Αρχή της ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων – Οικειοθελής παροχή προς ορισμένους μισθωτούς – Δεν μπορεί να αποτελέσει κανονιστικό όρο συλλογικής σύμβασης εργασίας ή διαιτητικής απόφασης ρύθμιση, με την οποία ο εργοδότης αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει κατά την αποχώρηση του μισθωτού τις ασφαλιστικές εισφορές που απαιτούνται προκειμένου να αναγνωριστεί ως συντάξιμος από το ασφαλιστικό ταμείο ο χρόνος της στρατιωτικής θητείας του μισθωτού)
Απόφαση 536 / 2018
(Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Δεν μπορεί να αποτελέσει κανονιστικό όρο συλλογικής σύμβασης εργασίας ή διαιτητικής απόφασης ρύθμιση, με την οποία ο εργοδότης αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει κατά την αποχώρηση του μισθωτού τις ασφαλιστικές εισφορές που απαιτούνται προκειμένου να αναγνωριστεί ως συντάξιμος από το ασφαλιστικό ταμείο ο χρόνος της στρατιωτικής θητείας του μισθωτού, αφού μια τέτοια ρύθμιση θεσπίζει απαγορευμένη από τις ανωτέρω διατάξεις μερική μεταβίβαση από τους μισθωτούς στον εργοδότη του βάρους καταβολής εισφορών για αναγνώριση προϋπηρεσίας από ασφαλιστικό (συνταξιοδοτικό) φορέα (ΑΠ 120/2017, ΑΠ 264/1999).
Αριθμός 536/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Απόστολο Παπαγεωργίου, Γεώργιο Μιχολιά, Θεόδωρο Τζανάκη και Κωνσταντίνο Πιτταρά – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 12 Δεκεμβρίου 2017, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Γ. Κ. του Κ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Τσιώστα, που δεν κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρίας με την επωνυμία “… Α.Ε.” που εδρεύει στη … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αντώνιο Γεωργαντίδη, που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18/6/2012 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Καλλιθέας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 236/2013 του ίδιου Δικαστηρίου και 1461/2017 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 12/4/2017 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Με την κρινόμενη από 12.4.2017 αίτηση προσβάλλεται η 1461/2017 τελεσίδικη απόφαση του δικάσαντος ως εφετείου Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών. Με την προσβαλλομένη έγινε δεκτή η έφεση της εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης κατά της 236/2013 απόφασης του Ειρηνοδικείου Καλλιθέας, εξαφανίστηκε η ανωτέρω πρωτόδικη απόφαση και, ακολούθως, απορρίφθηκε η αναφερόμενη κατωτέρω αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος .Η αίτηση στρέφεται κατ’ απόφασης δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, της οποίας δεν προκύπτει, ούτε άλλωστε προβάλλεται, επίδοση (άρθρα 552, 553 παρ. 1, 556 παρ. 1 και 564 παρ. 3 ΚΠολΔ ). Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί παραδεκτή και περαιτέρω να ερευνηθούν οι λόγοι που περιέχονται σ’ αυτήν ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητά τους ( άρθρο 577 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ).
ΙΙ. Κατά την αρχή της ίσης μεταχείρισης, που απορρέει από το άρθρο 288 του ΑΚ και στηρίζεται στα άρθρα 22 παρ. 1 εδ. β’ του Συντάγματος και 157 (πρώην άρθρο 119 της από 25-3-1957 ιδρυτικής συνθήκης της ΕΟΚ) της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο εργοδότης που απασχολεί πολλούς μισθωτούς, οι οποίοι έχουν τα ίδια προσόντα και παρέχουν τις ίδιες υπηρεσίες κάτω από τις ίδιες συνθήκες για την εξυπηρέτηση αναγκών της ίδιας κατηγορίας, υποχρεούται να τους μεταχειρίζεται ομοιόμορφα και συνεπώς να μην εξαιρεί ορισμένο ή ορισμένους από αυτούς από τις παροχές, στις οποίες έχουν άμεσο οικονομικό συμφέρον ή αφορούν μισθολογική ή βαθμολογική εξέλιξη παροχές στις οποίες προβαίνει οικειοθελώς, εκτός εάν η εξαίρεση δικαιολογείται από ειδικό και σοβαρό κατ’ αντικειμενική κρίση λόγο (ΑΠ 673/2014, ΑΠ 1031/2012, ΑΠ 1144/2012, ΑΠ 116/2004).
Η αρχή αυτή τυγχάνει εφαρμογής και στην περίπτωση που ο εργοδότης προβαίνει σε οικειοθελή παροχή προς ορισμένους μισθωτούς για λόγους ανεξάρτητους από το είδος της εργασίας τους αλλά σχετιζομένους με άλλες περιστάσεις, όπως απομάκρυνση ή αποχώρηση αυτών από την υπηρεσία λόγω συνταξιοδότησης, οπότε, αν οι ίδιες περιστάσεις συντρέχουν και για άλλους εργαζομένους, ο εργοδότης βάσει της αρχής αυτής οφείλει να επεκτείνει την εν λόγω οικειοθελή παροχή και σ’ αυτούς (ΑΠ 808/2012).
Βασική προϋπόθεση για την εφαρμογή της ανωτέρω αρχής είναι η παροχή του εργοδότη να είναι εκούσια και οικειοθελής, δηλαδή να χορηγείται από δική του πρωτοβουλία και χωρίς να υπάρχει σχετική από τον νόμο υποχρέωση (ΑΠ 673/2014, ΑΠ 808/2012). Διαφορετικά, αν ο εργοδότης έχει υποχρέωση από διάταξη νόμου ή από όρο συλλογικής σύμβασης εργασίας ή διαιτητικής απόφασης ή από δικαστική απόφαση να χορηγήσει κάποια παροχή σε ορισμένους μισθωτούς, δεν πρόκειται για οικειοθελή παροχή και η εξαίρεση από αυτήν άλλων μισθωτών, που τελούν υπό τις ίδιες συνθήκες, δεν παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης.
Για την εφαρμογή, πάντως, της ανωτέρω αρχής δεν αρκεί η παροχή να έχει οικειοθελή χαρακτήρα αλλά θα πρέπει και η χορήγηση αυτής να έγινε νόμιμα.
Η παρά τον νόμο χορήγηση οικειοθελούς παροχής σε ορισμένους μισθωτούς δεν δικαιολογεί ανάλογη αξίωση των μισθωτών, που δεν την έλαβαν, αφού η αξίωση από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως δεν μπορεί να θεμελιωθεί στην εργοδοτική παρανομία (ΑΠ 1400/2002, ΑΠ 546/2007).
Εξάλλου , το άρθρο 21 §§ 1-3 του ν. 3239/1955 όριζε ότι: “1. Οι γενικοί όροι και συνθήκαι εργασίας, δύνανται να ρυθμίζωνται δια γενικής εθνικής συλλογικής συμβάσεως εργασίας ή ομοίας εφαρμογής αποφάσεως διαιτησίας. … 2. Αντικείμενον των λοιπών συλλογικών συμβάσεων εργασίας και των ομοίας εφαρμογής διαιτητικών αποφάσεων είναι ο καθορισμός κατά ειδικάς κατηγορίας μισθωτών της αμοιβής της εργασίας και των ειδικών όρων και συνθηκών αυτής, … 3. Δεν δύναται διά συλλογικής συμβάσεως εργασίας ή αποφάσεως διαιτησίας να συσταθή ειδικός λογαριασμός ή επικουρικός ασφαλιστικός οργανισμός ή Ταμείον Προνοίας ή να καθορισθούν ή τροποποιηθούν πόροι ή εισφοραί υπέρ πάσης φύσεως ασφαλιστικών οργανισμών ή λογαριασμών”.
Με το
άρθρο 2 § 3 του ν.
1876/1990“περί ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσων”, που αντικατέστησε τον ανωτέρω νόμο, ορίζεται ότι η συλλογική σύμβαση εργασίας μπορεί να ρυθμίζει και ζητήματα κοινωνικής ασφάλισης, εκτός από τα συνταξιοδοτικά, εφόσον δεν έρχεται σε αντίθεση με τη συνταγματική τάξη και την πολιτική των δημοσίων φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως, ενώ με το άρθρο 43 § 3 του ν.
1902/1990 διευκρινίστηκε ότι στην έννοια των συνταξιοδοτικών θεμάτων που, κατά την ανωτέρα διάταξη, δεν μπορούν να αποτελέσουν περιεχόμενο συλλογικής συμβάσεως εργασίας περιλαμβάνονται και η μεταβολή, αμέσως ή εμμέσως, της σχέσης ασφαλίστρου εργαζομένου και εργοδότη, η μεταβίβαση του βάρους εν όλω ή εν μέρει τακτικών εισφορών ή εισφορών για αναγνώριση προϋπηρεσιών από τον ένα στον άλλο καθώς και η σύσταση ειδικών ταμείων ή λογαριασμών που χορηγούν περιοδικές παροχές συντάξεων ή εφάπαξ βοήθημα με επιβάρυνση του εργοδότη.
Επομένως, δεν μπορεί να αποτελέσει κανονιστικό όρο συλλογικής σύμβασης εργασίας ή διαιτητικής απόφασης ρύθμιση, με την οποία ο εργοδότης αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει κατά την αποχώρηση του μισθωτού τις ασφαλιστικές εισφορές που απαιτούνται προκειμένου να αναγνωριστεί ως συντάξιμος από το ασφαλιστικό ταμείο ο χρόνος της στρατιωτικής θητείας του μισθωτού, αφού μια τέτοια ρύθμιση θεσπίζει απαγορευμένη από τις ανωτέρω διατάξεις μερική μεταβίβαση από τους μισθωτούς στον εργοδότη του βάρους καταβολής εισφορών για αναγνώριση προϋπηρεσίας από ασφαλιστικό (συνταξιοδοτικό) φορέα (ΑΠ 120/2017, ΑΠ 264/1999).
Πρέπει να σημειωθεί ότι η τελευταία αυτή ρύθμιση δεν αντίκειται στο άρθρο 22 παρ.2 του Συντάγματος, που ορίζει ότι οι γενικοί όροι εργασίας καθορίζονται με νόμο και συμπληρωματικά με ΣΣΕ ή ΔΑ , αφού δεν πρόκειται για ρύθμιση των όρων εργασίας αλλά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων , για την οποία, κατά την παράγραφο 5 του ίδιου άρθρου μεριμνά το Κράτος, με τις ρυθμίσεις δε του ανωτέρω ν.
1902/1990 ο νομοθέτης απέβλεψε στην εναρμόνιση του συνταξιοδοτικού καθεστώτος των υπηρετούντων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα προς το συνταξιοδοτικό καθεστώς των δημοσίων υπαλλήλων, προκειμένου να επιτύχει την εξυγίανση του ασφαλιστικού συστήματος της Χώρας, εξυπηρετώντας με τον τρόπο αυτό το δημόσιο συμφέρον (σχετ. ΣτΕ 723/2010 και ΣτΕ 1494/2010).
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 560 παρ.1 του ΚΠολΔ, η οποία είναι ταυτόσημη με εκείνη του άρθρου 559 παρ.1 εδ. α του ιδίου Κώδικα, κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων καθώς και κατά των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, αναίρεση επιτρέπεται – μεταξύ των άλλων περιπτώσεων – και αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σε αυτούς.
Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, μολονότι συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοστεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, δηλαδή εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού ( Ολ ΑΠ 1/2016, Ολ
ΑΠ 2/2013, Ολ ΑΠ 7/2006).
Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ίδιου δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικά και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (
ΑΠ 130/2016, ΑΠ 1420/2013). Για το ορισμένο δε του ανωτέρω λόγου αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, πρέπει να διαλαμβάνονται στο αναιρετήριο τόσο η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που φέρεται ότι παραβιάστηκε, όσο και το αποδιδόμενο στην προσβαλλομένη απόφαση νομικό σφάλμα, στη δε περίπτωση της κατ’ ουσίαν έρευνας της υπόθεσης πρέπει επίσης να παρατίθενται στο αναιρετήριο οι παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και υπό τα οποία συντελέστηκε η επικαλούμενη παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου (Ολ
ΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 20/2005), έστω και κατά τρόπο συνοπτικό.
Ο προσδιορισμός της διάταξης ουσιαστικού δικαίου πρέπει να γίνεται ενάριθμα (ΟλΑΠ 32/1996, ΑΠ 113/2011), αφού παγίως γίνεται δεκτό ότι ο Άρειος Πάγος δεν μπορεί να προβεί στην αυτεπάγγελτη θεμελίωση του σχετικού λόγου, βάσει της αρχής jura novit curia, η οποία δεν εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία (ΑΠ 120/2017, ΑΠ 1040/2010, ΑΠ 651/2010, ΑΠ 649/2005).
Στην προκείμενη υπόθεση, ο ενάγων και τώρα αναιρεσείων με την αναφερόμενη πιο πάνω από 18.6.2012 αγωγή του , την οποία άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Καλλιθέας, ισχυρίζεται ότι προσλήφθηκε από την εναγομένη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου στις 8-8-1983 και απασχολήθηκε έκτοτε από αυτήν ως υπάλληλος μέχρι τις 16-9-2010, οπότε η εναγομένη κατήγγειλε την εργασιακή του σύμβαση , ότι, ενόψει της συνταξιοδότησής του με κύρια σύνταξη από το I.Κ.Α.-Τ.Σ.Ε. Α.Π.Γ.Σ.Ο. και με επικουρική από το Τ.Ε.Α.Α.Π.Α.Ε., τα ασφαλιστικά αυτά ταμεία δέχθηκαν ότι είχε δικαίωμα αναγνώρισης ως χρόνου ασφάλισης της στρατιωτικής του θητείας, διάρκειας ενός έτους, ένδεκα μηνών και πέντε ημερών, ο οποίος χρόνος μπορούσε να εξαγοραστεί με καταβολή προς αυτά ποσού 9.348.98 ευρώ και 1.742,19 ευρώ αντίστοιχα, και ότι , ενώ κατά τους όρους της από 15.6.1987 ΣΣΕ, που είχε συναφθεί μεταξύ των οικείων συνδικαλιστικών οργανώσεων ( Ένωσης Ελληνικών Ασφαλιστικών Εταιρειών και Ομοσπονδίας Ασφαλιστικών Συλλόγων Ελλάδος ) η εναγομένη είναι υποχρεωμένη να του καταβάλει ποσοστό 80% των ανωτέρω ποσών εξαγοράς , του κατέβαλε μόνο το ποσό των 1.349,25 ευρώ, που της αναλογεί για την εξαγορά της θητείας του σε σχέση με το δεύτερο από τα ανωτέρω ταμεία (Τ.Ε.Α.Α.Π.Α.Ε.), αρνείται δε να του καταβάλει το ποσό των 7.479,18 ευρώ) για την εξαγορά αναφορικά με το Ι.Κ.Α.- Τ.Σ.Ε.Α.Π.Γ.Σ.Ο.
Επίσης ο ενάγων ισχυρίζεται ότι , ενώ σύμφωνα με το …/2005 ομαδικό ασφαλιστήριο συμβόλαιο ζωής (saving plan),που καταρτίστηκε μεταξύ της εναγομένης ως ασφαλίστριας (εργοδότριας) και του συνδικαλιστικού σωματείου των υπαλλήλων της, η εναγομένη είναι υποχρεωμένη με την καταγγελία της εργασιακής του σύμβασης να του καταβάλει ως εφάπαξ παροχή το ποσό των 2.008.56 ευρώ, μολονότι δε τον κάλεσε αυτή να καταβάλει και κατέβαλε τις αναλογούσες στον ίδιο κρατήσεις ενός τριμήνου , τελικά του κατέβαλε μόνο το ήμισυ της παροχής αυτής ( 1.004.28 ευρώ) και αρνείται να του καταβάλει το υπόλοιπο, αν και την ίδια παροχή έχει καταβάλει εξολοκλήρου στους τρεις κατονομαζόμενους συναδέλφους του, παραβιάζοντας έτσι και την αρχή της ίσης μεταχείρισης. Με βάση το ιστορικό αυτό, ο ενάγων ζητεί να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει για τις ανωτέρω δύο αιτίες το συνολικό ποσό των 8.483,46 ευρώ, με το νόμιμο τόκο, όπως στην αγωγή ειδικότερα εκτίθεται. Υπό το ανωτέρω περιεχόμενο, η αγωγή αναφορικά με την πρώτη από τις προβαλλόμενες με αυτήν αξιώσεις δεν είναι νόμιμη. Και τούτο διότι ο επικαλούμενος από τον ενάγοντα κανονιστικός όρος της αναφερόμενης ανωτέρω ΣΣΕ, σύμφωνα με τον οποίο η εναγομένη είναι υποχρεωμένη να του καταβάλει ποσοστό 80% του ποσού που απαιτείται για την εξαγορά και αναγνώριση ως χρόνου ασφάλισης της στρατιωτικής του θητείας, είναι ανίσχυρος ως αντικείμενος στις διατάξεις των ν. 3239/1955 (υπό την ισχύ του οποίου καταρτίστηκε η εν λόγω ΣΣΕ)
1876/1990 και
1902/1990, που αναφέρονται στην προηγηθείσα νομική σκέψη της παρούσας, αφού, όπως σημειώθηκε στην τελευταία αυτή σκέψη, η ρύθμιση αυτή θεσπίζει απαγορευμένη από τις ανωτέρω διατάξεις μερική μεταβίβαση από τους μισθωτούς στον εργοδότη του βάρους καταβολής εισφορών για αναγνώριση προϋπηρεσίας από ασφαλιστικό (συνταξιοδοτικό) φορέα. Επομένως, το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, το οποίο με την προσβαλλόμενη εδώ απόφασή του, δικάζοντας ως εφετείο και κρίνοντας επί εφέσεως της εναγομένης και τώρα αναιρεσίβλητης, δέχθηκε τα ίδια και, αφού εξαφάνισε την απόφαση του Ειρηνοδικείου, που είχε δεχθεί την αγωγή, απέρριψε αυτήν κατά το παραπάνω κεφάλαιο ως μη νόμιμη , ορθά τις ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των ν. 3239/1955,
1876/1990 και
1902/1990, οι οποίες ήταν εδώ εφαρμοστέες, ερμήνευσε και εφήρμοσε , ενώ ορθά επίσης δεν εφήρμοσε, ως αντικείμενο στις τελευταίες αυτές διατάξεις, τον επίμαχο όρο της προαναφερόμενης ΣΣΕ. Ενόψει τούτων, οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος , που προβάλλονται με τους δυο πρώτους λόγους της ένδικης αίτησης αναίρεσης από το άρθρο 560 παρ. 1 ΚΠολΔ (και όχι 559 αριθμ. 1 που αναφέρεται στην αίτηση ), είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Όσον αφορά δε ειδικά τις αιτιάσεις, οι οποίες προβάλλονται με τον πρώτο λόγο, ότι ο επίμαχος όρος της ανωτέρω ΣΣΕ έχει συμβατικό και όχι κανονιστικό χαρακτήρα και ότι η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στον αναιρεσείοντα-ενάγοντα το αιτούμενο ποσό για την αναγνώριση της στρατιωτικής του θητείας ως χρόνου ασφάλισης και κατ’ εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης, πρέπει να σημειωθεί ότι είναι αβάσιμοι , αφού α) ο ανωτέρω όρος έχει αναμφίβολα κανονιστικό χαρακτήρα, δηλαδή ισχύ ουσιαστικού νόμου ( άρθρο 22 παρ. 2 του Συντ.- πρβλ και ΑΠ 264/1999 ) και β) ανεξαρτήτως του ότι ανεπιτρέπτως ο αναιρεσείων επικαλείται για πρώτη φορά στον Άρειο Πάγο την αρχή της ίσης μεταχείρισης για τη θεμελίωση της παραπάνω αξίωσής του, σε κάθε περίπτωση η αρχή αυτή δεν βρίσκει εδώ έδαφος εφαρμογής, αφού δεν πρόκειται για οικειοθελή παροχή ούτε για χορήγηση αυτής σε άλλους εργαζομένους νόμιμα, ώστε να ανακύπτει ζήτημα παραβίασης της εν λόγω αρχής, κατά τα εκτιθέμενα ειδικότερα στην ανωτέρω νομική σκέψη της παρούσας. Εξάλλου, όπως επίσης εκτέθηκε στην παραπάνω νομική σκέψη, η διάταξη του άρθρου 43 § 3 του ν. 1902/1990, με την οποία διευκρινίστηκε ότι στην έννοια των συνταξιοδοτικών θεμάτων που δεν μπορούν να αποτελέσουν περιεχόμενο συλλογικής σύμβασης εργασίας περιλαμβάνονται και η μεταβολή, αμέσως ή εμμέσως, της σχέσης ασφαλίστρου εργαζομένου και εργοδότη και η μεταβίβαση του βάρους, εν όλω ή εν μέρει,τακτικών εισφορών ή εισφορών για αναγνώριση προϋπηρεσιών από τον ένα στον άλλο, δεν αντίκειται στο άρθρο 22 παρ. 2 του Συντάγματος και συνεπώς είναι απορριπτέα ως αβάσιμη η περί του αντιθέτου ειδικότερη αιτίαση που προβάλλεται με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης.
ΙΙΙ. Με τον τρίτο λόγο της αίτησης αναίρεσης ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, απορρίπτοντας την ένδικη αγωγή του ως αόριστη κατά το μέρος που αφορά την αιτούμενη εφάπαξ παροχή των 1.004.28 ευρώ, υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ, διότι κατά ψευδή ερμηνεία του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου υπέλαβε εσφαλμένα ότι τα στοιχεία του δικογράφου της αγωγής είναι λιγότερα απ’ όσα πράγματι ο κανόνας δικαίου για την εφαρμογή του απαιτεί…”. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας , διότι δεν προσδιορίζεται η συγκεκριμένη διάταξη ουσιαστικού δικαίου που φέρεται ότι παραβιάστηκε , ώστε να θεμελιώνεται αναιρετική πλημμέλεια από το άρθρο 560 αριθμ.1 ΚΠολΔ , όπως δε σημειώθηκε στην προηγούμενη νομική σκέψη της παρούσας , παγίως γίνεται δεκτό ότι ο Άρειος Πάγος δεν μπορεί να προβεί στην αυτεπάγγελτη θεμελίωση του σχετικού λόγου. Άλλωστε, οι διατάξεις που καθορίζουν το αναγκαίο περιεχόμενο της αγωγής (117-118 και 216 ΚΠολΔ ) έχουν δικονομικό χαρακτήρα ( ΑΠ 1658/1999 ) και η παραβίασή τους δεν ιδρύει τον ανωτέρω λόγο αναίρεσης. Επομένως, σε κάθε περίπτωση, ο ανωτέρω λόγος είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Μετά τις ανωτέρω σκέψεις και εφόσον δεν υπάρχει προς έρευνα άλλος λόγος αναίρεσης ,πρέπει η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων λόγω της ήττας της στα οριζόμενα στο διατακτικό δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης , η οποία κατέθεσε προτάσεις ( άρθρα 106, 176, 183, 189 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την κρινόμενη από 12.04.2017 αίτηση του Γ. Κ. για αναίρεση της 1461/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1.800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 27η Φεβρουαρίου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 15η Μαρτίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ