Απόφαση 572 / 2018
(Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 572/2018
Κατά την
παράγραφο 2 άρθρ. 6 παρ. 2 του Ν.
3198/1955 κάθε αξίωση του μισθωτού για καταβολή ή συμπλήρωση της οφειλόμενης αποζημιώσεως από απόλυσή του είναι απαράδεκτη αν η σχετική αγωγή δεν κοινοποιηθεί μέσα σε προθεσμία έξι (6) μηνών, αφότου η αξίωση κατέστη απαιτητή (
ΑΠ 177/2013, ΑΠ 200/2011, ΑΠ 1284/2010, ΑΠ 526/2008, ΑΠ 1938/2007). Αφετηρία για την έναρξη της εξάμηνης προθεσμίας αποτελεί η ημέρα κατά την οποία η αξίωση κατέστη απαιτητή και σε περίπτωση απροειδοποίητης καταγγελίας η ημέρα αυτή συμπίπτει με την ημέρα κατά την οποία έλαβε χώρα η καταγγελία. Έτσι στην περίπτωση της απροειδοποίητης καταγγελίας της εργασιακής σύμβασης αόριστου χρόνου σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 241 εδ. α’ του ΑΚ. η οποία ισχύει και για την εξάμηνη προθεσμία του
άρθρου 6 παρ. 2 του ν.
3198/1955, η προθεσμία αυτή (εξάμηνη) αρχίζει από την επόμενη της ημέρας που έλαβε χώρα το γεγονός της καταγγελίας και λήγει, σύμφωνα με το προαναφερόμενο επίσης άρθρο 243 ΑΚ, με την παρέλευση ολόκληρης της ημέρας του τελευταίου μήνα, η οποία αντιστοιχεί σε αριθμό με την ημέρα που άρχισε (ΑΠ 1938/2007).
Η ως άνω προθεσμία είναι αποσβεστική και, όπως συνάγεται από τα άρθρα 219, 280 και 261 του ΑΚ, αφενός μεν, σε αντίθεση με την παραγραφή, λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο (ΑΠ 1284/2010, ΑΠ 1247/2008), αφετέρου δε διακόπτεται με την άσκηση της αγωγής (ΑΠ 44/2006). Εξάλλου, η αποσβεστική αυτή προθεσμία αποσκοπεί στην ανάγκη ταχείας άρσης κάθε αβεβαιότητας σχετικά με το κύρος της καταγγελίας εργασιακής σχέσης και στην εκκαθάριση εντός συντόμου χρονικού διαστήματος των αξιώσεων των εργαζομένων, που πηγάζουν από τυχόν άκυρη καταγγελία, ώστε να μη δημιουργούνται δυσβάστακτες συνέπειες για τον εργοδότη. ‘
Όταν δε παρέλθει άπρακτη η εν λόγω αποκλειστική προθεσμία, επέρχεται απόσβεση του ως άνω δικαιώματος. Η αποσβεστική προθεσμία που διακόπηκε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, που εφαρμόζεται και στην αποσβεστική προθεσμία (άρθρο 279 ΑΚ), με την άσκηση καταψηφηστικής ή αναγνωριστικής αγωγής για την ως άνω αξίωση αποζημίωσης, λογίζεται, κατά το άρθρο 263 ΑΚ, ως να μη διακόπηκε, αν ο ενάγων παραιτηθεί από την αγωγή ή απορριφθεί αυτή τελεσίδικα για λόγους μη ουσιαστικούς, εκτός αν ο δικαιούχος επανεγείρει την αγωγή εντός έξι (6) μηνών, οπότε η αποσβεστική προθεσμία λογίζεται ότι έχει διακοπεί με την προηγούμενη αγωγή (ΑΠ 210/2009, ΑΠ 2074/2007).
Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 215, 221, 226, 229, 233, 271 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η άσκηση της αγωγής απαιτεί διαδικασία που ολοκληρώνεται με την κατάθεση του σχετικού δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται και την επίδοση αντιγράφου του δικογράφου τούτου στον εναγόμενο. Η κατάθεση συνεπάγεται τις δικονομικές συνέπειες της αγωγής (εκκρεμοδικία, αμετάβλητο της δικαιοδοσίας κλπ.), η δε επίδοση τα αποτελέσματα που προβλέπονται από το ουσιαστικό δίκαιο ότι επέρχονται από την έγερσή της (ΑΠ 1521/2013). Τα ανωτέρω δεν διαφοροποιούνται μεταξύ των περιπτώσεων άσκησης αγωγής περί καταβολής ολοκλήρου της αποζημίωσης και των περιπτώσεων άσκησης αγωγής περί συμπλήρωσης της ως άνω αποζημίωσης, οσάκις ο εργοδότης έχει καταβάλει εμπροθέσμως μέρος αυτής, εφόσον η ίδια η διάταξη του
άρθρου 6 παρ.2 του Ν.
3198/1955, η οποία ορίζει “πάσα αξίωσις μισθωτού περί καταβολής ή συμπληρώσεως της κατά τον Ν.
2112/1920, ως ετροποποιήθη μεταγενεστέρως ή το Β.Δ της 16/18 Ιουλ. 1920 αποζημιώσεως …” κατά τη γραμματική της διατύπωση αφορά αμφότερες τις περιπτώσεις καταβολής ή συμπλήρωσης της αποζημίωσης. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου (ημεδαπού ή αλλοδαπού) στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών.
Ο. κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοσθεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ ΑΠ 7/2006, ΑΠ 4/2005). Με το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή αν αγωγή‚ ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απερρίφθη ή έγινε δεκτή κατ ουσία (Ολ.ΑΠ 10/2011, ΑΠ 21/2013, ΑΠ 246/2015). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 20, προκύπτει ότι ο θεσπιζόμενος λόγος αναίρεσης για παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου, ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας, υποπίπτει σε διαγνωστικό σφάλμα (λάθος στην ανάγνωση του κειμένου του εγγράφου), όταν δηλαδή αποδίδει σε αποδεικτικό, κατά την έννοια των άρθρων 339 και 432 – 465 ΚΠολΔ, έγγραφο, περιεχόμενο καταδήλως διαφορετικό από εκείνο που πράγματι έχει, ακολούθως δε, καταλήγει, στηριζόμενο σε τούτο μόνον, ή κυρίως σε αυτό, σε περίπτωση συνεκτιμήσεως του με άλλα αποδεικτικά μέσα, σε επιζήμιο για το διάδικο – αναιρεσείοντα αποδεικτικό πόρισμα, ως προς πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Δεν περιλαμβάνει όμως και την περίπτωση κατά την οποίαν το δικαστήριο, από την εκτίμηση και αξιολόγηση του αληθινού περιεχομένου του εγγράφου, έστω και εσφαλμένως, καταλήγει σε συμπέρασμα αντίθετο από εκείνο, που θεωρεί ως ορθό ο αναιρεσείων, γιατί τότε πρόκειται για αιτίαση η οποία είναι σχετική με την εκτίμηση των πραγμάτων, που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο (ΑΠ 15/2014, ΑΠ 432/2013).
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Απόστολο Παπαγεωργίου, Γεώργιο Μιχολιά, Θεόδωρο Τζανάκη και Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 28 Νοεμβρίου 2017, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Γ. Ν. του Γ., κατοίκου …, η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Λύγουρη, που κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Φιλανθρωπικού Σωματείου με την επωνυμία “…” που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Θεοδώρα Ανανιάδου, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 6/8/2010 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1356/2012 του ίδιου Δικαστηρίου και 479/2014 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 2/6/2015 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Απόστολος Παπαγεωργίου ανέγνωσε την από 7/1/2016 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου της στη δικαστική δαπάνη της.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Με την από 2-6-2015 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 479/2014 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατόπιν έφεσης του εναγομένου και ήδη αναιρεσιβλήτου κατά της 356/2012 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την προσβαλλομένη απόφαση, αφού έγινε δεκτή η έφεση και εξαφανίστηκε η εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών ως άνω απόφαση του Πρωτοδικείου, απορρίφθηκε στη συνέχεια κατ’ ουσίαν η αγωγή της ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας με την οποία ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει για συμπλήρωση της αποζημίωσης απόλυσής της λόγω συνταξιοδότησης το ποσό των 16.907,17 ευρώ, με το νόμιμο τόκο. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 και 144 παρ. 1 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 ΚΠολΔ). Ήδη η υπόθεση έρχεται προς συζήτηση με την από 13-3-2017 κλήση της αναιρεσείουσας.
2.Κατά το άρθρ. 6 παρ. 2 του Ν.
3198/1955 κάθε αξίωση του μισθωτού για καταβολή ή συμπλήρωση της οφειλόμενης αποζημιώσεως από απόλυσή του είναι απαράδεκτη αν η σχετική αγωγή δεν κοινοποιηθεί μέσα σε προθεσμία έξι (6) μηνών, αφότου η αξίωση κατέστη απαιτητή (
ΑΠ 177/2013, ΑΠ 200/2011, ΑΠ 1284/2010, ΑΠ 526/2008, ΑΠ 1938/2007). Αφετηρία για την έναρξη της εξάμηνης προθεσμίας αποτελεί η ημέρα κατά την οποία η αξίωση κατέστη απαιτητή και σε περίπτωση απροειδοποίητης καταγγελίας η ημέρα αυτή συμπίπτει με την ημέρα κατά την οποία έλαβε χώρα η καταγγελία. Έτσι στην περίπτωση της απροειδοποίητης καταγγελίας της εργασιακής σύμβασης αόριστου χρόνου σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 241 εδ. α’ του ΑΚ. η οποία ισχύει και για την εξάμηνη προθεσμία του άρθρου 6 παρ. 2 του ν.
3198/1955, η προθεσμία αυτή (εξάμηνη) αρχίζει από την επόμενη της ημέρας που έλαβε χώρα το γεγονός της καταγγελίας και λήγει, σύμφωνα με το προαναφερόμενο επίσης άρθρο 243 ΑΚ, με την παρέλευση ολόκληρης της ημέρας του τελευταίου μήνα, η οποία αντιστοιχεί σε αριθμό με την ημέρα που άρχισε (ΑΠ 1938/2007).
Η ως άνω προθεσμία είναι αποσβεστική και, όπως συνάγεται από τα άρθρα 219, 280 και 261 του ΑΚ, αφενός μεν, σε αντίθεση με την παραγραφή, λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο (ΑΠ 1284/2010, ΑΠ 1247/2008), αφετέρου δε διακόπτεται με την άσκηση της αγωγής (ΑΠ 44/2006). Εξάλλου, η αποσβεστική αυτή προθεσμία αποσκοπεί στην ανάγκη ταχείας άρσης κάθε αβεβαιότητας σχετικά με το κύρος της καταγγελίας εργασιακής σχέσης και στην εκκαθάριση εντός συντόμου χρονικού διαστήματος των αξιώσεων των εργαζομένων, που πηγάζουν από τυχόν άκυρη καταγγελία, ώστε να μη δημιουργούνται δυσβάστακτες συνέπειες για τον εργοδότη. ‘
Όταν δε παρέλθει άπρακτη η εν λόγω αποκλειστική προθεσμία, επέρχεται απόσβεση του ως άνω δικαιώματος. Η αποσβεστική προθεσμία που διακόπηκε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, που εφαρμόζεται και στην αποσβεστική προθεσμία (άρθρο 279 ΑΚ), με την άσκηση καταψηφηστικής ή αναγνωριστικής αγωγής για την ως άνω αξίωση αποζημίωσης, λογίζεται, κατά το άρθρο 263 ΑΚ, ως να μη διακόπηκε, αν ο ενάγων παραιτηθεί από την αγωγή ή απορριφθεί αυτή τελεσίδικα για λόγους μη ουσιαστικούς, εκτός αν ο δικαιούχος επανεγείρει την αγωγή εντός έξι (6) μηνών, οπότε η αποσβεστική προθεσμία λογίζεται ότι έχει διακοπεί με την προηγούμενη αγωγή (ΑΠ 210/2009, ΑΠ 2074/2007).
Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 215, 221, 226, 229, 233, 271 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η άσκηση της αγωγής απαιτεί διαδικασία που ολοκληρώνεται με την κατάθεση του σχετικού δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται και την επίδοση αντιγράφου του δικογράφου τούτου στον εναγόμενο. Η κατάθεση συνεπάγεται τις δικονομικές συνέπειες της αγωγής (εκκρεμοδικία, αμετάβλητο της δικαιοδοσίας κλπ.), η δε επίδοση τα αποτελέσματα που προβλέπονται από το ουσιαστικό δίκαιο ότι επέρχονται από την έγερσή της (ΑΠ 1521/2013). Τα ανωτέρω δεν διαφοροποιούνται μεταξύ των περιπτώσεων άσκησης αγωγής περί καταβολής ολοκλήρου της αποζημίωσης και των περιπτώσεων άσκησης αγωγής περί συμπλήρωσης της ως άνω αποζημίωσης, οσάκις ο εργοδότης έχει καταβάλει εμπροθέσμως μέρος αυτής, εφόσον η ίδια η διάταξη του άρθρου 6 παρ.2 του Ν.
3198/1955, η οποία ορίζει “πάσα αξίωσις μισθωτού περί καταβολής ή συμπληρώσεως της κατά τον Ν.
2112/1920, ως ετροποποιήθη μεταγενεστέρως ή το Β.Δ της 16/18 Ιουλ. 1920 αποζημιώσεως …” κατά τη γραμματική της διατύπωση αφορά αμφότερες τις περιπτώσεις καταβολής ή συμπλήρωσης της αποζημίωσης. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου (ημεδαπού ή αλλοδαπού) στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών.
Ο. κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοσθεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ ΑΠ 7/2006, 4/2005). Με το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή αν αγωγή‚ ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απερρίφθη ή έγινε δεκτή κατ ουσία (Ολ.ΑΠ 10/2011, ΑΠ 21/2013, ΑΠ 246/2015). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 20, προκύπτει ότι ο θεσπιζόμενος λόγος αναίρεσης για παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου, ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας, υποπίπτει σε διαγνωστικό σφάλμα (λάθος στην ανάγνωση του κειμένου του εγγράφου), όταν δηλαδή αποδίδει σε αποδεικτικό, κατά την έννοια των άρθρων 339 και 432 – 465 ΚΠολΔ, έγγραφο, περιεχόμενο καταδήλως διαφορετικό από εκείνο που πράγματι έχει, ακολούθως δε, καταλήγει, στηριζόμενο σε τούτο μόνον, ή κυρίως σε αυτό, σε περίπτωση συνεκτιμήσεως του με άλλα αποδεικτικά μέσα, σε επιζήμιο για το διάδικο – αναιρεσείοντα αποδεικτικό πόρισμα, ως προς πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Δεν περιλαμβάνει όμως και την περίπτωση κατά την οποίαν το δικαστήριο, από την εκτίμηση και αξιολόγηση του αληθινού περιεχομένου του εγγράφου, έστω και εσφαλμένως, καταλήγει σε συμπέρασμα αντίθετο από εκείνο, που θεωρεί ως ορθό ο αναιρεσείων, γιατί τότε πρόκειται για αιτίαση η οποία είναι σχετική με την εκτίμηση των πραγμάτων, που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο (ΑΠ 15/2014, ΑΠ 432/2013).
Στην προκειμένη περίπτωση, προκειμένης αγωγής καταβολής συμπληρωματικής αποζημίωσης από απόλυση της ενάγουσας (αναιρεσείουσας) στις 30-6-2010, με τους πρώτο και δεύτερο λόγους της αίτησης αναίρεσης, προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι εκ του άρθρου 559 αρ. 20 και 1 ΚΠολΔ, αναιρετικές πλημμέλειες, με τις αιτιάσεις ότι κατά το σχηματισμό της κρίσης της παραμόρφωσε περιεχόμενο εγγράφου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα, που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό, αφετέρου δε παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν.
3198/1955 με το να δεχθεί ότι η ένδικη αγωγή είναι απαράδεκτη, εφόσον δεν κοινοποιήθηκε μέσα σε προθεσμία έξι (6) μηνών, από την από 30-6-2010 καταγγελία της σύμβασης. Σχετικά με τα ως άνω ζητήματα το Μονομελές Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλομένη απόφασή του, κρίνοντας επί της ένδικης αγωγής, ύστερα από έφεση του εναγομένου – αναιρεσιβλήτου, δέχθηκε ότι η ενάγουσα άσκησε την από 6-8-2010 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 49…/11-8-2010 αγωγή με την οποία ζητούσε συμπληρωματική αποζημίωση απόλυσης λόγω συνταξιοδότησης από το εναγόμενο, ότι την αγωγή αυτή επέδωσε στο τελευταίο στις 12-8-2010, καλώντας αυτό να παραστεί προς εκδίκαση της υπόθεσης κατά την ορισθείσα δικάσιμο στις 26-1-2012, όπως προκύπτει από την με αριθμό 5702Δ’/12-8-2010 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Γ. Ρ., ότι, επειδή η αγωγή αυτή είχε προσδιοριστεί από παραδρομή στο τμήμα Μισθώσεων του Πρωτοδικείου Αθηνών, η ενάγουσα κατέθεσε εκ νέου την ίδια αγωγή που έλαβε αριθμό κατάθεσης 48…/11-8-2010, την οποία επέδωσε στο εναγόμενο στις 25-1-2012, καλώντας αυτό να παραστεί προς εκδίκαση της υπόθεσης κατά την ορισθείσα δικάσιμο στο τμήμα εργατικών διαφορών στις 23-5-2012, όπως προκύπτει από την με αριθμό 90…’/25-1-2012 έκθεση επίδοσης του ίδιου ως άνω δικαστικού επιμελητή, ότι κατά τη δικάσιμο στις 23-5-2012 δικάστηκε η ένδικη αγωγή και εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ότι από τα παραπάνω προκύπτει ότι ασκήθηκαν (με κατάθεση και επίδοση) από την ενάγουσα δύο αγωγές με την ίδια ιστορική και νομική αιτία, ότι η πρώτη αγωγή, που επιδόθηκε εντός του εξαμήνου από την καταγγελία της εργασιακής σχέσης, διέκοψε την αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 6 παρ.2 εδ.α’ του Ν.
3198/1955, ότι η δεύτερη (ένδικη) αγωγή η οποία εκδικάστηκε, στις 23-5-2012, επιδόθηκε στο εναγόμενο στις 25-1-2012, ήτοι δεκαοκτώ και πλέον μήνες μετά την καταγγελία της σύμβασης, που έγινε στις 30-6-2010,ότι μεταξύ των δύο παραπάνω επιδόσεων, μεσολάβησε χρονικό διάστημα πλέον του εξαμήνου και συνεπώς η αποσβεστική προθεσμία που διακόπηκε με την πρώτη επίδοση συμπληρώθηκε έως τη δεύτερη επίδοση, ότι από το περιεχόμενο της (ένδικης) δεύτερης αγωγής και από το περιεχόμενο των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, δεν προκύπτει ότι η ενάγουσα παραιτήθηκε από την πρώτη κατατεθείσα αγωγή, ώστε η αποσβεστική προθεσμία να λογίζεται ότι έχει διακοπεί με την αγωγή αυτή, εφόσον βέβαια και η δεύτερη (ένδικη) αγωγή ασκείτο εντός έξι μηνών, ότι, επειδή οι ανωτέρω προϋποθέσεις, δεν συντρέχουν εν προκειμένω, η κρινόμενη αγωγή που επιδόθηκε στις 25-1-2012, απαραδέκτως ασκήθηκε μετά την πάροδο της εξάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας, καθόσον ήδη επήλθε απόσβεση του ως άνω δικαιώματος της ενάγουσας για λήψη συμπληρωματικής αποζημίωσης απόλυσης λόγω συνταξιοδότησης, ότι το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφαση, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη, εσφαλμένα τις ανωτέρω διατάξεις εφάρμοσε, γενομένου δεκτού ως ουσιαστικά βασίμου του πρώτου λόγου της έφεσης και κατόπιν αυτών πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση ως βάσιμη κατ’ ουσία, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και ν’ απορριφθεί η αγωγή . Με την κρίση του αυτή το Εφετείο, Α) με το να δεχθεί ότι στην προκειμένη περίπτωση ασκήθηκαν εκ μέρους της ενάγουσας (αναιρεσείουσας) δύο αγωγές, με το ίδιο περιεχόμενο και αίτημα, ήτοι η με αριθμ. καταθ 49…/11-8-2010, η οποία επιδόθηκε στο εναγόμενο στις 12-8-2010, με ορισθείσα δικάσιμο στις 26-1-2012, και η υπ’ αριθμ. καταθ. 48…/11-8-2010, η οποία επιδόθηκε στο εναγόμενο στις 25-1-2012, με ορισθείσα δικάσιμο στις 23-5-2012, δεν υπέπεσε σε λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του περιεχομένου της πρώτης αγωγής, που κατά τον ισχυρισμό της ενάγουσας-αναιρεσείουσας πρόκειται για άλλη αγωγή της με διαφορετικό περιεχόμενο και αίτημα και με διαφορετικό εναγόμενο πρόσωπο, αλλά αφού την ανέγνωσε σωστά, την συνεκτίμησε με τα άλλα αποδεικτικά μέσα και κατέληξε σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα από αυτό που η αναιρεσείουσα θεωρεί ορθό, και Β) με το να απορρίψει την αγωγή, ως απαράδεκτη, δεν παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 Ν.
3198/1955, αφού η κρινόμενη αγωγή που επιδόθηκε στο αναιρεσίβλητο στις 25-1-2012, απαραδέκτως ασκήθηκε μετά την πάροδο της εξάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας, ήτοι δεκαοκτώ και πλέον μήνες μετά την καταγγελία της σύμβασης, που έγινε στις 30-6-2010. Επομένως οι από το άρθρο 559 αριθ.20 και 1 πρώτος και δεύτερος λόγοι της αναίρεσης είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν.
Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης στο σύνολό της και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου (άρθρα 176,183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 2-6-2015 αίτηση για αναίρεση της 479/2014 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων επτακοσίων (1700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 16 Ιανουαρίου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 20 Μαρτίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ