Αποφάσεις 740/2018 και 741/2018 Ολομέλειας Ελεγκτικού Συνεδρίου
Ευθύνη δημοσίου υπολόγου στα μέλη Δ.Σ δημοτικής επιχείρισης που ενέκριναν παράνομες προσλήψεις. Η δημοσιονομική παράβαση διακρίνεται απ’ την (ποινική) παράβαση καθήκοντος – Μη εφαρμογή της αρχής Ne bis in idem.
15. Με τον τέταρτο λόγο της ένδικης αίτησης προβάλλεται εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελής εφαρμογή του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλού της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και της εξ αυτού απορρέονσας αρχής ne ΙΙ in idem, με την οποία απαγορεύεται η, σε βάρος τον ίδιον ατόμου και για την ίδια παράβαση, επανάληψη ποινικής διαδικασίας που έχει ολοκληρωθεί με αμετάκλητη απόφαση, επικαλούμενος ο αιτών ειδικότερα ότι ο διενεργηθείς σε βάρος τον καταλογισμός συνιστά ποινική κύρωση, κατά την έννοια τον προαναφερόμενού άρθρον της Ε.Σ.Δ.Α., η οποία δεν έπρεπε να τον επιβληθεί, διότι με την …/2011 απόφαση τον Τριμελούς Πλημμελειοδικείου …, ολοκληρώθηκε η σχετική ποινική διαδικασία με την έκδοση αμετάκλητης απόφασης.
Ο λόγος αυτός, κατά τη γνώμη που κράτησε στο Δικαστήριο, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, δοθέντος ότι σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν σε προηγούμενη (10η) σκέψη, η συντελούμενη από υπάλληλο πρόκληση ελλείμματος στη διαχείριση νομικού προσώπου, κατά τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 15 του ν.2190/1994, σννεπεία της μισθοδοσίας παρανόμως προσληφθέντος προσωπικού, που υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής του δημοσιονομικού δικαίου, συνιστά διαφορετική και όλως διακεκριμένη παράβαση σε σχέση με την προβλεπόμενη από τον Ποινικό Κώδικα παράβαση καθήκοντος. Και τούτο διότι οι παραβάσεις αυτές διαφέρουν ουσιωδώς τόσο ως προς τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική τους υπόσταση, όσο και ως προς τον τρόπο θεμελίωσης της ευθύνης του υπαιτίου, ενώ περαιτέρω εξυπηρετούν και διαφορετικά έννομα αγαθά, με αποτέλεσμα να μην υφίσταται ταυτότητα παραβάσεων και να αποκλείεται η εφαρμογή της αρχής ne ΙΙ in idem. Επιπροσθέτως όμως, και σε κάθε περίπτωση, δεν συντρέχει, σύμφωνα με τα ανωτέρω, ούτε η προϋπόθεση της ποινικής φύσης της παράβασης, με βάση την εξέταση των κριτηρίων « Enge1», δηλαδή του νομικού χαρακτηρισμού του επίδικου μέτρου, της ίδιας της φύσης αυτού και της φύσης και του βαθμού σοβαρότητας της κύρωσης. Πέραν αυτών, το ισχύον νομοθετικό καθεστώς της ποινικής δίωξης για την παράβαση καθήκοντος, καθώς και του καταλογισμού με το ποσό των αντίστοιχων καταβληθεισών αποδοχών για την αποκατάσταση του προκληθέντος ελλείμματος ήταν σαφώς προβλέψιμα για τον αιτούντα, ως δυνατές ή ακόμη και πιθανές συνέπειες, ενόψει των προεκτιθέμενων πραγματικών περιστατικών. Με βάση τα ανωτέρω, δεν συντρέχει περίπτωση παράβασης του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Πρόσθετού Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Εξάλλου, τον συγκεκριμένο ισχυρισμό, ο αναιρεσείων σαφώς εστιάζει στο δικαίωμα του κατηγορηθέντος να μη διωχθεί ή δικαστεί δύο φορές για την ίδια παράβαση, μέσω της απαγόρευσης επανάληψης δικαστικής διαδικασίας για τα αυτά πραγματικά περιστατικά για τα οποία έχει ήδη εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση και αφού είχε προηγουμένως υποβάλει αυτοτελή ισχυρισμό περί μη συνεκτίμησης της οικείας αθωωτικής απόφασης σε σχέση με την έλλειψη υπαιτιότητάς του, ο οποίος ήδη απαντήθηκε ως ανωτέρω (βλ. σκ. 14η), χωρίς, επομένως, να δύναται να εκτιμηθεί ότι, μέσω αυτού, προβάλλεται ταυτόχρονα και παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας. ‘Ενας τέτοιος ισχυρισμός, ανεξαρτήτως του ότι, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της έφεσης και του οικείου υπομνήματος, δεν προβλήθηκε ούτε ενώπιον του Τμήματος, έχει διακριτό περιεχόμενο από την παραβίαση της αρχής ne ΙΙ in idem και ούτε κατά συνεκτίμηση Θα μπορούσε, βάσει όσων προεκτέθηκαν, να γίνει δεκτό ότι εμπεριέχεται στον ανωτέρω σαφή και αυτοτελή ισχυρισμό περί παραβίασης της αρχής ne ΙΙ in idem. Περαιτέρω, το Δικαστήριο παραδεκτώς επιλαμβάνεται της νομικής βασιμότητας του ως άνω ισχυρισμού περί παραβίασης της αρχής ne ΙΙ in idem, ο οποίος θέτει, κατά τα ανωτέρω, ζητήματα νομικής και όχι ουσιαστικής φύσης, αφενός ενόψει της προβολής του σχετικού αναιρετικού λόγου με το παραπάνω περιεχόμενο και αφετέρου ενόψει του ότι η ως άνω απόφαση δεν εκτιμάται το πρώτον αναιρετικά, τουναντίον το Τμήμα με ρητή αναφορά στο σκεπτικό της αναιρεσιβαλλομένης συνεκτίμησε την επικληθείσα αθωωτική απόφαση, οδηγούμενο τελικώς σε ορθή κρίση ως προς τη νομική αβασιμότητα του προβληθέντος ισχυρισμού περί παραβίασης της αρχής ne ΙΙ in idem, η οποία, άλλωστε, δεν εξαρτάται από την έκβαση της οικείας υπόθεσης, αλλά εφαρμόζεται ανεξαρτήτως της αθώωσης ή καταδίκης του ενδιαφερόμενου.
Δείτε αναλυτικά:
Απόφαση 740/2018 της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου
Απόφαση 741/2018 της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου