«Τα προγράμματα δανείων για την Ελλάδα λήγουν, δισεκατομμύρια έχουν δοθεί, αλλά ποιον ή τι ακριβώς έσωσαν οι δανειστές της», αναρωτιέται σε σχετικό άρθρο της η γερμανική εφημερίδα «Frankfurter Rundschau».
«Αυτές τις μέρες ακουγόταν σποραδικά κάποια πράγματα για την Ελλάδα. Αφενός επειδή ο Γερμανός υπουργός Εσωτερικών έχει συμφωνήσει κάτι με την Αθήνα, το οποίο μπορεί να το πουλήσει ως επιτυχία (αντιμετώπιση του προσφυγικού) και αφετέρου επειδή η 20ή Αυγούστου σηματοδοτεί το τέλος των ευρωπαϊκών πιστωτικών προγραμμάτων και ο τυχερός παραλήπτης του τελευταίου πακέτου στέκεται και πάλι στα πόδια του», αναφέρεται μεταξύ άλλων στο άρθρο και προστίθεται:
«Ποιος είναι όμως ο τυχερός παραλήπτης; Είναι οι Έλληνες πολίτες;
Όχι, στην πλειοψηφία τουλάχιστον όχι, αφού έχει διαδοθεί πια πως εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες πρέπει να επιβιώσουν με λιγότερα από 400 ευρώ το μήνα, χωρίς καμία προοπτική βελτίωσης. Οι συντάξεις έχουν περικοπεί, το σύστημα υγείας είναι άγνωστο εάν θα μπορέσει να τους σώσει όταν έχουν πρόβλημα υγείας, ο ΦΠΑ έχει αυξηθεί κατόπιν εντολής των δανειστών και πλήττει κυρίως του φτωχότερους, ενώ οι ειδικοί φοβούνται έκρηξη της φτώχειας».
Και συνεχίζει: «Όχι, κανείς δεν βοήθησε “τους Έλληνες πολίτες” και κανείς δεν τους έσωσε. Καθόλου περίεργο, αφού στον ελληνικό κρατικό προϋπολογισμό εισέρρευσε μόνο το δέκα τοις εκατό των περίπου 300 δισεκατομμύρια ευρώ των δανείων σύμφωνα με αξιόπιστους υπολογισμούς.
Το συντριπτικό ποσοστό πήγε στις προβληματικές τράπεζες και στους δανειστές του ελληνικού κράτους. Η Γερμανία εισέπραξε κατά το διάστημα του “προγράμματος διάσωσης” τόκους ύψους 2,9 δισ. ευρώ από την Ελλάδα, ενώ ο γερμανικός προϋπολογισμός λειτουργεί απλώς ως εγγυητής, δεν χρειάστηκε δηλαδή να δώσει στην Ελλάδα ούτε ένα σεντ.
Όμως, ο υπολογισμός των αυτοαποκαλούμενων “σωτήρων” είναι φυσικά διαφορετικός: Τώρα που η Ελλάδα έχει έναν ισορροπημένο προϋπολογισμό, επιστρέφει η εμπιστοσύνη των αγορών. Κανένα πρόβλημα επομένως αφού η Αθήνα θα μπορεί να δανειστεί τα χρήματα που χρειάζεται για να εξυπηρετήσει το χρέος της, μεταξύ άλλων, προς την ΕΕ.
Χάρη σε ένα φιλικό προς τις επενδύσεις κλίμα (και την τεράστια μείωση των μισθών, κάτι που λέγεται όμως χαμηλόφωνα) θα προσελκυστούν επιχειρήσεις, οι οποίες θα δημιουργήσουν περισσότερες θέσεις εργασίας, ευημερία και φορολογικά έσοδα.
Μπορεί κανείς να το θέσει και διαφορετικά: Οι περισσότεροι Έλληνες έπρεπε να πληρώσουν πικρά το γεγονός ότι η χώρα τους είναι ξανά “ανταγωνιστική”. “Ανταγωνιστικότητα” στην περίπτωση αυτή σημαίνει ακριβώς αυτό που εννοούν με τον όρο αυτό εδώ και χρόνια και οι γερμανικές κυβερνήσεις : Ένα κράτος πρέπει να λειτουργεί σαν μια επιχείρηση.
Αν “οι αγορές” δεν το εμπιστεύονται πλέον, πρέπει να μειώσει τις δαπάνες και μάλιστα σε βάρος εκείνων που είναι περισσότερο αδύναμοι να αμυνθούν».
«Με αυτή την έννοια», προστίθεται, «τα προγράμματα βοήθησαν πραγματικά και έφεραν τη σωτηρία. Βοήθησαν το ελληνικό κράτος να εξυπηρετήσει το χρέος του, μια βοήθεια χάρη στην οποία οι δανειστές βοήθησαν κυρίως τους εαυτούς.
Και σώθηκε ένα σύστημα που επιτρέπει να μετατρέπονται τα κράτη σε ομήρους των χρηματοπιστωτικών αγορών, εάν δεν αποταμιεύουν χρήματα για τον προϋπολογισμό τους σε βάρος των μεσαίων και κατώτερων στρωμάτων.
Μερικοί θα υποστηρίξουν ότι η Ελλάδα βρέθηκε από μόνη της στο αδιέξοδο. Απέκρυψε επί μακρόν το χρέος της, ευνόησε την οικογενειοκρατία και δεν εισέπραττε με δίκαιο τρόπο τους φόρους. Αυτό είναι σωστό, και δεν θα είχε κανείς να αντιτάξει τίποτα εάν πράγματι το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα βοηθούσε να εξαλειφθούν αυτά τα φαινόμενα. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχε εναλλακτική λύση για να αποκατασταθεί η νεοφιλελεύθερη εκδοχή της ανταγωνιστικότητας.
Έχουν υπάρξει πολλές προτάσεις από ορισμένους οικονομολόγους για να βοηθηθεί η ελληνική οικονομία να σταθεί στα πόδια της μέσω ενός μεγάλου επενδυτικού προγράμματος, το οποίο θα βελτίωνε τις υποδομές της (συμπεριλαμβανομένου του φορολογικού συστήματος) και θα τις έφτανε σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ναι, αυτό θα είχε κοστίσει χρήματα.
Όμως, παντού όπου δημιουργούνται νομισματικές ενώσεις με διαφορετικά επίπεδα ανάπτυξης, δεν υπάρχει τρόπος να αποφευχθεί ένα σύστημα αλληλεγγύης που μετριάζει το χάσμα και “παραπλεύρως” να δημιουργεί και θέσεις εργασίας.
Αντίθετα, τώρα η Ελλάδα “επιτρέπεται” να δανείζεται στην ελεύθερη αγορά. Αυτό δεν θα αλλάξει τίποτα στον εκτοπισμό εκατομμυρίων πολιτών της από τον κόσμο της ευημερίας. Και ορισμένοι προβλέπουν ήδη την επόμενη “κρίση χρέους”.
Θα αλλάξει τρόπο σκέψης τότε η Ευρώπη; Σίγουρα όχι εάν δεν ασκηθεί πίεση από τις κοινωνίες, ώστε να δοθεί ένα τέλος στην αυταπάτη της πίστης στη λιτότητα».