί με το επιχείρημα ότι το Ηνωμένο Βασίλειο αποφάσισε να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση και όχι να εγκαταλείψει το κράτος δικαίου ή την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Κατά συνέπεια, κατά τη γνώμη του γενικού εισαγγελέα, ουδεμία βάση υπάρχει προς αμφισβήτηση της διαρκούς δεσμεύσεως Ηνωμένου Βασιλείου για τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Πρόσθετα, το Ηνωμένο Βασίλειο θα συνεχίσει να υπόκειται στους εσωτερικούς και διεθνείς κανόνες που επιβάλλουν υποχρεώσεις στο κράτος αυτό στο πλαίσιο των διαδικασιών εκδόσεως.
Επί τη βάση αυτή, ο γενικός εισαγγελέας προτείνει ότι κατά τη χρονική στιγμή εκτελέσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, οι δικαστικές αρχές του κράτους μέλους εκτελέσεως μπορούν να αναμένουν από το κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος ότι θα σεβαστεί το ουσιαστικό περιεχόμενο της αποφάσεως-πλαισίου, συμπεριλαμβανομένης της περιπτώσεως στην οποία, μετά την παράδοση, το κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος θα αποχωρήσει από την Ένωση. Η παραδοχή αυτή μπορεί να γίνει δεκτή, υπό την προϋπόθεση ότι στο κράτος μέλος που αποχωρεί από την Ένωση θα εξακολουθήσουν να έχουν εφαρμογή άλλες διεθνείς πράξεις. Μόνον εφόσον υπάρχουν απτές ενδείξεις περί του αντιθέτου οι δικαστικές αρχές κράτους μέλους μπορούν να αποφασίσουν να μην εκτελέσουν το ένταλμα συλλήψεως.
Καταληκτικά, ο γενικός εισαγγελέας θεωρεί ότι το ζήτημα της απουσίας αρμοδιότητας του Δικαστηρίου μετά τις 29 Μαρτίου 2019 δεν συνιστά εμπόδιο για την παράδοση του R.O. στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ο γενικός εισαγγελέας υπογραμμίζει, σχετικά, ότι, μολονότι η απόφαση-πλαίσιο εκδόθηκε το 2002, το Δικαστήριο απέκτησε πλήρη δικαιοδοσία όσον αφορά την ερμηνεία της αποφάσεως-πλαισίου μόνο μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας και συγκεκριμένα πέντε έτη μετά από αυτή, ήτοι την 1η Δεκεμβρίου 2014. Επομένως, πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, η υπό κρίση υπόθεση δεν θα μπορούσε να έχει αχθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, ούτε θα μπορούσε να έχει υποβληθεί προδικαστικό ερώτημα από δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου, παρόλο που η Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν σταθερά προσηλωμένη στην αρχή του κράτους δικαίου, συμπεριλαμβανομένης της προσβάσεως στη δικαιοσύνη.
Υπενθυμίζεται ότι οι προτάσεις του γενικού εισαγγελέα δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο. Έργο του γενικού εισαγγελέα είναι να προτείνει στο Δικαστήριο, με πλήρη ανεξαρτησία, νομική λύση για την υπόθεση που του έχει ανατεθεί. Η υπόθεση τελεί υπό διάσκεψη στο Δικαστήριο, ενώ η απόφαση θα εκδοθεί αργότερα.
Το πλήρες κείμενο των προτάσεων δημοσιεύεται στον ιστότοπο CURIA