Στην χώρα μας, η συνδικαλιστική ελευθερία και δράση κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα, προστατεύεται από Διεθνείς Συμβάσεις Εργασίας (οι οποίες Δ.Σ.Ε. υπερισχύουν κάθε αντίθετης διάταξης νόμου, σύμφωνα με το άρθρο 28§1 του Συντάγματος) και ρυθμίζεται νομοθετικά με το Ν.1264/1982, όπως ισχύει.
Πιο συγκεκριμένα:
Στο Σύνταγμα, στην παρ. 1 του άρθρου 23, καθορίζεται ότι το Κράτος λαμβάνει τα προσήκοντα μέτρα για τη διασφάλιση της συνδικαλιστικής ελευθερίας και την ανεμπόδιστη άσκηση των συναφών μ’ αυτή δικαιωμάτων εναντίον κάθε προσβολής τους, μέσα στα όρια του νόμου.
Στη Δ.Σ.Ε. 87/1948, η οποία κυρώθηκε στη χώρα μας με το Ν.Δ.4204/1961 (Α’ 174), ορίζεται ότι οι εργαζόμενοι δικαιούνται, χωρίς καμιά διάκριση και χωρίς καμιά προηγούμενη άδεια, να συνιστούν οργανώσεις της επιλογής τους, να γίνονται μέλη αυτών, να εκπονούν τα καταστατικά και τους διοικητικούς κανονισμούς τους, να εκλέγουν ελεύθερα τους αντιπροσώπους τους, να οργανώνουν τα της διαχείρισης και της δραστηριότητάς τους και να καταστρώνουν το πρόγραμμα των ενεργειών τους.
Στη Δ.Σ.Ε. 98/1949, η οποία κυρώθηκε στη χώρα μας με το Ν.Δ.4205/61, ορίζεται ότι οι εργαζόμενοι πρέπει να απολαμβάνουν κατάλληλης προστασίας κατά κάθε πράξης διάκρισης, που μπορεί να θίξει τη συνδικαλιστική τους ελευθερία ως προς την απασχόλησή τους. Οι εργοδότες δεν δικαιούνται να απολύουν τους εργαζόμενους ή να τους βλάπτουν με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο, λόγω εγγραφής τους ή συμμετοχής τους σε συνδικαλιστική δραστηριότητα. Επίσης, δεν πρέπει να επεμβαίνουν με κανένα τρόπο ή μέσο στη σύσταση, στη λειτουργία ή στη διοίκηση των οργανώσεων των εργαζομένων.
Στη Δ.Σ.Ε. 135/1971, η οποία κυρώθηκε στη χώρα μας με το Ν.
1767/1988 (Α’63), στο άρθρο 1 του Κεφαλαίου Β’, ορίζεται ότι οι αντιπρόσωποι των εργαζομένων στην επιχείρηση πρέπει να προστατεύονται αποτελεσματικά έναντι κάθε μέτρου, που θα μπορούσε να τους θίξει, συμπεριλαμβανόμενης και της απόλυσης, που θα βασιζόταν στην ιδιότητα ή στις δραστηριότητές τους ως αντιπροσώπων των εργαζομένων, στη συνδικαλιστική τους υπαγωγή ή στη συμμετοχή τους σε συνδικαλιστικές δραστηριότητες εφόσον ενεργούν σύμφωνα με τους νόμους, τις συλλογικές συμβάσεις ή άλλες συμβατικές ρυθμίσεις που ισχύουν.
Παράλληλα, η προάσπιση της συνδικαλιστικής ελευθερίας προκύπτει από το άρθρο 11Ι της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των δικαιωμάτων του ανθρώπου της 4.11.1950 (κυρώθηκε από τη χώρα μας εκ νέου με το Ν.Δ.53/1974), αλλά και από το άρθρο 23 IV της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του ανθρώπου των Ηνωμένων Εθνών.
Ειδικότερα, η συνδικαλιστική ελευθερία και δράση προστατεύεται και ρυθμίζεται με το Ν.
1264/1982 «Για τον εκδημοκρατισμό του Συνδικαλιστικού Κινήματος και την κατοχύρωση των συνδικαλιστικών ελευθεριών των εργαζομένων» (Α’79), με τον οποίο κατοχυρώνονται τα συνδικαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων και ρυθμίζονται τα της ίδρυσης, οργάνωσης, λειτουργίας και δράσης των συνδικαλιστικών οργανώσεών τους.
Οι διατάξεις του περιλαμβάνουν τόσο γενικά όσο και συγκεκριμένα μέτρα για την προστασία της συνδικαλιστικής δράσης και ισχύουν παράλληλα με τις διατάξεις του ΑΚ.
Πιο συγκεκριμένα:
Στην παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 1264/1982 ορίζεται ότι, ο εν λόγω νόμος κατοχυρώνει τα συνδικαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων και ρυθμίζει την ίδρυση, οργάνωση, λειτουργία και δράση των συνδικαλιστικών οργανώσεών τους. για την εφαρμογή αυτού του νόμου εργαζόμενοι είναι όσοι απασχολούνται με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου (μισθωτοί), στους οποίους περιλαμβάνονται και οι εργαζόμενοι στο δημόσιο ή ΝΠΔΔ ή ΟΤΑ.
Στην παρ. 1 εδαφ. α του άρθρου 7 του ν. 1264/1982 ορίζεται ότι, κάθε εργαζόμενος που έχει συμπληρώσει ένα δίμηνο μέσα στον τελευταίο χρόνο στην επιχείρηση ή εκμετάλλευση ή τον κλάδο απασχόλησής του, έχει δικαίωμα να γίνει μέλος μιας οργάνωσης της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης και μιας του επαγγελματικού κλάδου απασχόλησής του, εφόσον έχει τις νόμιμες προϋποθέσεις των καταστατικών τους.
Στο πλαίσιο αυτονομίας και ανεξαρτησίας των συνδικαλιστικών οργανώσεων και βάσει του άρθρου 80 ΑΚ (το καταστατικό της συνδικαλιστικής οργάνωσης πρέπει να καθορίζει τις προϋποθέσεις εγγραφής, αποχώρησης ή αποβολής των μελών της), σε περίπτωση που το αρμόδιο όργανο συνδικαλιστικής οργάνωσης αρνηθεί να εγγράψει κάποιον ενδιαφερόμενο ως μέλος της, επισύρει τις συνέπειες του άρθρου 7 παρ. 5-7 του ν. 1264/1982.
Βάσει της παρ. 3 του άρθρου 14 του ν. 1264/1982, απαγορεύεται ρητά η συμμετοχή εργοδοτών σε συνδικαλιστικές οργανώσεις εργαζομένων. Δεν γίνεται όμως καμία αναφορά σε διευθύνοντες συμβούλους ή σε άλλους ανώτερους υπαλλήλους που να τους ταυτίζει ή να τους εξομοιώνει με τους εργοδότες, με αποτέλεσμα να εναπόκειται κάθε φορά, σύμφωνα με τη θεωρία και τη νομολογία, στην κρίση του δικαστηρίου.
Στην παρ. 1 του άρθρου 14 του Ν.1264/1982 ορίζεται ότι τα όργανα του Κράτους έχουν την υποχρέωση να εφαρμόζουν τα απαραίτητα μέτρα για τη διασφάλιση της ανεμπόδιστης άσκησης του δικαιώματος για την ίδρυση και αυτόνομη λειτουργία των συνδικαλιστικών οργανώσεων.
Σύμφωνα με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου 14, απαγορεύεται στους εργοδότες, σε πρόσωπα που ενεργούν για λογαριασμό τους και σε οποιοδήποτε τρίτο, να προβαίνουν σε οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη, που κατατείνει στην παρακώλυση της άσκησης των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων των εργαζομένων και ιδιαίτερα:
α) Να ασκούν επιρροή στους εργαζόμενους, για την ίδρυση ή μη ίδρυση συνδικαλιστικής οργάνωσης,
β) να ασκούν επιρροή ή να παρεμποδίζουν με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο την προσχώρηση εργαζομένων σε ορισμένη συνδικαλιστική οργάνωση,
γ) να απαιτούν από τους εργαζόμενους δήλωση συμμετοχής, μη συμμετοχής ή αποχώρησης από συνδικαλιστική οργάνωση,
δ) να υποστηρίζουν συγκεκριμένη συνδικαλιστική οργάνωση με οικονομικά ή με άλλα μέσα, ε) να επεμβαίνουν με οποιοδήποτε τρόπο στη διοίκηση, στη λειτουργία και στη δράση των συνδικαλιστικών οργανώσεων,
στ) να μεταχειρίζονται με ευμένεια ή δυσμένεια τους εργαζόμενους, ανάλογα με τη συμμετοχή τους σε ορισμένη συνδικαλιστική οργάνωση.
Περαιτέρω, όμως, οι εγγυήσεις της συνδικαλιστικής ελευθερίας δεν διασφαλίζουν μόνο το δικαίωμα των εργαζομένων να ιδρύουν ή να προσχωρούν σε συνδικαλιστική οργάνωση, δικαίωμα που προστατεύεται άλλωστε στα πλαίσια του γενικού δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι (αρθ. 12 §1 Συντ.), αλλά διασφαλίζουν κατά κύριο λόγο την ύπαρξη και προ παντός τη δράση της συνδικαλιστικής οργάνωσης, η οποία αναπτύσσεται τόσο έξω όσο και μέσα στην επιχείρηση.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι διατάξεις του άρθρου 16 του Ν.
1264/1982, διασφαλίζουν τη συνδικαλιστική δράση στον τόπο εργασίας, καθώς αποσκοπούν στην άμεση επικοινωνία της συνδικαλιστικής οργάνωσης τόσο με τα μέλη της όσο και με τον εργοδότη.
Πιο συγκεκριμένα, στην παρ. 1 του άρθρου 16 του Ν.
1264/1982, η εργασία ορίζεται ως δικαίωμα, το οποίο προστατεύεται από το κράτος και οι εργαζόμενοι, όπως και οι συνδικαλιστές τους οργανώσεις προστατεύονται κατά την άσκηση κάθε συνδικαλιστικού δικαιώματος και στον τόπο εργασίας τους. Επίσης, στις παραγράφους 2 έως 7 του άρθρου 16, διασφαλίζεται το δικαίωμα των συνδικαλιστικών οργανώσεων να έχουν πίνακες ανακοινώσεων και να διανέμουν τις ανακοινώσεις τους μέσα στο χώρο εργασίας, να πραγματοποιούν τακτικές ή έκτακτες συνελεύσεις σε κατάλληλο χώρο, να διατηρούν γραφείο στον τόπο εργασίας, να συναντώνται με τον εργοδότη ή εκπρόσωπό του και να παρευρίσκονται κατά τις επιθεωρήσεις που ενεργούν τα αρμόδια όργανα του Υπ. Εργασίας. Στην παρ. 8 δε προβλέπεται ότι ο αρμόδιος επιθεωρητής αποφαίνεται αν προκύψει διαφωνία σε συγκεκριμένες περιπτώσεις του άρθρου 16.
Ειδικότερα, οι διατάξεις των παραγράφων 2 (ανάρτηση πίνακα ανακοινώσεων) και 6 (διανομή ανακοινώσεων) του άρθρου 16 αναφέρονται γενικά σε συνδικαλιστικά δικαιώματα, χωρίς να τα περιορίζουν σε συνδικαλιστική οργάνωση. Έτσι, δικαίωμα να έχουν πίνακα ανακοινώσεων (παρ. 2) στην επιχείρηση έχουν καταρχήν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις που έχουν ως μέλη τους εργαζόμενους στη συγκεκριμένη επιχείρηση. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις που δεν έχουν μέλη στη συγκεκριμένη επιχείρηση και που σύμφωνα με το καταστατικό τους καλύπτουν συνδικαλιστικά τους μισθωτούς (ή κάποια κατηγορία εργαζομένων) της συγκεκριμένης επιχείρησης, αν και δεν έχουν δικαίωμα να έχουν δικό τους πίνακα ανακοινώσεων στην επιχείρηση αυτή, πρέπει να γίνει δεκτό ότι έχουν δικαίωμα να αναρτούν ανακοινώσεις τους σε υπάρχοντα πίνακα ή να μοιράζουν ανακοινώσεις στο χώρο εργασίας. Εξάλλου, όπως ορίζεται στην παρ. 6 του άρθρου 16, δικαίωμα να διανέμουν ανακοινώσεις τους μέσα στο χώρο εργασίας έχουν όλες οι συνδικαλιστικές οργανώσεις ανεξαρτήτως βαθμού (πρωτοβάθμιες, δευτεροβάθμιες κλπ.) και μορφής οργανώσεως (επιχειρησιακές, ομοιοεπαγγελματικές).
Αντιθέτως, δεν έχουν δικαίωμα να έχουν πίνακα ανακοινώσεων μέσα στην επιχείρηση ή να διανέμουν ανακοινώσεις στο χώρο εργασίας σωματεία ή σύλλογοι που δεν αποτελούν συνδικαλιστικές οργανώσεις, πχ. ιδεολογικά ή πολιτιστικά σωματεία ή σύλλογοι, πολιτικές οργανώσεις, πολιτικά κόμματα κ.ο.κ., καθώς η δράση των παραπάνω σωματείων ή οργανώσεων δεν προστατεύεται στα πλαίσια της συνδικαλιστικής ελευθερίας (αρθ. 23 §1Συντ.).
Το ίδιο ισχύει και για τις πολιτικές – συνδικαλιστικές οργανώσεις ή συνδικαλιστικά παραρτήματα πολιτικών κομμάτων. Επιπλέον, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις έχουν δικαίωμα να διανέμουν στο χώρο εργασίας «ανακοινώσεις τους» και όχι ανακοινώσεις ή έντυπα άλλων οργανώσεων, συλλόγων, κομμάτων κλπ. με εξαίρεση ανακοινώσεις των υπερκείμενων συνδικαλιστικών οργανώσεων (δευτεροβάθμιων ή τριτοβάθμιων), στις οποίες συμμετέχουν.
Το δικαίωμα εισόδου στην επιχείρηση δεν προσκρούει καταρχήν στην προστασία του ασύλου της επιχείρησης. Παρ’ όλα αυτά, η συνδικαλιστική δράση μέσα στην επιχείρηση συμπλέκεται με εργοδοτικά δικαιώματα που επίσης προστατεύονται από το Σύνταγμα (άρθρο 17- ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, άρθρο 5 §§1,3- οικονομική ελευθερία του εργοδότη, άρθρο 9-άσυλο κατοικίας και κατ’επέκταση επιχείρησης). Λόγω του ότι, όμως, η προστασία του ασύλου της επιχείρησης δεν είναι απόλυτη αλλά σχετική, επιτρέπει περιορισμούς που επιβάλλονται με νόμο και ειδικά όταν οι νομοθετικοί αυτοί περιορισμοί δικαιολογούνται από την προστασία κάποιου άλλου συνταγματικού δικαιώματος, όπως της συνδικαλιστικής ελευθερίας.
Όταν η διανομή ή η ανάρτηση ανακοινώσεων γίνεται από εκπρόσωπο συνδικαλιστικής οργάνωσης – μη εργαζόμενο στην επιχείρηση, θα πρέπει καταρχήν να είναι εγγράφως εξουσιοδοτημένος από την οργάνωση του, ώστε να νομιμοποιείται να ασκήσει τα συγκεκριμένα δικαιώματα και κατά δεύτερον η είσοδός του στην επιχείρηση να γίνεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μη βλάπτονται τα συμφέροντα ή η λειτουργία της επιχείρησης (π.χ. να διεκδικεί είσοδο σε χώρους όπου υπάρχουν επαγγελματικά απόρρητα της επιχείρησης). Επιπρόσθετα, το περιεχόμενο των εντύπων, ανακοινώσεων κλπ. θα πρέπει να ανταποκρίνεται στους νόμιμους σκοπούς της συνδικαλιστικής οργάνωσης.
Επιπλέον, η άσκηση συνδικαλιστικής δράσης μέσα στην επιχείρηση δεν επιτρέπεται να εμποδίζει την παροχή εργασίας ή την εκπλήρωση των άλλων υποχρεώσεων που προκύπτουν για τον εργαζόμενο από την εργασιακή σχέση. Για το λόγο αυτό, η διανομή των ανακοινώσεων πρέπει να γίνεται εκτός χρόνου απασχόλησης, κατά τη διάρκεια δηλαδή του οποίου ο εργαζόμενος δεν οφείλει να προσφέρει την εργασία του στον εργοδότη (αρ. 6 §1 Ν.
1264/1982).
Ωστόσο, βάσει του άρθρου 18 του Ν.
1264/1982, οι διατάξεις του άρθρου 16 αποτελούν ελάχιστα συνδικαλιστικά δικαιώματα, ενώ υπερισχύουν ρυθμίσεις ευνοϊκότερες που έχουν ήδη αποκτηθεί ή θα αποκτηθούν με συμφωνία μισθωτών και εργοδοτών ή με συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή διαιτητικές αποφάσεις για την άσκηση των ανωτέρω δικαιωμάτων.
Τέλος, στο άρθρο 23 του εν λόγω νόμου προβλέπονται ποινικές κυρώσεις. Στην παρ. 1 του άρθρου 23 ορίζεται μεταξύ άλλων ότι οι παραβαίνοντες της παρ. 2 του άρθρου 14 τιμωρούνται με φυλάκιση ή και με χρηματική ποινή και εφόσον δεν προβλέπεται βαρύτερη ποινή από άλλη διάταξη και στην παρ. 5 ορίζεται ότι όποιος εμποδίζει με σωματική ή ψυχολογική βία τις συνεδριάσεις της διοίκησης ή τις συνελεύσεις μελών συνδικαλιστικών οργανώσεων, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη διάταξη.