Το επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας δικαίωσε οικογένεια που κινήθηκε νομικά κατά της Τράπεζας Κύπρου για υπόθεση πώλησης αξιογράφων.
Το επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας δικαίωσε οικογένεια που κινήθηκε νομικά κατά της Τράπεζας Κύπρου για υπόθεση πώλησης αξιογράφων.
Σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου το αξιόγραφο δόθηκε σε αφυπηρετήσαντα των διυλιστηρίων και στην σύζυγο του που δεν εργαζόταν. Σύμφωνα με την απόφαση η τράπεζα τους προώθησε αξιόγραφα χωρίς να τους ενημερώσει ή να τους πληροφορήσει πλήρως για το προϊόν.
Σύμφωνα με το Δικαστήριο, η Τράπεζα παραβίασε την περί Επενδυτικών Υπηρεσιών Νομοθεσία του 2007, η οποία αποτελεί υιοθέτηση της ευρωπαϊκής οδηγίας που καθορίζει τα καθήκοντα των τραπεζών σε περιπτώσεις παροχής επενδυτικών συμβουλών.
Η εν λόγω απόφαση είναι η πρώτη αυτού του είδους που εκδίδεται εναντίον της Τράπεζας Κύπρου και εκτιμάται ότι θα αποτελέσει οδηγό για την εκδίκαση μελλοντικών υποθέσεων. Σημειώνεται ότι το Δικαστήριο εκδίκασε ποσό €157.336 συν τον νόμιμο τόκο της τάξεως του 5,5% από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής.
Αναλυτικά η απόφαση
Σύμφωνα με την απόφαση, την οποία εξέδωσε ο Ανώτερος Επαρχιακός Δικαστής Ηλίας Γεωργίου, «καθίσταται πρόδηλο ότι η ψυχική πίεση, ως δόγμα του δικαίου της επιείκειας, δεν περιορίζεται στις περιπτώσεις εξαναγκασμού αλλά επεκτείνεται σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες γίνεται κατάχρηση της εμπιστοσύνης που αποκτάται ή όπου έχει προδοθεί η εμπιστοσύνη που δόθηκε».
Στην προκειμένη περίπτωση, αναφέρεται, κατά τον ουσιώδη χρόνο από την μια υφίστατο ένας ηγετικός χρηματοοικονομικός οργανισμός με μεγάλο κύκλο εργασιών, με παρουσία σε αρκετές χώρες με πολλά καταστήματα και χιλιάδες εργοδοτούμενους. Από την άλλη, προστίθεται, ο ενάγοντας, χειριστής βάρδιας στα διυλιστήρια Λάρνακας, άνεργος κατά την απόκτηση των αξιογράφων και η ενάγουσα, οικοκυρά.
«Μεταξύ των πιο πάνω προσώπων υφίστατο σχέση εμπιστοσύνης», σημειώνεται. Ήταν, προστίθεται, «η μόνη τράπεζα με την οποία συνεργάζονταν για πέραν των τριάντα ετών και διατηρούσαν τις καταθέσεις τους σε αυτήν».
Η Τράπεζα Κύπρου «με δική της πρωτοβουλία» προώθησε τόσο τα ΜΑΚ του 2009 όσο και τα ΜΑΕΚ του 2011 στους ενάγοντες. Είχε, αναφέρεται στην απόφαση του Δικαστηρίου «ίδιον όφελος αφού με τα κεφάλαια που θα αντλούνταν από τις πιο πάνω εκδόσεις θα ενίσχυαν την κεφαλαιουχική της επάρκεια και συγκεκριμένα θα ενισχύονταν τα πρωτοβάθμια κεφάλαια της».
Η τράπεζα παρουσίασε τα αξιόγραφα «ως ασφαλή τραπεζικά προϊόντα (γραμμάτια), κάτι το οποίο δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, αφού επρόκειτο για αξιόγραφα τα οποία ενείχαν κινδύνους και ιδιαίτερα τα ΜΑΕΚ του 2011 δυνατόν να μην ήταν κατάλληλα για όλους τους επενδυτές», σημειώνεται μεταξύ άλλων.
Επίσης, προστίθεται, τους τα παρουσίασε «ως ευκαιρία, δηλαδή ως περίσταση ευνοϊκή και τους ζήτησε να σπεύσουν γρήγορα». Οι δηλώσεις της, συμπληρώνεται, «δεν ήταν ακριβείς, σαφείς και επαρκείς. Αντιθέτως ήταν παραπλανητικές».
Περαιτέρω, σύμφωνα με το Δικαστήριο, «δεν τους παρείχε κατάλληλη πληροφόρηση σε κατανοητή μορφή σχετικά με τα χρηματοοικονομικά μέσα ώστε να είναι ευλόγως σε θέση να κατανοούν τη χρήση και τους κινδύνους της προσφερόμενης επενδυτικής υπηρεσίας και του συγκεκριμένου τύπου του προτεινόμενου χρηματοοικονομικού μέσου ώστε να λαμβάνουν επενδυτικές αποφάσεις με επίγνωση», κατά παράβαση του σχετικού νόμου.
Στην προκειμένη περίπτωση, αναφέρεται σε άλλο σημείο της απόφασης, η τράπεζα «καταχράστηκε τη μεταξύ τους εμπιστοσύνη που δημιουργήθηκε και παραβίασε τις υποχρεώσεις της που καθορίζονται στο νόμο όπως με λεπτομέρεια έχει αναπτυχθεί πιο πάνω».
«Η όλη συμπεριφορά της δεν ήταν δίκαιη. Αντιθέτως ήταν μη κατάλληλη και με τον τρόπο που περιγράφεται προώθησε τα πιο πάνω αξιόγραφα».
Οι ενάγοντες, προστίθεται, έχουν επιτύχει ν’ αποδείξουν ότι τα συγκεκριμένα έγγραφα που υπέγραψαν δεν τους δεσμεύουν.
Εν κατακλείδι, βρίσκει ότι οι ενάγοντες «έχουν επιτύχει να αποδείξουν ότι υπέστησαν ζημιά για το ποσό των €157.336 και έτσι δικαιολογείται η έκδοση απόφασης για το πιο πάνω ποσό».
Σύμφωνα με το Δικαστήριο, «δεν υφίσταται μαρτυρία ότι η Κεντρική Τράπεζα ήταν αμελής πόσο μάλλον ότι επέδειξε βαριά αμέλεια». Επίσης, προστίθεται, «δεν έχει καταδειχθεί ότι προέβηκε σε πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων της και ότι παρέβηκε οποιοδήποτε θεσμοθετημένο καθήκον της.
Η αγωγή απορρίφθηκε επίσης σε σχέση με την απαίτησή της εναντίον της Δημοκρατίας, αφού το Δικαστήριο αναφέρει στην απόφασή του ότι «δεν υφίσταται ίχνος μαρτυρίας ότι το κράτος γνώριζε την ύπαρξη των πιο πάνω ιδιωτικών συμφωνιών και τα πραγματικά γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση».
Και κάτι ακόμη, προστίθεται, «δεν όφειλε να τις γνωρίζει».
Περαιτέρω, σημειώνεται, «δεν υφίσταται μαρτυρία ότι η Δημοκρατία ήταν αμελής καθ’ οιονδήποτε τρόπο ως επίσης ότι άσκησε οποιανδήποτε πλημμελή εποπτεία ή και έλεγχο ως της αποδίδουν».