Απόφαση 288 / 2018
(Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 288/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Απόστολο Παπαγεωργίου – Εισηγητή, Γεώργιο Μιχολιά, Θεόδωρο Τζανάκη και Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 28 Νοεμβρίου 2017, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: V. Q. του S., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Παπανικολάου, που κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: ανώνυμης τεχνικής εταιρείας με την επωνυμία “…”, που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Όλγα Χαριτίδου, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 16/6/2009 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθήνων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 18/2011 του ίδιου Δικαστηρίου και 1757/2014 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 15-3-2016 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη της αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Με την από 15-3-2016 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 1757/2014 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατόπιν αντιθέτων εφέσεων των διαδίκων μερών κατά της 18/2011 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την προσβαλλομένη απόφαση, απορρίφθηκε η έφεση του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος, έγινε δεκτή η έφεση της εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης, εξαφανίστηκε η ως άνω απόφαση του Πρωτοδικείου, έγινε στη συνέχεια δεκτή εν μέρει κατ’ ουσίαν και αναγνωρίστηκε η υποχρέωση της αναιρεσίβλητης να καταβάλει στον αναιρεσείοντα το ποσό των 31.425,25 ευρώ. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 και 144 παρ. 1 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 ΚΠολΔ).
2. Τα χρονικά όρια της εργασίας των μισθωτών έχουν καθοριστεί με ειδικές διατάξεις δημοσίας τάξεως, με την έννοια ότι αποτελούν τα ελάχιστα όρια προστασίας των εργαζομένων και συνεπώς με ατομική ή συλλογική σύμβαση εργασίας ή με διαιτητική απόφαση ή άλλη κανονιστική πράξη νομοθετικής ή συμβατικής ισχύος μπορούν να περιοριστούν, όχι όμως και να ξεπεραστούν χωρίς την τήρηση της διαδικασίας για τη νομιμότητα της υπερωριακής απασχολήσεως. Ειδικότερα: Με την Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. της 26.2.1975, η οποία κυρώθηκε με το ν. 133/1975, εισήχθη η εβδομάδα των πέντε (5) εργασίμων ημερών ή το λεγόμενο διαφορετικά πενθήμερο εργασίας, δηλαδή καθιερώθηκε ως χρονικό όριο εργασίας οι σαράντα πέντε (45) ώρες την εβδομάδα. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 της από 29-12-80 Πράξεως Νομοθετικού Περιεχομένου, που κυρώθηκε με το ν.
1157/1981, κατά τη διαδικασία του ν. 3299/55 “περί του τρόπου ρυθμίσεως των συλλογικών εργατικών διαφορών εργασίας κ.λ.π.”, προκειμένου περί μισθωτών υπαγομένων στο νόμο αυτό, πλην μισθωτών του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ, δύναται να καθιερούται σύστημα εβδομαδιαίας εργασίας πέντε εργασίμων ημερών, άνευ μειώσεως του κατά περίπτωση ισχύοντος ή εφαρμοζομένου ωραρίου εβδομαδιαίας εργασίας. Σε εφαρμογή της παραπάνω διατάξεως στο σύστημα της πενθήμερης εργασίας υπήχθησαν από 28-10-83 και οι οικοδόμοι σύμφωνα με την υπ` αριθμ. 8/84 ΔΑ, που κηρύχθηκε υποχρεωτική από 25-6-84 με την ΥΑ 16080/1984. Εξάλλου, κατά το άρθρο 6 της από 14.2.1984 εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως με την απόφαση του Υπουργού Εργασίας 11770/20.3.1984 (ΦΕΚ Β’ , 81), η εβδομαδιαία διάρκεια της εργασίας των μισθωτών ορίστηκε από 1.1.1984 σε 40 ώρες, για την απασχόληση δε πέρα από το συμβατικό (συλλογικό) αυτό εβδομαδιαίο ωράριο έως τη συμπλήρωση του νόμιμου ανώτατου ωραρίου εβδομαδιαίας εργασίας (υπερεργασία) καταβάλλεται αμοιβή, σύμφωνα με το άρθρο 9 της 1/1982 απόφασης του Δ.Δ. Δ.Δ. Αθηνών, που κυρώθηκε με το άρθρο 29 του νόμου
1346/1983 (
ΑΠ 314/2017,
ΑΠ 864/2015). Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων προκύπτει μεταξύ άλλων, ότι υπό το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας η εκούσια ή εξαναγκασμένη παροχή εργασίας (εντός του 8/ώρου) κατά τα Σάββατα ημέρα υποχρεωτικής ανάπαυσης λόγω εξάντλησης του 5νθημέρου, απαγορευομένη από κανόνα δημόσιας τάξης, είναι άκυρη και γεννά απαίτηση απόδοσης της ωφέλειας του εργοδότη από την παροχή μιας τέτοιας εργασίας κατά τις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού κατ` αρ. 904 Α.Κ.(
ΑΠ 314/2017,
ΑΠ 864/2015). Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 2 του ν.
435/1976, 1 και 10 παρ. 1 του ΒΔ
748/1966, τις διατάξεις της 8900/1956 ΚΥΑ των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και του άρθρου 904 ΑΚ, προκύπτει ότι σε εκείνον που παρέσχε την εργασία του κατά τις Κυριακές πρέπει να χορηγηθεί αναπληρωματική εβδομαδιαία ανάπαυση διαρκείας 24 συνεχών ωρών σε άλλη, εργάσιμη ημέρα της εβδομάδας που άρχισε την Κυριακή. Η εκούσια ή εξαναγκασμένη παροχή εργασίας κατά την Κυριακή χωρίς χορήγηση άλλης ημέρας αναπαύσεως την εβδομάδα που ακολουθεί την Κυριακή, απαγορευμένη από τους πιο πάνω κανόνες δημοσίας τάξεως, είναι άκυρη και γεννά, πέραν της προσαύξησης 75% επί του νομίμου ημερομισθίου για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο, απαίτηση αποδόσεως της ωφέλειας του εργοδότη από την παροχή μιας τέτοιας εργασίας κατά τις αρχές του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Η ωφέλεια αυτή, όπως και στην περίπτωση εργασίας κατά το Σάββατο, ως έκτης ημέρας σε σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, συνίσταται στις αποδοχές τις οποίες ο εργοδότης θα κατέβαλλε σε άλλο μισθωτό, που θα απασχολείτο με έγκυρη σύμβαση εργασίας κατά τις ως άνω ημέρες, υπό τις αυτές συνθήκες με τον ακύρως κατ` αυτές εργασθέντα (
ΑΠ 314/2017,
ΑΠ 67/2015, ΑΠ 32/2013).
Ακόμη, σύμφωνα με το
άρθρο 4 του Ν.
2874/2000, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του Ν.
3385/2005 (έναρξη ισχύος από 1.10.2005): 1. Σε επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας έως σαράντα (40) ώρες την εβδομάδα, ο εργαζόμενος μπορεί να απασχολείται πέντε (5) επί πλέον ώρες την εβδομάδα κατά την κρίση του εργοδότη (υπερεργασία). Οι ώρες αυτές υπερεργασίας (41η, 42η, 43η, 44η, και 45η ώρα) αμείβονται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% και δεν συνυπολογίζονται στα επιτρεπόμενα, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, όρια υπερωριακής απασχολήσεως. Για όσους εργαζόμενους ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6) εργάσιμων ημερών την εβδομάδα, η σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, υπερεργασία ανέρχεται σε οκτώ (8) ώρες την εβδομάδα (από 41η έως 48η ώρα). 2. Η πέραν των σαράντα πέντε (45) ωρών την εβδομάδα απασχόληση του μισθωτού στις επιχειρήσεις της παραγράφου 1 θεωρείται υπερωριακή απασχόληση ως προς όλες τις νόμιμες συνέπειες, διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης. Για όσους εργαζόμενους ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6) εργάσιμων ημερών την εβδομάδα, υπερωριακή απασχόληση θεωρείται η εργασία πέραν των σαράντα οκτώ (48) ωρών την εβδομάδα. Σε κάθε περίπτωση διατηρούνται σε ισχύ οι ρυθμίσεις για το νόμιμο ημερήσιο ωράριο εργασίας. 3. Μισθωτοί απασχολούμενοι υπερωριακά δικαιούνται για κάθε ώρα νόμιμης υπερωρίας και μέχρι τη συμπλήρωση 120 ωρών ετησίως αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50%. Η αμοιβή για την πέραν των 120 ωρών ετησίως υπερωριακή απασχόληση είναι το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 75%. 4. Κάθε ώρα υπερωρίας, για την πραγματοποίηση της οποίας δεν τηρούνται οι προβλεπόμενες από το νόμο (άρθρο 3 του ν.δ. 515/1970) διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης, χαρακτηρίζεται εφεξής κατ` εξαίρεση υπερωρία. 5. Για κάθε ώρα κατ` εξαίρεση υπερωρίας ο μισθωτός δικαιούται αποζημίωση ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100% (ΑΠ 1109/2017,
ΑΠ 314/2017, ΑΠ 1317/2015).
Η στην άνω διάταξη έκφραση, ότι θεωρείται υπερωριακή απασχόληση η πέραν των 45 ωρών την εβδομάδα επί πλέον απασχόληση, επί πενθήμερης εβδομαδιαίας απασχόλησης, δεν έχει την έννοια ότι ως υπερωρία θεωρείται πλέον μόνον η υπέρβαση του ανωτάτου νομίμου εβδομαδιαίου ωραρίου εργασίας και όχι η υπέρβαση του ανωτάτου ωραρίου της ημερήσιας απασχολήσεως του μισθωτού, το οποίο και μετά την 1.4.2001, ελλείψει άλλης ειδικής ρυθμίσεως εξακολουθεί να είναι το 9ωρο επί πενθήμερης εβδομαδιαίας απασχολήσεως.
Επομένως, για τους εργαζόμενους με το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας και μετά την ισχύ του Ν.
2874/2000,
ως υπερωριακή εργασία θεωρείται η απασχόληση πέραν των εννέα (9) ωρών ημερησίως. Ο νομοθέτης με το
άρθρο 4 του Ν.
2874/2000 ήθελε να υπογραμμίσει ότι μετά την κατάργηση των 5 ωρών εβδομαδιαίας υπερεργασιακής απασχολήσεως, το ανώτατο νόμιμο εβδομαδιαίο ωράριο εργασίας είναι πλέον 45 (αντί 48) ώρες, με ό,τι αυτό συνεπάγεται (
ΑΠ 314/2017, ΑΠ 1409/2014)
Από την τελευταία αυτή διάταξη, του άρθρου 4 Ν.
2874/2000, σαφώς συνάγεται επίσης ότι η αξίωση αμοιβής της κατ’ εξαίρεση υπερωρίας στηρίζεται ευθέως στο νόμο και όχι στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις. Δηλαδή, μετά την ισχύ του ανωτέρω νόμου
2874/2000 ο εργαζόμενος για την παράνομη (κατ’ εξαίρεση) υπερωριακή απασχόλησή του δεν έχει πλέον δύο διακριτές αξιώσεις, όπως όριζε το άρθρο 1 παρ. 2 του Ν.
435/1976, αλλά μία, για την θεμελίωση της οποίας δεν απαιτείται η επίκληση των προϋποθέσεων του αδικαιολογήτου πλουτισμού (
ΑΠ 314/2017, ΑΠ 206/2009, ΑΠ 196/2008).
Έτσι η εργασία του μισθωτού κατά την Κυριακή και το Σάββατο δεν αποτελεί υπερωριακή εργασία, αν δεν υπερβαίνει το ανώτατο νόμιμο όριο της ημερήσιας απασχόλησης (ΑΠ 314/2017, ΑΠ 53/2015, ΑΠ 526/2013), που είναι το οκτάωρο.
Περαιτέρω, από τις διατάξεις του
άρθρου 1 του Ν. 551/1914, που κωδικοποιήθηκε με το Β.Δ. της 24-7/25-8-1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (αρθρ. 38 ΕισΝΑΚ), προκύπτει ότι εργατικό ατύχημα, δηλαδή ατύχημα από βίαιο συμβάν που επέρχεται σε εργάτη ή υπάλληλο των αναφερομένων στο άρθρο 2 του άνω νόμου επιχειρήσεων, θεωρείται και ο θάνατος ή ο τραυματισμός του μισθωτού εξαιτίας έκτακτης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, άσχετου προς την σύσταση του οργανισμού του παθόντος, αλλά συνδεομένου με την εργασία του, λόγω της εμφανίσεως του κατά την εκτέλεση ή με αφορμή την εκτέλεση αυτής. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 914, 932 του ΑΚ και
1 και
16 του ως άνω Ν. 551/1914, προκύπτει ότι χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη οφείλεται και επί εργατικού ατυχήματος όταν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας.
Για να δικαιούται ο παθών σε εργατικό ατύχημα χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη αρκεί να συντέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη ή του κυρίου του έργου ή των προστηθέντων από αυτούς (άρθρο 922 ΑΚ), με την έννοια της διατάξεως του άρθρου 914 ΑΚ, δηλαδή αρκεί να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι μόνο η ειδική αμέλεια ως προς την τήρηση των όρων ασφαλείας του άρθρου 16 παρ. 1 του Ν. 551/1914 (ΟλΑΠ 18/2008,
ΑΠ 181/2016, ΑΠ 182/2015, ΑΠ 888/2015). Πταίσμα, κατά τις γενικές διατάξεις θεμελιώνεται και από τη μη τήρηση των διατάξεων του άρθρου 662 ΑΚ, το οποίο ορίζει ότι “ο εργοδότης οφείλει να διαρρυθμίζει τα σχετικά με την εργασία και με τον χώρο της, καθώς και τα σχετικά με την διαμονή, τις εγκαταστάσεις και τα μηχανήματα ή εργαλεία, έτσι ώστε να προστατεύεται η ζωή και η υγεία του εργαζομένου”, καθόσον η παράβαση και μόνο της διάταξης αυτής και της με αυτήν καθιερουμένης γενικής υποχρέωσης πρόνοιας του εργοδότη, που έχει ως συνέπεια την βλάβη του σώματος ή της υγείας του εργαζομένου συνιστά, με την προϋπόθεση ότι οφείλεται σε πταίσμα του εργοδότη κλπ, αδικοπραξία (ΑΠ 518/2017, ΑΠ 182/2015,
ΑΠ 1116/2011).
Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου (ημεδαπού ή αλλοδαπού) στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοσθεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006, 4/2005). Με το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή αν αγωγή ,ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απερρίφθη ή έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν (ΟλΑΠ 10/2011, ΑΠ 1388/2015, ΑΠ 1318/2015) Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, το Εφετείο δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του, τα ακόλουθα : << Δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προσελήφθη ο ενάγων την 1-11-2006 από την εναγομένη εταιρεία, που δραστηριοποιείται στον τομέα των σιδηροδρομικών έργων και αναλαμβάνει την εκτέλεση τεχνικών έργων σε όλη την Ελλάδα, προκειμένου να εργαστεί ως εργάτης – οικοδόμος στα έργα που η εναγομένη θα εκτελούσε. Κατά την πρόσληψή του ο ενάγων, γνωστοποίησε στα αρμόδια όργανα της εργοδότριας εταιρείας την προσωπική και οικογενειακή του κατάσταση, δηλαδή ότι ήταν έγγαμος με μία ανήλικη και μία ενήλικη θυγατέρα ότι ήταν απόφοιτος Γυμνασίου και ότι ασκούσε το επάγγελμα του οικοδόμου από το 2004, όντας και μέλος του συνδικάτου οικοδόμων Κορίνθου από της ημερομηνίας αυτής. Αρχικά απασχολήθηκε στην τοποθέτηση νέων σιδηροδρομικών γραμμών στη γραμμή Κιάτου – Κορίνθου στο εργοτάξια του Κιάτου. Από 1-9-2007 εργάσθηκε στο εργοτάξια Μενιδίου για τη συντήρηση του εκεί υπάρχοντος σιδηροδρομικού δικτύου. Από 1-12-2007 έως 31-3-2008 εργάσθηκε στα εργοτάξια της εναγομένης στην Τρίπολη και στο Μελιγαλά και από 1-4-2008 έως την 7-5-2009 στα εργοτάξιο της εναγομένης στο σιδηροδρομικό κέντρο Θριασίου Πεδίου στον Ασπρόπυργο. Σε όλα τα εργοτάξια που απασχολήθηκε ο ενάγων παρείχε εργασία από την 7 π.μ. έως την 16.00 μ.μ. δηλαδή απασχολείτο επί 9 ώρες κατά μέσο όρο την ημέρα και 45 ώρες εβδομαδιαίως, ενώ το νόμιμο εβδομαδιαία ωράριο εργασίας του ήταν 38,75 ώρες την εβδομάδα (Δ.Α.58/1985 για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργατοτεχνικών οικοδόμων και συναφών κλάδων όλης της χώρας). Πραγματοποιούσε έτσι πρόσθετη εργασία πέραν των 38,75 ώρες και μέχρι την 40 ώρα (ΑΚ 659) και υπερεργασία 5 ωρών εβδομαδιαίως και 21 ώρες το μήνα (ν.
3385/2005). Επίσης απασχολείτο επί 2 Σάββατα το μήνα επί 9 επίσης ώρες χωρίς να λαμβάνει αναπληρωματική ημέρα αναπαύσεως. Περαιτέρω προκύπτει ότι για την εργασία του αυτή εισέπραττε ως ημερομίσθιο το ποσόν των 32 ευρώ και από 1-1-2008 38 ευρώ…Την 10-9-2008 λόγω ατυχήματος ο ενάγων απείχε από την εργασία του έως 7-1-2009 και ακολούθως από 11-2-2009 έως 7-3-2009. Κατά τα ενδιάμεσα χρονικά διαστήματα που εργάσθηκε έως την 7-5-2009 οπότε έπαυσε να εργάζεται λόγω του ότι αναλάμβανε εργασία χρονικά αργότερα από τους άλλους συναδέλφους του. Επομένως με βάση τα ανωτέρω και τις ισχύουσες για τον κλάδο του Κλαδικές ΣΣΕ για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργατοτεχνιτών οικοδόμων και συναφών κλάδων όλης της χώρας και συγκεκριμένα τις από 6-6-2006, 21-6-2007, 18-7-2008 και από 14-7-2009 που Ισχύουν αντίστοιχα από 1-1-2006, 1-1-2007, 1-1-2008 και 1-1-2009 και κηρύχθηκαν υποχρεωτικές αντίστοιχα με τις ΥΑ 11893/5-7-2006 (ΦΕΚ 1018 Τ.Β. της 28-7-2006), 13019/4-12-2007 (ΦΕΚ 2355 Τ.Β της 11-12-2007), 69018/3228/6-10-2008 (ΦΕΚ 2137 Τ.Β. της 15-10-2008), και 27699/2250/17-9-2009 (ΦΕΚ 2078 Τ.Β. της 28-9- 2009), το ημερομίσθιο του ενάγοντος κατά την επίδικη χρονική περίοδο ως ανειδίκευτος εργάτης οικοδόμος έγγαμος, απόφοιτος Γυμνασίου και με μία τριετία ανερχόταν από 1-11-2006 στο ποσό των 43,55 ευρώ, από 1-1-2007 στο ποσό των 46,60 ευρώ, από 1-1-2008 στο ποσό των 50,10 και από 1-1-2009 στο ποσό των 55,10 ευρώ, ενώ πλέον των επιδομάτων γάμου 10%, τριετιών 5% και αποφοίτου Γυμνασίου 5% τα νόμιμα ημερομίσθια του ενάγοντος διαμορφώνονται ως εξής: από 1-11-2006 στο ποσό των 50,10 ευρώ, από 1-1-2007 στο ποσό των 55,92 ευρώ, από 1-1-2008 στο ποσό των 60,10 ευρώ και από 1-1-2009 στο ποσό των 66,12 ευρώ. Κατά τα χρονικά αυτά διαστήματα η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα το συμφωνηθέν ημερομίσθιο ποσού 32 ευρώ έως 31-12- 2007 και 1-1-2008 έως την 7-5-2009, οπότε λύθηκε η εργασιακή τους σχέση, 38 ευρώ, ήτοι ημερομίσθια κατώτερα των νομίμων. Επομένως ο ενάγων δικαιούται για τα χρονικά αυτά διαστήματα τις προκύπτουσες μισθολογικές διαφορές από 13.616 ευρώ. Επίσης δικαιούται να λάβει για αμοιβή πρόσθετης εργασίας (ΑΚ 659), ήτοι της πέραν των 38,75 ευρώ και μέχρι των 40 ωρών την εβδομάδα (βλ. στοιχείο ΣΤ αριθ.4 ΣΣΕ των οικοδόμων) το συνολικό ποσό των 1.240 ευρώ (ως προς τον υπολογισμό του οποίου δεν βάλλει η εναγομένη). Για αμοιβή υπερεργασίας, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτιθέμενα, 5 ωρών εβδομαδιαίως και 21,5 ωρών μηνιαίως το συνολικό ποσό των 7.018 ευρώ ως προς τον ειδικότερο υπολογισμό του οποίου επίσης δεν βάλλει η εναγομένη. Για αμοιβή εργασίας δύο Σάββατα το μήνα συνολικά δικαιούται να λάβει 3.026 ευρώ. Ακολούθως προκύπτει ότι ο ενάγων δεν έλαβε τις ετήσιες άδειες αναπαύσεως του, παρά το γεγονός ότι τις ζητούσε προφορικά και δικαιούται να της λάβει και προς τούτο ενοχλούσε επανειλημμένα τους εργοταξιάρχες οι οποίοι δεν επέτρεπαν τη χορήγηση αδειών λόγω των αυξημένων εργασιακών αναγκών. Κατά συνέπεια εφόσον ο ενάγων είχε τις προϋποθέσεις λήψεως αδείας και η εναγομένη αρνείτο την χορήγησή οφείλει να του καταβάλλει τις αποδοχές αδείας ως προσαύξηση 100% πέραν των καταβλητέων καθώς και τις προκύπτουσες χρηματικές διαφορές των επιδομάτων εορτών και αδείας, συνολικού ύψους 6.525,25 ευρώ, ως προς τον ειδικότερο υπολογισμό του οποίου και πάλι δεν βάλλει η εναγομένη. Περαιτέρω δεν προκύπτει ότι λόγω βλαπτικής μεταβολής της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος διεκόπη η εργασιακή του σχέση με την εργοδότρια εταιρεία. Αντίθετα προκύπτει ότι ο ενάγων αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία του στις 7-5-2009 με δήλωση του ότι θέλει να αποχωρήσει. Ειδικότερα την 10-9-2008 ο ενάγων εργαζόταν στο εργοτάξιο της εναγομένης στον Ασπρόπυργο Αττικής κατά την ώρα της παροχής της εργασίας του συνεπεία εργατικού ατυχήματος μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο … όπου διεγνώσθη κάκωση κνήμης και κάταγμα περόνης, κρίθηκε δε ανίκανος προς εργασία έως 7-1-2009 οπότε επανήλθε στην εργασία του, στο εργοτάξιο Ασπροπύργου Αττικής. Εκεί απασχολήθηκε έως την 16-2-2009, οπότε έλαβε νέα αναρρωτική άδεια έως 7-3-2009….Από τα ανωτέρω δεν προέκυψε βούληση της εργοδότριας να εξαναγκάσει τον εργαζόμενό της σε παραίτηση, αντίθετα από τις καταθέσεις των μαρτύρων προκύπτει ότι μετά το ατύχημα του ανατέθηκαν πιο ελαφριά καθήκοντα και ότι στην εργασία του προσήρχετο αργότερα και συγκεκριμένα, ενώ πριν το ατύχημα ασχολείτο με την τακτοποίηση στρωτήρων, το τρόχισμα των σιδηροτροχιών και άλλες εργασίες, μόλις επανήλθε του ανατέθηκαν καθήκοντα μεταφοράς και τακτοποίησης εργαλείων μετρήσεων και επισήμανσης με σπρέι του άξονα γραμμής. Με δεδομένο δε ότι η εργασία του οικοδόμου είναι Ιδιαίτερα επίπονη και απαιτεί δύναμη και σωματική υγεία για να ανταποκριθεί ο εργαζόμενος, τις οποίες το χρονικό διάστημα εκείνο δεν διέθετε στο βαθμό που απαιτείτο ο ενάγων, συνεπεία του ατυχήματος και της καταπονήσεως του οργανισμού του, πρέπει να σημειωθεί ότι η εργοδότρια εταιρεία δεν επέλεξε να τον απολύσει καταβάλλοντάς του τη νόμιμη αποζημίωση, ούτε διατύπωσε κάποιο παράπονο για την απόδοση του στην Επιθεώρηση Εργασίας, αλλά δήλωσε ρητά ότι επιθυμεί να συνεχίσει να τον απασχολεί. Δεν προέκυψε συνεπώς ουδεμία μεταβολή των όρων της εργασιακής του συμβάσεως προς το χειρότερο, ούτε μεθόδευση της παραιτήσεώς του ενάγοντα όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο τελευταίος…Ακολούθως και σε σχέση με το επικαλούμενο εργατικό ατύχημα και τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα: Πράγματι την 10-9-2008 ο ενάγων κατά την εργασία του στο σιδηροδρομικό κέντρο Θριασίου Πεδίου στον Ασπρόπυργο στο εργοτάξιο της εναγομένης τεχνικής εταιρείας, υπέστη ατύχημα με συνέπεια να μεταφερθεί στο Νοσοκομείο όπου διεγνώσθη κάκωση κνήμης και κάταγμα περόνης. Από την κατάθεση του Θ. Χ. υπεύθυνου του έργου στον Ασπρόπυργο Αττικής, προκύπτει ότι ο ενάγων κατά την εκτέλεση της εργασίας του παραπάτησε και χτύπησε το πόδι του στη σιδηροτροχιά. Η δήλωση ατυχήματος η οποία φέρει την υπογραφή του παθόντος και δεν αμφισβητήθηκε από τον τελευταίο, αναφέρει επί λέξει “Γλίστρησα και έπεσα πάνω σε σίδερα και έπαθα κάταγμα το πόδι μου περόνη”. Η έκθεση έρευνας του τεχνικού Επιθεωρητή Σ. Α. που συνετάγη την 9-2-2009 αναφέρει ότι όπως κατέθεσαν οι 4 μάρτυρες ( 1) Θ. Χ., 2) Κ. D., 3) Τ. X. και 4) Ρ. E. ), που ο επιθεωρητής, εξέτασε κατ, ιδίαν, “ο παθών καθώς περπατούσε πάνω στους στρωτήρες όπου εδράζονται οι σιδηροδρομικές ράγες, παραπάτησε και έπεσε. Κατά την πτώση του το αριστερό πόδι προσέκρουσε σε σταθερό αντικείμενο (στρωτήρα ή μεταλλική ράγα) και υπέστη κάταγμα περόνης”….Με βάση όσα προ αναφέρθηκαν το Δικαστήριο οδηγείται στην πεποίθηση ότι πρόκειται περί τυχαίου γεγονότος για το οποίο δεν βαρύνει την εταιρεία ουδεμία αμέλεια, δεδομένου ότι δεν προέκυψε και παράβαση όρων ασφαλείας που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την επιδίκαση αποζημιώσεως λόγω ηθικής βλάβης ..”. Μετά από αυτά το Εφετείο, απέρριψε κατ’ ουσίαν την έφεση και αντέφεση του ενάγοντος-αναιρεσείοντος, δέχθηκε κατ’ ουσίαν την έφεση της εναγομένης-αναιρεσίβλητης κατά της απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου, που είχε δεχθεί εν μέρει την αγωγή του αναιρεσείοντος και ερευνώντας την αγωγή, δέχθηκε εν μέρει αυτήν και επιδίκασε στον αναιρεσείοντα το συνολικό ποσό των 31.425,25 ευρώ (13.616 + 1.240 + 7.018 + 3.026 + 6.525,25), στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και η αμοιβή του ενάγοντος-αναιρεσείοντος των 3.026 ευρώ για την προσφερόμενη εργασία του των εννιά ωρών κατά το επίδικο χρονικό διάστημα τα δύο Σάββατα κάθε μήνα, χωρίς, όμως να γίνει υπολογισμός της ενάτης ώρας εργασίας του κάθε Σαββάτου ως υπερωρίας. Με την κρίση του αυτή το εφετείο, με το να μην υπολογίσει την αμοιβή της ενάτης ώρας εργασίας τα Σάββατα ως υπερωρίας, αλλά ως εργασίας εντός του νόμιμου οκτάωρου, παραβίασε τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του ν.
435/1976, 6 της από 14.2.1984 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. και 4 του ν.
2874/2000. Επομένως ο πρώτος από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, με το οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη η πλημμέλεια αυτή είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός.
3. Κατά τη διάταξη του άρθρου 657 ΑΚ, ο εργαζόμενος διατηρεί την αξίωση του για το μισθό, αν ύστερα από 10ήμερη τουλάχιστον παροχή εργασίας εμποδίζεται να εργασθεί για σπουδαίο λόγο, που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του και κατά τη διάταξη του άρθρου 658 του ίδιου κώδικα, το χρονικό διάστημα κατά το οποίο διατηρείται σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο η αξίωση για το μισθό σε περίπτωση εμποδίου, δεν μπορεί να υπερβεί τον ένα μήνα, αν το εμπόδιο εμφανίστηκε ένα τουλάχιστον έτος μετά την έναρξη της συμβάσεως και το μισό μήνα σε κάθε άλλη περίπτωση. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι κατά τη διάρκεια της αποχής του μισθωτού από την εργασία του για σπουδαίο λόγο, όπως είναι η ασθένεια αυτού, ο μισθωτός διατηρεί την αξίωση του προς καταβολή των νομίμων αποδοχών του, για χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να υπερβεί τον ένα μήνα, εάν το κώλυμα παροχής εργασίας, λόγω ασθένειας, επήλθε ένα τουλάχιστον έτος μετά την έναρξη της συμβάσεως, επί μισό δε μήνα σε κάθε άλλη περίπτωση (ΑΠ 791/2011). Τέλος κατά το άρθρο 559 αριθ. 9 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε ή επιδίκασε περισσότερα από όσα ζητήθηκαν ή άφησε αίτηση αδίκαστη. Ο λόγος αυτός αναίρεσης αποτελεί κύρωση της αρχής της διαθέσεως, την οποία καθιερώνει το άρθρο 106 ΚΠολΔ και σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι με βάση και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά (
ΑΠ 308/2017, ΑΠ. 875/2013). Ως “αίτηση”, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοείται κάθε αυτοτελής αίτηση των διαδίκων, (αίτηση δηλ. που αποτελεί ιδιαίτερο κεφάλαιο της δίκης), με την οποία ζητείται η παροχή έννομης προστασίας με οποιανδήποτε νόμιμη μορφή αυτής, που δημιουργεί αντίστοιχη εκκρεμότητα δίκης, όπως είναι η αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση, αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, ανακοπή, τριτανακοπή, κάθε ένδικο μέσο (ΑΠ 780/2017, ΑΠ 288/2017, ΑΠ 209/2017), Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων, εκτός των άλλων, με την αγωγή του ζήτησε κατά τις διατάξεις των άρθρων 657-658 του ΑΚ την καταβολή των νομίμων αποδοχών του για τα χρονικά διαστήματα από 11-09-2008 έως 11-10-2008 και από 16-02-2009 έως 07-03-2009, λόγω της αποχής του από την εργασία του για σπουδαίο λόγο που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά του και ειδικότερα λόγω του σοβαρού τραυματισμού του ποδιού του που συνέβη κατά την εργασία του στην αναιρεσίβλητη την 10-9-2008 (έχοντας ήδη συμπληρώσει πλέον του έτους συνεχή εργασία από τη πρόσληψή του στην αναιρεσίβλητη) και λόγω της ασθένειάς του που ήταν απότοκος του τραυματισμού του, που ανέρχονται συνολικά στο ποσό των 9.634 ευρώ. Επί του αιτήματος αυτού το Εφετείο, στο οποίο με τον πρώτο λόγο της έφεσής του ο αναιρεσείων επανέφερε το αίτημα, στην προσβαλλομένη απόφασή του, ουδέν διέλαβε. Επομένως, ο σχετικός από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, κατ` ορθή δε εκτίμηση του άρθρου 559 αριθ. 9 ΚΠολΔ, δεύτερος λόγος αναίρεσης είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός.
4. Μετά από αυτά πρέπει, κατά παραδοχή των δύο λόγων αναίρεσης, που κρίθηκαν βάσιμοι, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το κεφάλαιό της, που αφορά τις αιτούμενες, από την αναιρεσίβλητη, με την αγωγή αποδοχές υπερωριών τα Σάββατα καθώς και κατά το μέρος της με το οποίο άφησε αδίκαστο το αγωγικό αίτημα, περί καταβολής αποδοχών κατά τις διατάξεις των άρθρων 657-658 ΑΚ, να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους, από εκείνους που την εξέδωσαν (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ίσχυσε µετά την αντικατάσταση του µε το άρθρο 65 παρ. 1 Ν. 4139/2013 και πριν την εκ νέου αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν.
4335/2015, έχει δε εν προκειμένω εφαρμογή σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του τελευταίου ν.
4335/2015) και να καταδικαστεί η αναιρεσίβλητη, ως ηττώμενη, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθ. 1757/2014 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, κατά τους ως άνω λόγους (από τον αριθμό 1 και 9 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ)..
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές. Και
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων (2300) ευρώ .
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 16 Ιανουαρίου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 7 Φεβρουαρίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ